Ο ζωγράφος Γιάννης Μόραλης (Άρτα, 23 Απριλίου 1916 – Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2009) υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες καλλιτέχνες του 20ού αιώνα.
Ο Γιάννης Μόραλης στο Παρίσι, 1963. Φωτογραφία του Νίκου Κεσσανλή. Αρχείο Μόραλη, ΜΙΕΤ
Η εκλογή του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και το διδακτικό του έργο εκεί για 35 συνεχή χρόνια (από τον Φεβρουάριο του 1948 έως τον Αύγουστο του 1983 συγκεκριμένα) αποδείχτηκε οπωσδήποτε αποφασιστικής σημασίας σε σχέση με μια σειρά από επιλογές και κατευθύνσεις της εικαστικής παραγωγής στην Ελλάδα τα χρόνια που ακολούθησαν.
Ο Γιάννης Μόραλης γεννήθηκε στην Άρτα, δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Κωνσταντίνου Ι. Μόραλη και της Βασιλικής, το γένος Αναστασίου Μιχάλη. Η οικογένεια το 1922 εγκαταστάθηκε στην Πρέβεζα, όπου ο Κωνσταντίνος Μόραλης υπηρέτησε ως γυμνασιάρχης. Από το 1927 εγκαθίστανται μόνιμα στην Αθήνα, στο Παγκράτι.
Την ίδια χρονιά ο νεαρός Μόραλης, που έχει πάρει την απόφαση να γίνει ζωγράφος, αρχίζει να παρακολουθεί το «κυριακάτικο μάθημα» στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί γνωρίζει τον Νίκο Νικολάου. Το 1931 είναι η χρονιά κατά την οποία προετοιμάζεται για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην ΑΣΚΤ κοντά στο μετέπειτα γαμπρό του, ζωγράφο Γιάννη Γεωργόπουλο. Επιτυγχάνει και εγγράφεται στο Προπαρασκευαστικό τμήμα με καθηγητή τον Δημήτριο Γερανιώτη. Γνωρίζεται τότε με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Χρήστο Καπράλο και ξανασυναντά τον Νικολάου.
Ο Μόραλης είναι μεταξύ των σπουδαστών που ο Κωνσταντίνος Παρθένης επιλέγει για το εργαστήριό του. «Εκεί επικρατούσε μια πολύ αυστηρή ατμόσφαιρα. Άμα τον ρωτούσα κάτι, απαντούσε: «Αυτό που σας είπα». Ήταν πολύ σχολαστικά εκεί μέσα, κάθισα μόνο δυο μήνες και μετά πήγα στον Ουμβέρτο Αργυρό. Όλη η παρέα – Νικολάου, Καπράλος κτλ. ήταν εκεί. Ο Αργυρός ήταν «Ελευθέρα Κέρκυρα», σ’ άφηνε να κάνεις ό,τι θέλεις! Να φανταστείς ότι δούλευα με στρογγυλά πινέλα και δεν χρησιμοποιούσα άσπρο, αλλά jaune de Naples. Είχα απόλυτη ελευθερία».
Έναν χρόνο αργότερα, το 1932, ο Δ. Κόκκινος δημοσιεύει στο περιοδικό Νέα Εστία (1/8/1932) την πρώτη ενθουσιώδη κριτική για «τον νεαρό κ. Βόραλη», όπως επιμένει να τον αποκαλεί στο άρθρο, με αφορμή την έκθεση των μαθητών της ΑΣΚΤ. Ο Γιάννης Μόραλης είναι τότε 16 μόνο ετών.
Την ίδια εποχή αρχίζει να παρακολουθεί το νέο εργαστήριο χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού, με συμφοιτητές τους Τάσσο, (Γιώργη) Δήμου, (Κωνσταντίνο) Ντάκο και (Μωυσή) Ραφαήλ. «Ήμουν από τους πρώτους μαθητές του. Επί τέσσερα χρόνια φοιτούσα τα απογεύματα στο εργαστήριό του. Νεοφερμένος από το Παρίσι (1932), ωραίος, μορφωμένος, κοσμοπολίτης, ο Κεφαλληνός ήταν για μένα πατέρας, δάσκαλος και φίλος».
Από την ΑΣΚΤ θα αποφοιτήσει το 1936 και λίγο αργότερα θα συμμετέχει στην Έκθεση Ελληνικής Χαρακτικής στην Τσεχοσλοβακία (το κείμενο του καταλόγου υπογράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου). Το 1937 πεθαίνει ο πατέρας του σε τροχαίο ατύχημα. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς αναχωρούν για τη Ρώμη με τον Νίκο Νικολάου. Θα μοιραστούν την υποτροφία που κέρδισε ο Μόραλης στον διαγωνισμό της Ακαδημίας Αθηνών (κληροδότημα Ουρανίας Κωνσταντινίδου) για σπουδές ψηφοθετικής στο εξωτερικό. Αυτή ήταν η φιλική τους συμφωνία, να φύγουν μαζί στο εξωτερικό για σπουδές, όποιος κι αν κέρδιζε την υποτροφία.
Στην Ιταλία θα μείνει μέχρι τον Νοέμβριο του 1937, οπότε και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Charles Guérin και τοιχογραφίας στο εργαστήριο του Ducos de la Haille. Παράλληλα, στη Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων (Αrts et Métiers) διδάσκεται ψηφοθετική κοντά στον Henri-Marcel Magne, σύμφωνα με τους όρους της υποτροφίας του. Με την κήρυξη του Πολέμου αναγκάζεται, όπως οι περισσότεροι σπουδαστές, να εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Παρίσι και να επιστρέψει εσπευσμένα στην Ελλάδα.
Το 1940 εκθέτει μια σειρά χαρακτικών με την ομάδα «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» στον Πειραιά – ο ίδιος μάλιστα θα φιλοτεχνήσει και το εξώφυλλο του καταλόγου. Την άνοιξη κατατάσσεται στο στρατό και υπηρετεί τη θητεία του, ενώ συμμετέχει και στην τελευταία προπολεμική Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, όπου και αποσπά το χάλκινο μετάλλιο. Εκεί θα εκθέσει, μεταξύ άλλων, τα ευρισκόμενα στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλέξανδρου Σούτζου σήμερα έργα: Γυμνό (Π.7687), Προσωπογραφία του ζωγράφου Θεοδόσιου Χριστοδούλου (Π.7695), Ο ζωγράφος με τον Νίκο Νικολάου (Κ.559) και Στον υπαίθριο φωτογράφο (Π.7682).
Το 1941 παντρεύεται τη Μαρία Ρουσέν -εγκαθίστανται στο Κολωνάκι, ενώ τους θερινούς μήνες ζουν στο σπίτι της στην Κηφισιά. Τα χρόνια της Κατοχής ο Μόραλης ασχολείται εντατικά με την προσωπογραφία, ώστε να εξασφαλίζει κάποιο σταθερό εισόδημα φιλοτεχνώντας πορτρέτα κατά παραγγελία. Εξακολουθεί επίσης να ασχολείται με τη χαρακτική.
Με τη Ρουσέν θα χωρίσει το 1945 και δύο χρόνια αργότερα θα παντρευτεί τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη, με την οποία θα παραμείνουν παντρεμένοι μέχρι το 1955 -μαζί της θα αποκτήσει έναν γιο, τον Κωνσταντίνο. Την ίδια χρονιά (το 1947 δηλαδή) εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Προπαρασκευαστικής τάξης στην ΑΣΚΤ και ξεκινά να διδάσκει από τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου.
Στην πρώτη μετά τον πόλεμο Πανελλήνια Έκθεση, το 1948, εκθέτει τα (σήμερα στις συλλογές της ΕΠΜΑΣ) έργα: Έγκυος γυναίκα (Π.7694), Δύο φίλες (Π.7693) -όπου εικονίζεται η Αγλαΐα Λυμπεράκη μόνη και με τη Ναταλία Μελά-, Ο ζωγράφος με τη γυναίκα του (Π.7688) -όπου εικονίζεται ο ίδιος με την πρώτη του γυναίκα- και Το Τραπέζι (Π.7692).
Το 1949 ιδρύεται η ομάδα «Αρμός» και συσπειρώνει καλλιτέχνες όπως οι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας (πρόεδρος), Γιάννης Τσαρούχης και Γιάννης Μόραλης (αντιπρόεδροι), Λιλή Αρλιώτη (γραμματέας), Νίκος Νικολάου (ταμίας), Νέλλη Ανδρικοπούλου, Καίτη Αντύπα, Μαριλένα Αραβαντινού, Μίνως Αργυράκης, Έλλη Βοΐλα, Ανδρέας Βουρλούμης, Νίκος Γεωργιάδης, Γεώργιος Γεωργίου, Νίκος Εγγονόπουλος, Μπούμπα (Αγλαΐα) Λυμπεράκη-Μόραλη [δεύτερη σύζυγος του Μόραλη, μητέρα του Κωνσταντίνου], Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Γιώργος Μανουσάκης, Γιώργος Μαυροΐδης, Ναταλία Μελά-Κωνσταντινίδη, Κλέαρχος Λουκόπουλος, Μανώλης Νουκάκης, Κοσμάς Ξενάκης, Ελένη Σταθοπούλου, Παναγιώτης Τέτσης, Βάσος Φαληρέας. [Ο Μόραλης συμμετέχει στην 1η έκθεση της ομάδας στο Ζάππειο (10/12/1949-25/1/1950). Στη συνέχεια η έκθεση μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη].
Το 1951 είναι η χρονιά κατά την οποία ξεκινούν δύο ιδιαίτερα γόνιμες συνεργασίες για τον Γιάννη Μόραλη. Η πρώτη, όταν αναλαμβάνει να φιλοτεχνήσει τα σκηνικά και τα κοστούμια για το μπαλέτο Έξι λαϊκές ζωγραφιές, που παρουσιάζει το Ελληνικό Χορόδραμα, σε χορογραφία Ραλλούς Μάνου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι (με το Χορόδραμα ο Μόραλης θα συνεργασθεί για δεκαπέντε περίπου χρόνια).
Η γυναικεία φιγούρα στις Έξι λαϊκές ζωγραφιές βασίζεται στην ανάμνηση και τα διδάγματα του έργου Στον υπαίθριο φωτογράφο (ΕΠΜΑΣ, Π.7682).
Η δεύτερη συνεργασία εγκαινιάζεται όταν φιλοτεχνεί το εξώφυλλο και την προμετωπίδα για το βιβλίο του Ηλία Τσουκαλά, Υποβρύχιον Υ1 Β.Π. Κατσώνης, Ίκαρος, Αθήνα 1951. Με τις εκδόσεις Ίκαρος ο Γιάννης Μόραλης θα συνεργάζεται ουσιαστικά μέχρι το τέλος της ζωής του.
To 1952 συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, με τα έργα Γυμνό (ίσως το ευρισκόμενο στις συλλογές της ΕΠΜΑΣ έργο με αριθμό Π.5138) και Μορφή (ΕΠΜΑΣ, Π. 7689) μεταξύ άλλων, και στην έκθεση της Ομάδας «Αρμός» από τον Δεκέμβριο έως τον Ιανουάριο του 1953. H φωτογραφία των μεγάλων γυναικείων γυμνών του (ΕΠΜΑΣ, Π. 7690), που θα δημοσιεύσει η εφημερίδα της Αριστεράς Αλλαγή, στο πλαίσιο της τεχνοκριτικής στήλης της Μίνας Ζωγράφου-Μεραναίου στις 18/12/1952, θα προκαλέσει τη μήνυση του εισαγγελέα, ύστερα από καταγγελία της Γενικής Ασφάλειας. Στο πλαίσιο της ίδιας έκθεσης είχε προηγηθεί η αφαίρεση «κατόπιν επεμβάσεως της Αστυνομίας» ενός έργου του Τσαρούχη, που κρίθηκε άσεμνο, καθώς παρίστανε «έναν άνδρα ολόγυμνο στο κρεββάτι και απέναντί του καθισμένον ένα ναύτη».
Αργότερα, μέσα στο 1953, ο Μόραλης επισκέπτεται τη Ρωσία, ως προσκεκλημένος της Ρωσικής Κυβέρνησης, μαζί με εκπροσώπους της πνευματικής και της πολιτικής ζωής από την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Την επόμενη χρονιά ξεκινά η επίσης πολυετής συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, καθώς σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παράσταση Γυμνές μάσκες, τέσσερα μονόπρακτα του Πιραντέλο.
Ο Μόραλης εκλέγεται τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής στην ΑΣΚΤ το 1957. Τότε αρχίζει και η συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο (το 1957 συγκεκριμένα φιλοτεχνεί τα σκηνικά και τα κοστούμια για το έργο του Παντελή Πρεβελάκη, Τα χέρια του ζωντανού Θεού, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού).
Το 1958 μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο αντιπροσωπεύει την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Την επιμέλεια του ελληνικού περιπτέρου έχει τότε ο Τ. Σπητέρης. Μόραλης και Τσαρούχης, σε μια Μπιενάλε όπου η κυριαρχία της αφαίρεσης είναι εμφανής, θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον του Gio Ponti με την παραστατική, ανθρωποκεντρική ζωγραφική τους. Στην Μπιενάλε ο Μόραλης θα δείξει ζωγραφικά έργα [μεταξύ αυτών τα έργα που προαναφέρθηκαν, καθώς και άλλα που επίσης βρίσκονται στις συλλογές της ΕΠΜΑΣ: Δύο φίλες (Π.7693), Το τραπέζι (Π.7692), Έγκυος γυναίκα (Π.7694), Σύνθεση Α (Π.7691), Μορφή (Π.7684), Μορφή (Π.7689), Μορφή (Π.7690)], Επιτύμβιο (Π. 2432), μελέτες για σκηνικά και κοστούμια, σχέδια και λιθογραφίες.
Το Δημοτικό Μουσείο του Τορίνο θα αγοράσει τη σύνθεση Εσωτερικό (1955, λάδι σε μουσαμά, 1.31 x 1.30 μ.)
Είναι εντυπωσιακό ότι η πρώτη ατομική έκθεση του Μόραλη οργανώνεται μόλις το 1959, ενώ η επαγγελματική του σταδιοδρομία έχει ήδη σημαντικά εξελιχθεί. Λαμβάνει χώρα στην αίθουσα εκθέσεων Αρμός, στην οδό Ηρακλείτου 21, στην Δεξαμενή στο Κολωνάκι. Τα έργα που εκτίθενται είναι σε σημαντικό βαθμό εκείνα με τα οποία τον προηγούμενο χρόνο ο Μόραλης συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας.
Μέσα στο 1959 θα του ανατεθεί επίσης από τους αρχιτέκτονες Βασιλειάδη, Βουρέκα και Στάικο, η μελέτη για τη διακόσμηση των εξωτερικών τοίχων της ΒΔ και ΝΑ πλευράς του ξενοδοχείου Χίλτον στην Αθήνα (η εγχάρακτη σε γιαννιώτικο μάρμαρο σύνθεση ολοκληρώνεται το 1962, οπότε και γίνονται τα εγκαίνια του ξενοδοχείου). Από τότε συνεργάζεται με έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες, όπως ο Sir Basil Spencer και Antony Blee, για τη διακόσμηση κατοικιών και κτιρίων δημόσιου χαρακτήρα. Τότε φιλοτεχνεί και την προμετωπίδα της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί, για τον εκδοτικό οίκο Ίκαρος. Συνεργαζόμενος σταθερά με τον Ίκαρο, την επόμενη χρονιά ο Μόραλης θα φιλοτεχνήσει και την προμετωπίδα για την ποιητική σύνθεση, επίσης του Οδυσσέα Ελύτη, Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό.
Η δεκαετία του 1960 ξεκινά για τον Μόραλη με μια σειρά από -ενταγμένες στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό- συνθέσεις φιλοτεχνημένες για τα ξενοδοχεία του ΕΟΤ στη Φλώρινα, το εστιατόριο Ωκεανίς στη Βουλιαγμένη, τα περίπτερα του ΟΛΠ στην ακτή Καραϊσκάκη στον Πειραιά, και το Μον Παρνές στην Πάρνηθα. Ειδικά στο Μον Παρνές γνωρίζουμε πως ο Μόραλης, μαζί με τους Γιάννη Τσαρούχη και Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, είχαν αναλάβει συνολικότερα συμβουλευτικό ρόλο σε σχέση με τα διακοσμητικά ζητήματα, σε συνεργασία ασφαλώς με τον αρχιτέκτονα του ξενοδοχείου Παύλο Μυλωνά.
Το 1962, εκτός από τα δύο εξωτερικά τοιχία και το μωσαϊκό της αυλής, ο Γιάννης Μόραλης φιλοτεχνεί και τις κεραμικές συνθέσεις στο περίπτερο του ΕΟΤ Διόνυσος, στου Φιλοπάππου. Τότε ξεκινά η συνεργασία του με την κεραμίστρια Ελένη Βερναρδάκη, που θα διαρκέσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Την ίδια χρονιά φιλοτεχνεί και την προμετωπίδα της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη, Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, για τις εκδόσεις Ίκαρος.
Η δεύτερη ατομική του έκθεση θα πραγματοποιηθεί το 1963 στην αίθουσα τέχνης του ξενοδοχείου Χίλτον. Σε αυτή θα παρουσιάσει τη δουλειά των τριών τελευταίων χρόνων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η σειρά των Επιτύμβιων συνθέσεων, που μετέπειτα θα δωρήσει στην Εθνική Πινακοθήκη (Π.7699, Π.7700, Π.7701, Π.7702, Π.7703, Π.7704). Ανάμεσα στα έργα της έκθεσης, που επίσης θα αποτελέσουν τμήμα της δωρεάς του προς την Πινακοθήκη, και τα: Γυμνό, 1962 (Π.2702), Νέα γυναίκα, 1962 (Π.7696) και Ανάμνηση, 1963 (Π.7698).
Το 1965 του απονέμεται από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, ενώ είναι και η χρονιά στη διάρκεια της οποίας φιλοτεχνεί δέκα συνθέσεις που παρεμβάλλονται μεταξύ των ποιημάτων, στη συλλογή Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, των εκδόσεων Ίκαρος. Επίσης συμμετέχει στην έκθεση Διακοσμητικά υφαντά τοίχου σε σχέδια Ελλήνων ζωγράφων, στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών –Χίλτον και πάλι, και στην Μπιενάλε Ταπισερί της Λοζάνης.
Μέσα στην ίδια δεκαετία, το 1964 και το 1968 αντίστοιχα, φιλοτεχνεί τα κοστούμια για τις Ικέτιδες του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού (παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου) καθώς και τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης Οιδίπους Τύραννος, που παρουσίασε το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν στο Aldwych Theatre του Λονδίνου, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Φεστιβάλ Θεάτρου.
Με την τρίτη ατομική του έκθεση το 1972 στη Γκαλερί Ιόλα-Ζουμπουλάκη, ο Γιάννης Μόραλης εγκαινιάζει άλλη μία μακρά συνεργασία. Η ζωγραφική του στο εξής θα πειραματίζεται στο επίπεδο της φόρμας με αυτό το «ολιγοψήφιο αλφάβητο», για το οποίο τόσο εύστοχα έκανε λόγο ο Οδυσσέας Ελύτης στο εισαγωγικό κείμενο του καταλόγου. Σε αυτή την έκθεση παρουσίασε μία άλλη ιδιαίτερη σειρά συνθέσεών του, τα Επιθαλάμια. Το 1972 συμμετέχει επίσης για δεύτερη φορά στην Μπιενάλε Ταπισερί της Λοζάνης, ενώ την επόμενη χρονιά παίρνει μέρος στη Διεθνή Έκθεση Χειροτεχνίας στο Μόναχο και βραβεύεται με χρυσό μετάλλιο (ταπισερί).
Το 1978 πραγματοποιεί την τέταρτη ατομική έκθεση στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Μια μεγάλη ενότητα έργων, που έχουν κατά κύριο λόγο φιλοτεχνηθεί στην Αίγινα, φέρει τον τίτλο Πανσέληνος. Ακόμη, συμμετέχει στη διεθνή έκθεση Seconde rencontre internationale d’art contemporain, στο Grand Palais στο Παρίσι, μαζί με 22 άλλους έλληνες ζωγράφους και γλύπτες που επέλεξε η Εθνική Πινακοθήκη.
Το 1979 του απονέμεται το Αριστείο Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών.
Μέσα στη δεκαετία του 1980 θα πραγματοποιήσει άλλη μία ατομική έκθεση (1983) στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη (μεταξύ των έργων της έκθεσης αυτής και το Ερωτικό, 1982 (Π.6794), το οποίο απέκτησε η Εθνική Πινακοθήκη -θα ακολουθήσει σειρά ατομικών εκθέσεων στην ίδια γκαλερί τα επόμενα χρόνια: 1992, 1997, 2002, 2004, 2006. Μεταξύ των έργων της έκθεσης αυτής και το Ερωτικό, 1982 (Π.6794), έργο που απέκτησε η Εθνική Πινακοθήκη. Στις 31 Αυγούστου του ίδιου χρόνου αποχωρεί από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μετά από τριάντα έξι χρόνια συνεχούς διδασκαλίας.
Το 1985 φιλοτεχνεί την κεραμική σύνθεση για το Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών. Το 1988 οργανώνεται η αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Με την ευκαιρία της έκθεσης αυτής, ο Όμιλος Εταιρειών της Εμπορικής Τράπεζας εκδίδει έναν τόμο, σε επιμέλεια Βασίλη Φωτόπουλου, με όλο σχεδόν το μέχρι τότε έργο του. Την ίδια χρονιά, ο Γιάννης Μόραλης πραγματοποιεί τη μεγάλη του δωρεά προς την Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
Το 1996 παντρεύεται την Ιωάννα Βασσάλου. Την ίδια χρονιά πραγματοποιείται αναδρομική έκθεση στην Ακαδημία Αθηνών με έργα της Εθνικής Πινακοθήκης (επιμέλεια: Χρύσανθος Χρήστου). Το 1998 του απονέμεται ο Ταξιάρχης της Τιμής από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Το 2000 συμμετέχει στην έκθεση Κλασικές Μνήμες στη Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη, που οργανώθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη και το Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης στο Olympic Towers της Νέας Υόρκης (καθώς και στις επόμενες εκδοχές της έκθεσης σε Κωνσταντινούπολη, Πεκίνο, Βιέννη και Αθήνα).
Την επόμενη χρονιά (2001) πραγματοποιείται έκθεση έργων του στο Μουσείο Μπενάκη με τίτλο, Γιάννης Μόραλης. Άγγελοι, μουσική, ποίηση. Στη συνοδευτική έκδοση δημοσιεύεται η εκτενής συζήτησή του με την επιμελήτρια της έκθεσης, Φανή-Μαρία Τσιγκάκου.
Το 2005 πραγματοποιεί αναδρομική έκθεση στην Ερμούπολη της Σύρου και επίσης η έκθεση του 2001 στο Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζεται στον Πύργο Μπαζαίου στη Νάξο, υπό τον τίτλο Γιάννης Μόραλης. Θέατρο, μουσική, ποίηση. Η ίδια έκθεση θα παρουσιαστεί τον επόμενο χρόνο (2006) στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Το 2006 επίσης παρουσιάζεται στο 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και στο Τμήμα Ταινιών Τεκμηρίωσης του 47ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης η ταινία Γιάννης Μόραλης του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου (Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών [FIPRESCI] στο 8ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης).
Δύο χρόνια αργότερα (2008) ακολουθούν η έκθεση-αφιέρωμα με τίτλο Ι. Μόραλης. Μια ανίχνευση, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο καθώς και η έκθεση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης με τίτλο, Γιάννης Μόραλης. Σχέδια 1934-1994.
Το 2011 πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη (Μάρτιος-Απρίλιος) η έκθεση με τίτλο Γιάννης Μόραλης. Αρχιτεκτονικές συνθέσεις, και στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου η έκθεση Τιμή στον Γιάννη Μόραλη (Μάιος-Αύγουστος).
Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).
Ο Γιάννης Μόραλης πέθανε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου του 2009.