Μιχαήλ Καλάσνικοφ – Ρώσος σχεδιαστής φορητών όπλων, δημιουργός του πιο δημοφιλούς όπλου στον κόσμο, του AK-47 ή Καλάσνικοφ, όπως είναι περισσότερο γνωστό.
Ο Μιχαήλ Καλάσνικοφ γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1919 στο Κούρια, ένα χωριό πάνω στα Αλτάια Όρη. Ο πατέρας του Τιμοφέι Καλάσνικοφ ήταν αγρότης, αλλά το 1930 αποστερήθηκε της περιουσίας του με διάταγμα του Στάλιν και εξορίστηκε οικογενειακώς στη Σιβηρία.
Ο μικρός Μιχαήλ, που ονειρευόταν να γίνει ποιητής, αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τη σκληρή πραγματικότητα της Σιβηρίας. Μαζί με τον πατέρα του άρχισε να καλλιεργεί την άγονη γη και να κυνηγά για τα προς το ζην. Χρησιμοποιούσε συχνά το όπλο του πατέρα του όταν ήταν έφηβος και συνέχισε να κυνηγάει μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Στη Σιβηρία τού γεννήθηκε η αγάπη για τα όπλα.
Στα 18 του αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Σιβηρία και αφού διήνυσε απόσταση 1.000 χιλιομέτρων με οτοστόπ εγκαταστάθηκε στην πατρώα γη, όπου δούλεψε ως επισκευαστής τρακτέρ. Το 1938 κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του στον Κόκκινο Στρατό κι επειδή ήταν μικρός το δέμας και ξεχώριζε για τις ικανότητες του ως μηχανικός, τοποθετήθηκε στα Τεθωρακισμένα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έφθασε να διοικεί ένα άρμα μάχης τύπου Τ-34 με τον βαθμό του λοχία. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και τραυματίστηκε στη Μάχη του Μπριάνσκ τον Οκτώβριο του 1941.
Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του άκουσε πολλούς συναδέλφους του να εκφράζουν παράπονα για την ποιότητα των σοβιετικών όπλων. Επιπλέον, όπως δήλωσε αργότερα «ζήλευε τους Γερμανούς στρατιώτες, που ο καθένας του είχε το δικό του αυτόματο, ενώ εμείς συχνά πολεμούσαμε με ένα όπλο ανά τρεις. Έτσι, σκέφτηκα να σχεδιάσω ένα αξιόπιστο όπλο, για να έχουν οι στρατιώτες μας ένα μικρού μεγέθους αυτόματο όπλο, όπως είχαν οι Γερμανοί».
Μετά τον πόλεμο αποφάσισε να υλοποιήσει το σχέδιό του και το 1947 παρουσίασε ένα αυτόματο τυφέκιο, το οποίο προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους σοβιετικούς στρατιωτικούς κύκλους για την αντοχή του, τον απλό χειρισμό του, τη φονική δύναμη πυρός και τη φτηνή τιμή του. Δύο χρόνια αργότερα υιοθετήθηκε από τον Κόκκινο Στρατό.
Το επίσημο όνομα του όπλου, ΑΚ-47, προκύπτει από τα αρχικά του «Αφτομάτ Καλασνικόβα» («Αυτόματο του Καλάσνικοφ») και τον αριθμό 47, επειδή άρχισε να κατασκευάζεται το 1947.
Γρήγορα, το Καλάσνικοφ έγινε το πιο δημοφιλές φορητό όπλο στον κόσμο, εξαιτίας των μοναδικών του ιδιοτήτων. Με το «όπλο των φτωχών», όπως έχει αποκληθεί, πολεμούν τακτικές στρατιωτικές μονάδες, αντάρτες απελευθερωτικών κινημάτων και ποικίλες συμμορίες παρανόμων. Έχει υπολογισθεί ότι πάνω από 100 εκατομμύρια ΑΚ-47 έχουν κατασκευασθεί από το 1947.
Ο ίδιος ο Καλάσνικοφ, αν και ήταν υπερήφανος για το δημιούργημά του, δεν έπαψε να εκφράζει τον σκεπτικισμό του για την κατοπινή χρήση του όπλου, που ξέφυγε του σκοπού για τον οποίον είχε κατασκευαστεί. «Αν ξεκινούσα τώρα την καριέρα μου, θα προτιμούσα να είχα κατασκευάσει κάτι πιο χρήσιμο, ας πούμε μια χορτοκοπτική μηχανή» είχε πει σε μια συνέντευξή του.
Από το 1949 ο Καλάσνικοφ εγκαταστάθηκε στην πόλη Ιζέφσκ των Ουραλίων, όπου βρίσκονται πολλές από τις αμυντικές βιομηχανίες της Σοβιετικής Ένωσης και μετέπειτα της Ρωσίας. Διηύθυνε μέχρι τα ογδόντα του ένα σχεδιαστικό γραφείο, που είχε αναλάβει την εξέλιξη του ΑΚ-47 και τη δημιουργία και άλλων όπλων, όπως τα αυτόματα ΑΚΜ, ΑΚ-74, το οπλοπολυβόλο RPK, το ημιαυτόματο τυφέκιο Saiga και το πολυβόλο άρματος των 7,62 χιλιοστών. Στο σχεδιασμό των όπλων αυτών καθοριστική ήταν η συνεισφορά της δεύτερης συζύγου του Γεκατερίνα Μοϊσέγεβνα (1921-1977), η οποία ήταν διπλωματούχος μηχανικός και με την οποία είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά.
Το 1953 ο Καλάσνικοφ έγινε μέλος του ΚΚΣΕ και διετέλεσε κατ’ επανάληψη βουλευτής του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ. Τιμήθηκε με πλήθος διακρίσεων και αναγορεύτηκε σε διδάκτορα των τεχνικών επιστημών, αν και ήταν αυτοδίδακτος.
Ο Μιχαήλ Καλάσνικοφ πέθανε στις 23 Δεκεμβρίου 2013, σε ηλικία 94 ετών.