Και όμως ήταν η πρώτη δημοσιογράφος και προκάλεσε το καθεστώς της εποχής της. Την απείλησαν και την κατέκριναν. Ο Παλαμάς και ο Ξενόπουλος την λάτρεψαν.
Γράφει η Στέλλα Ορφανίδη
Γεννιέται στα Πλατάνια Αμαρίου του Ρεθύμνου της Κρήτης την Πρωτομαγιά του 1861. Μετά το ολοκαύτωμα στο Αρκάδι , κι ενώ η Καλλιρόη ήταν οκτώ χρόνων, όλη η οικογένεια του πατέρα της Σπυρίδωνα Σιγανού άφησε την Κρήτη κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1878 και, πριν κλείσει καν τα 20 της χρόνια, αποφοίτησε με το πτυχίο της δασκάλας από το Αρσάκειο. Αμέσως μετά, ανέλαβε το πόστο της διευθύντριας στο Ροδοκανάκειο παρθεναγωγείο της ελληνικής κοινότητας στην Οδησσό.
Όταν αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, γνώρισε, ερωτεύτηκε «κεραυνοβόλα» και μετά από λίγο παντρεύτηκε τον φιλέλληνα δημοσιογράφο και ιδρυτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου, Ιωάννη Παρρέν. Με την υποστήριξη του αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο της δημοσιογραφίας, γεγονός, ριζοσπαστικό για την εποχή της, καθώς ήταν η πρώτη γυναίκα που τόλμησε να εισχωρήσει σε ένα επάγγελμα που μέχρι τότε ήταν αυστηρά ανδροκρατούμενο.
Το 1887 ίδρυσε την “Εφημερίδα των Κυριών”, την πρώτη εφημερίδα για την οποία εργάζονταν αποκλειστικά γυναίκες και απευθυνόταν μόνο σε γυναίκες. Εκεί, εκτός από την αρχισυνταξία και διεύθυνση, αρθρογραφούσε με το ψευδώνυμο Εύα Πρενάρ. Σκοπός αυτού της του εγχειρήματος ήταν «να αφυπνίση τη γυναίκα, να εξεγείρη το εν τη ψυχή αυτής υπολανθάνον αίσθημα της δυνάμεως, να αποδώση εις αυτήν το θάρρος και την αυτοπεποίθησιν, ην αιώνες δουλείας και βαρβαρότητας κατέπνιξαν». Η “Εφημερίς των Κυριών” συνέχισε να εκδίδεται σε απόλυτο πείσμα των καιρών της με τεράστια επιτυχία για 31 ολόκληρα χρόνια μέχρι το 1918, οπότε η ίδια εξορίστηκε στην Ύδρα για τις πολιτικές της πεποιθήσεις.
Δεν ήταν δυνατό, λοιπόν, μια τόσο δυναμική και ρηξικέλευθη προσωπικότητα να μην αντιμετωπίσει και τις ανάλογες αντιδράσεις από επιφανείς άνδρες της εποχής της. Ο διευθυντής της εφημερίδας “Επιθεώρησις” έκανε μια ιδιαίτερα απειλητική δήλωση: «Θα την συντρίψω, διότι μαστροπεύει τας γυναίκας. Έχω και μάννα και αδελφήν άγαμον». Επίσης, ο διευθυντής της εφημερίδας “Ακρόπολις” επέλεξε να κάνει το εξής απαξιωτικό σχόλιο: «Αι γυναίκες είναι πετεινόμυαλαι και ελαφραί. Δεν αξίζει τον κόπον να ασχοληθώμεν».
Παρ’ όλα αυτά συνάντησε και φανατικούς υποστηρικτές του έργου της, όπως τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και τον Κωστή Παλαμά. Ο τελευταίος μάλιστα έγραψε και της αφιέρωσε το ποίημα:
«Χαίρε γυναίκα της Αθήνας, Μαρία, Ελένη, Εύα.
Να η ώρα σου. Τα ωραία σου φτερά δοκίμασε και ανέβα
και καθώς είσαι ανάλαφρη και πια δεν είσαι σκλάβα
προς τη μελλούμενη άγια γη πρωτύτερα εσύ τράβα
και ετοίμασε τη νέα ζωή, μιας νέας χαράς υφάντρα
και ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί τον άντρα».
Η Καλλιρόη, αν και πολυγραφότατη, δεν περιόρισε το έργο της μόνο στα γραπτά της. Διεκδίκησε έμπρακτα το δικαίωμα των γυναικών στη μόρφωση και συγκεκριμένα την άρση του αποκλεισμού τους από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο και κατάφερε το 1897 υπό την κυβέρνηση Δεληγιάννη. Έπειτα από δικούς της αγώνες διορίστηκε η πρώτη γυναίκα γιατρός στις γυναικείες φυλακές, επιτεύχθηκε η προστασία της παιδικής ηλικίας, μειώθηκαν οι εργάσιμες ώρες στα εργαστήρια ραπτικής και καταργήθηκε η νυχτερινή εργασία.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ίδρυσε μια σειρά ενώσεων, ασύλων, ιδρυμάτων και οργανώσεων που στόχο είχαν τη χειραφέτηση των γυναικών, αλλά και την παροχή εφοδίων, υλικών και πνευματικών, σε γυναίκες που τα είχαν ανάγκη. Ήταν επίσης η πρώτη που άνοιξε το θέμα για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών στη Ελλάδα, αν και δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει αυτό της το όνειρο να γίνεται πραγματικότητα.
«Είμαι ευτυχής και ήσυχη πλέον, μπορώ να αναπαυθώ, εφ’ όσον αισθάνομαι ότι αφήνω μίαν ανθηράν βλάστησιν της σποράς, την οποίαν εμείς, αι ολίγαι πρωτοπόροι, εσπείραμεν εις την τότε άγονον και πετρώδη γην και είμαι βεβαία ότι από σας, καλαί μου συνεργάτιδες, θα δημιουργηθή η τελεία γυναίκα της αύριον».
Με αυτά τα λόγια έγραψε τον επίλογο της ζωής της η Καλλιρόη Παρρέν, αφήνοντας για πάντα το στίγμα της ως η πρώτη αλλά και ίσως η λαμπρότερη υπέρμαχος των γυναικείων δικαιωμάτων στην ελληνική ιστορία. Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου του 1940 η μαχητικότατη αυτή γυναίκα εξέπνευσε την τελευταία της πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο 1ο Νεκροταφείο Αθηνών.