Άκης Τσελέντης: Η απαξίωση και καταστροφή του αλιευτικού κλάδου

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΑΣ
«Η απαξίωση και καταστροφή του αλιευτικού κλάδου»

Όλοι γνωρίζουν την μεγάλη μου αγάπη για την θάλασσα, άλλωστε έχω μεγαλώσει πάνω στα θαλασοδαρμένα βράχια της Κεφαλονιάς και ειδικότερα του Φισκάρδου.

Ένα μεγάλο ποσοστό φίλων μου λοιπόν είναι ψαράδες. Καθαρά αγέρωχα άτομα που βγάζουν το βιός τους από την θάλασσα, άτομα ειλικρινή που απολαμβάνουν την φύση και τα απλά πράγματα, άτομα που δεν έχουν σχέση με βρωμερά κυκλώματα και ίντριγκες οικονομικής και ακαδημαϊκής ανέλιξης τα οποία έχω βαρεθεί να συναντώ σε κάθε μου βήμα.

Για τον απλό ψαρά το ψαροκάικο είναι ένα σκληρά εργαζόμενο μέλος της οικογένειας του.

Καταλαβαίνετε λοιπόν την Έκπληξη μου πριν λίγες μέρες που μιλούσα με το φίλο μου τον ψαρά το Σπύρο όταν μου ανακοινώσε ότι αποφάσισε να πάει για «κόψιμο» όπως το λένε το καΐκι του και να πάρει την προβλεπόμενη επιδότηση.

Τα ψάρια λιγοστεύουν μέρα με τη μέρα μου λέει, το λιμεναρχείο αντί να κυνηγά τις μηχανότρατες που οργώνουν το βυθό κινούμενες παράνομα κοντά στις ακτές κυνηγά εμάς τους απλούς ψαράδες για το μήπως μας λείπει κάποιο βεγγαλικό. Το μεροκάματο ποια δεν βγαίνει μου είπε.

Και τι θα κάνεις τα 40,000€ που θα σου δώσουν τον ρώτησα; Θα ανοίξω ένα franchise coffee shop μου είπε περήφανα. Τότε διαπίστωσα ότι αυτή η αγνή καθαρή ματιά του μετατράπηκε σε ματιά πονηρή άπληστη ματιά.

Θυμήθηκα εκείνα τα πρωινά πριν σηκώσουμε τα παραγάδια που φτιάχναμε τον υπέροχο Ελληνικό καφέ μας σε ένα χάλκινο μπρίκι πάνω στο ψαροκάικο. Ακόμα μυρίζω αυτή την υπέροχη μυρωδιά στα ρουθούνια μου ανακατεμένη με το θαλασσινό αεράκι με μυρωδιές από πουρνάρι και θαλασσινούς ήχους και σκέφτηκα τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με το πλαστικό βιομηχανοποιημένο μοντέλο ενός coffee take away όπου οι ήχοι από τους παφλασμούς των κυμάτων και τις φωνές των γλάρων δίνουν τη θέση τους στους ήχους της μηχανής του καφέ και αυτή η υπέροχη γεύση του «καικίσιου» καφέ στη γεμάτα χημικά βελτιωτικά γεύση ενός δήθεν καφέ με κάποιο trendy Ιταλικό όνομα.

Στην Ελλάδα δεν έχει εφαρμοστεί καμία ουσιαστική πρακτική διαχείρισης των ιχθυαποθεμάτων μετά τη δεκαετία του 1970, με τα αποθέματα των ψαριών να μειώνονται ανησυχητικά χρόνο με τον χρόνο.

Αντί για διαχείριση της αλιείας, η ευρωπαϊκή πολιτική που υιοθετήθηκε ως εθνική, αποφάσισε να περιορίσει την υπεραλίευση καταστρέφοντας (δηλαδή σπάζοντας σε κομμάτια) περισσότερα από 13.500 αλιευτικά σκάφη, το 90% των οποίων ήταν ξύλινα, παραδοσιακά κομψοτεχνήματα της ναυπηγικής τέχνης, που σήμερα δεν είμαστε σε θέση να κατασκευάσουμε.

Μαζί με αυτή τη μοναδική πολιτιστική κληρονομιά εξαφανίστηκαν και πολλές χιλιάδες θέσεις εργασίας, αν αναλογιστούμε ότι και το πιο μικρό καΐκι απασχολούσε άμεσα ή έμμεσα 3-4 άτομα, σε περιοχές που η πολιτεία αδυνατεί να δημιουργήσει έστω και λίγες σταθερές θέσεις απασχόλησης για τις τοπικές κοινωνίες.

Με τις 30.000 έως 50.000 ευρώ που ήταν η μέση αποζημίωση για την καταστροφή του κάθε καϊκιού, ο κάθε ψαράς συνήθως έχτιζε λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια ή κάποια αντίστοιχη εποχιακή τουριστική δραστηριότητα, με την οποία προφανώς δεν μπορεί να επιβιώσει όλο τον χρόνο.

Παράλληλα, στις ίδιες περιοχές όπου οι ψαράδες χρησιμοποιούσαν ήπια αλιευτικά μέσα (δίχτυα και παραγάδια), τώρα ψαρεύουν κυρίως μεγάλα αλιευτικά σκάφη – που ξεκινάνε από τον Πειραιά ή τη Μηχανιώνα ή ακόμα και από την Ιταλία, όπως βλέπουμε ολοένα και συχνότερα στο νότιο Αιγαίο, εξαντλώντας τα αποθέματα των ψαριών και συχνά καταστρέφοντας παραγωγικά οικοσυστήματα.

Χρειάστηκε άλλη μια κρίση και μια πανδημία για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο τουρισμός, όσο σημαντικός και αν είναι σήμερα, όταν αποτελεί «μονοκαλλιέργεια», είναι ένα απόλυτα έωλο επάγγελμα που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη μόνιμη και σταθερή επιβίωση των νησιωτικών κοινωνιών. Φοβάμαι όμως ότι είναι αργά τώρα οι ξενόφερτες καταναλωτικές νοοτροπίες δύσκολα θα αλλάξουν.

Εγώ πάντως προτιμώ το βαπορίσιο καφέ που φτιάχνω στο SEISMIC αραγμένος σε κάποιο γραφικό λιμανάκι του Ιονίου από τα Late τα Loungo και τα Εσπρεσάκια μιας δήθεν φίρμας.

Τώρα θυμήθηκα κάποτε που ήμουν σε ένα γεύμα καλεσμένος σε ένα high μαγαζί των βόρειων προαστίων κάποια μεγαλοκυρία διαμαρτυρήθηκε για την ποιότητα των μαχαιροπίρουνων (προφανώς στο σπίτι της έτρωγε με Christofle) και όταν της είπα ότι αν έχει και λίγο σκουριά το πιρούνι θα έχει πιο ωραία γεύση η αστακομακαρονάδα πως με κοίταξε όλο το τραπέζι…

ΔΗΜΟΦΙΛΗ