Την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη της Ελλάδας «πάντρευαν» τη φωτιά. Έπαιρναν, δηλαδή, ένα ξύλο που συμβόλιζε το νοικοκύρη κι έπρεπε να είναι από δέντρο που είχε αρσενικό όνομα, π.χ. δέντρος (είδος βελανιδιάς), σκίνος, ή κέδρος,… έπαιρναν κι ένα δεύτερο που συμβόλιζε τη νοικοκυρά (έπρεπε να είναι από δέντρο που είχε θηλυκό όνομα, π.χ. αμυγδαλιά, κερασιά, συκιά,…) και τα “σταύρωναν” στο τζάκι.
Η νοικοκυρά, είχε φροντίσει το τζάκι νάναι καθαρό, κι όταν έρχονταν τ΄ απόβραδο ο νυκοκύρης, αυτός ήταν εκείνος που έβαζε τα ξύλα στη φωτιά. Η φωτιά έπρεπε να καίει όλη τη νύχτα, γι΄ αυτό τα ξύλα που έβαζαν ήταν μεγάλα κούτσουρα, τουμπρούκια. Βεβαίως. από καιρού εις καιρόν, πρόσθεταν κι άλλα, διατηρώντας άσβεστη τη φλόγα όλη τη νύχτα.
Σε πολλά μέρη, έριχναν στη φωτιά φυτά που όταν έπαιρναν φωτιά έκαναν θόρυβο. Επίσης, ενώ “σταύρωναν” τη φωτιά τρεις φορές, έριχναν πάνω της κόκκινο κρασί και λάδι. Σημαντικό ήταν, επίσης το ποιος θα ερχόταν πρώτος σε επαφή με την ιερή αυτή φωτιά. Πολλοί επέλεγαν ένα παιδί της οικογένειας που θεωρούσαν τυχερό και του έδιναν ένα μακρύ ραβδί, μιά μασιά να την ανακατεύει. Την ώρα που την ανακάτευε, έλεγε και μια ευχή που αντιπροσώπευε την ελπίδα των αγροτών: για τα κατσίκια, τα αρνιά, το σιτάρι, το λάδι, τη βρώμη, τα ….χρήματα, κ.α.
Η Ελλάδα ήταν κυρίως γεωργική και κτηνοτροφική χώρα, κι οι διάφορες γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες (σπορά, καλλιέργεια, γέννα, άρμεγμα,…), αλλά και οι αγωνίες (αβέβαιος καιρός, συγκομιδή, γεωργοκτηνοτροφικές αρρώστιες,…) του Έλληνα αγρότη, ήταν έντονα συνδεδεμένες με τατα θρησκευτικά του έθιμα. Η φωτιά στο τζάκι μέσα στο καταχείμωνο το κάθισμα όλης της οικογένειας τριγύρω και η συζήτηση, μεγάλωναν το όνειρο της σοδειάς και πολλές εκδηλώσεις των Χριστουγέννων είχαν γεωργικό χαρακτήρα.
Σε πολλά μέρη, ο νοικοκύρης, έφερνε μέσα στο σπίτι το υνί και το αλέτρι και τα ακουμπούσε πλάι στη φωτιά των Χριστουγέννων. Στη συνέχεια, έβαζε πάνω στο υνί κάρβουνα και λιβάνι και, κρατώντας το στα χέρια, θυμιάτιζε το σπίτι τις αποθήκες και τους στάβλους.
Στη Φθιώτιδα, το “Πάντρεμα της φωτιάς” γινονταν με δυο ξύλα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο νοικοκύρης του σπιτιού, φρόντιζε να είναι ακριβώς ίδια και να καίγονται το ίδιο. Σύμφωνα με την παράδοση, τα δύο ξύλα συμβόλιζαν την αλλαγή της ημέρας, αλλά και την αλλαγή του χρόνου. Σε κάποιες άλλες περιοχές της Φθιώτιδας αυτό είχε αντικατασταθεί με το «σπούρνι». Ένα μικρό παιδί καθόταν σταυροπόδι μπροστά στο αναμμένο τζάκι, έριχνε αλάτι πάνω στη φωτιά και έκανε διάφορες ευχές για την οικογένεια, για την υγεία, για τα σπαρτά, αλλά και τα ζώα. Αμέσως μετά, το μικρό παιδί έπαιρνε το πρώτο και καλύτερο κομμάτι «μπακλαβά», που είχε φτιάξει η νοικοκυρά. Σε πολλά χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας, τα ξημερώματα των Χριστουγέννων συνήθιζαν να «αρραβωνιάζουν τη φωτιά». Τα νέα κορίτσια τοποθετούσαν στο τζάκι ένα πολύ μεγάλο ξύλο, κι εκείνη την ώρα, σύμφωνα με την παράδοση, ό,τι ζητούσαν μπορούσε και να γίνει. Βεβαίως, αυτό που θα ζητούσαν έπρεπε να αφορά νέους κι όχι παντρεμένους.
Στην Κέρκυρα, στο σταύρωμα των ξύλων, έβαζαν κι ένα τρίτο, του κουμπάρου, που ήταν από ξύλο διαφορετικό απ΄ αυτά των νοικοκυραίων. Φρόντιζαν ακόμα τα ξύλα νάναι από αγκαθωτά δέντρα, που κατά τη λαϊκή αντίληψη απομάκρυναν τα δαιμονικά όντα και τους καλικάντζαρους.
Στη Θεσσαλία οι νέοι, ανήμερα των Χριστουγέννων, μετά την επιστροφή από την εκκλησία, έβαζαν ξύλα δίπλα απ΄ τη φωτιά. Τα μεν κορίτσια έβαζαν δίπλα απ΄ τη φωτιά κλωνάρια κέδρου, ενώ τα αγόρια τοποθετούσαν κλαδιά από αγριοκερασιά. Τα μικρά αυτά κλαδιά των δέντρων αντιπροσώπευαν τις επιθυμίες τους κι εύχονταν για την πραγματοποίηση μιας όμορφης ζωής, που οραματίζονταν. Φρόντιζαν μάλιστα τα κλαδιά αυτά να είναι λυγερά και παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον ποιο κλωνάρι θα καιγόταν πρώτο, καθώς αυτό ήταν καλό σημάδι για το κορίτσι ή το αγόρι αντίστοιχα, γιατί θα έδειχνε ποιο θα παντρευόταν πρώτο.
Το “Πάντρεμα της φωτιάς” είναι μια παραλλαγή του Χριστόξυλου και η διαφορά τους έγκειται στο πλήθος των ξύλων που χρησιμοποιούσαν για τη φωτιά.
Σε πολλά μέρη, απ΄ τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα (δωδεκάημερο), έβαζαν 12 αδράχτια στο τζάκι, για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι και να μην κατεβαίνουν από την καπνοδόχο.
Σε αντίθεση με τη φωτιά στο τζάκι των σπιτιών, κατά τη περίοδο των Χριστουγέννων, οι υπαίθριες φωτιές έχουν πανάρχαια καταγωγή. Θα ήταν παρακινδυνευμένο όμως να υποστηρίξουμε ότι είναι αυστηρά αρχαίο ελληνικό έθιμο επειδή δεν βρέθηκαν ίδιες ανάλογες περιγραφές σε άλλους πολιτισμούς όταν αυτό ανάγεται στη παρατήρηση.
Σημειώσεις:
Ειδικά για την Αιτωλοακαρνανία, ερευνητές πιστεύουν πως το πάντρεμα της φωτιάς, έχει σχέση και με το μύθο του Μελέαγρου.
Γενικά, από ερευνητές, δίδονται εξηγήσεις και γίνονται διάφορες προσεγγίσεις εξήγησης του εθίμου. Μιά τέτοια προσέγγιση, θέλει τις πρώτες κοινωνίες, στις οποίες δεν υπήρχε γνώση για την εξήγηση των αστρονομικών φαινομένων, να παρατηρούν τα αστρονομικά φαινόμενα, και μη μπορώντας να τα εξηγήσουν, τα αποδέχονταν κι εξευμένιζαν το θείο για να μην επαναληφθούν. Έτσι παρατήρησαν και το χειμερινό ηλιοστάσιο, όπου η μέρα σιγά-σιγά λιγόστευε κι ο ήλιος φώτιζε όλο και λιγότερο. Φοβόντουσαν έτσι πως το λιγόστεμα της μέρας, θα είχε σαν συνέπεια την εξάλειψή της, φοβόντουσαν πως κάποια στιγμή δεν θα ξημέρωνε, κι άναβαν φωτιές, σε μιά προσπάθεια διατήρησης της ημέρας. Στο θερινό τώρα ηλιοστάσιο, παρατηρούσαν την αύξηση της ημέρας, κι άναβαν πάλι φωτιές πανηγυρίζοντας έτσι τη νίκη του θεού Ήλιου έναντι του θεού Κρόνου, που συμβόλιζε τη νύχτα. Ας θυμηθούμε ότι η γιορτή «Κρόνια», ήταν η μόνη γιορτή στην οποία τιμούσαν «την ήττα του Θεού», σε αντίθεση προς όλες τις άλλες γιορτές που ήταν θριαμβικές ή ικετικές. Οι εκδηλώσεις αυτές επαναλαμβάνονταν επειδή φοβόντουσαν μήπως χωρίς αυτές το φαινόμενο επαναληφθεί.
Συνέχεια όλων αυτών, είναι σήμερα το παγκόσμιο πλέον έθιμο να φωταγωγούνται ιδιαίτερα τις γιορτές των Χριστουγέννων σπίτια, πλατείες, δρόμοι, δημόσια κτίρια κλπ. με πλουμιστά λαμπιόνια και με ιδιαίτερες ακόμη εκδηλώσεις κατά την έλευση του νέου έτους με χρήση και βεγγαλικών.