Το καλοκαίρι του 1953 η μικρή Σπυριδούλα, αφήνει το πατρικό της για ένα καλύτερο μέλλον στη πρωτεύουσα.
«Σύμβολο» μιας εποχής που οι γονείς έστελναν τα παιδιά τους μετανάστες στη μεγάλη πόλη για να ξεφύγουν από τη δική τους φτώχια και να ζήσουν μία καλύτερη ζωή, έγινε ένα 12χρονο κορίτσι από ένα μικρό χωριό, στο Αγρίνιο.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, η ελληνική κοινωνία συγκλονίστηκε από την ιστορία της 12χρονης Σπυριδούλας, ενός φτωχοκόριτσου που ήρθε στον Πειραιά για να ζήσει στο σπίτι ενός ευκατάστατου ζευγαριού όπου δούλευε ως παραδουλεύτρα, σε εξοντωτικές συνθήκες μέχρι που στο τέλος τα αφεντικά της δεν δίστασαν να την κάψουν σε όλο της το σώμα, χρησιμοποιώντας ένα ηλεκτρικό σίδερο.
Ο βάναυσος βασανισμός της 12χρονης Σπυριδούλας, έγινε ο «καθρέπτης» στον οποίο είδαν τη δική τους κακομεταχείριση δεκάδες παιδιά, που είχαν εγκαταλείψει την επαρχία για την πρωτεύουσα, λόγω της ανέχειας των οικογενειών τους και δεν έζησαν παιδικά χρόνια, καθώς τα χέρια τους, όπως θυμούνται ακόμη και τώρα, ήταν πληγιασμένα από τη σκληρή δουλειά.
Η μεγάλη «τύχη» και η σκληρή δουλειά ως παραδουλεύτρα
Παιδί πολύτεκνης οικογένειας από το χωριό Ματαράγκα, Αγρινίου, η Σπυριδούλα άφησε το καλοκαίρι του 1953, τα επτά αδέλφια της και τους γονείς της που πίστευαν ότι θα ήταν μεγάλη τύχη να έφευγε από εκεί όπου όλα ήταν δύσκολα. Άλλωστε, ο Γιώργος κι η Αντιγόνη Βεϊζαδέ, που συστήθηκαν ως τραπεζικοί υπάλληλοι, τους είχαν υποσχεθεί ότι θα φρόντιζαν την Σπυριδούλα, σαν δικό τους παιδί. Σε αντάλλαγμα της φιλοξενίας, το παιδί θα βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού και την ανατροφή του μωρού της οικογένειας.
Το καλοκαίρι του 1953, η 10χρονη τότε Σπυριδούλα, έφτασε στο σπίτι της οικογένειας Βεϊζαδέ, στον Πειραιά αλλά τίποτα δεν ήταν, όπως περίμενε. Κλεισμένη συνέχεια μέσα στο σπίτι, η μικρή έκανε δουλειές από το πρωί μέχρι το βράδυ, κυκλοφορούσε ξυπόλυτη φορώντας κουρέλια και σηκωνόταν πάντα πεινασμένη από το τραπέζι, καθώς ποτέ δεν της επέτρεπαν να φάει όσο ήθελε. «Με είχαν σαν πραγματική σκλάβα. Έκανα υπομονή και δεν μιλούσα», εξομολογήθηκε, πολλά χρόνια αργότερα.
Στα γράμματα που έστελνε το ζευγάρι Βεϊζαδέ στους γονείς της Σπυριδούλας, έγραφε πως η μικρή είναι καλά αλλά χρειάζεται λίγο χρόνο για να προσαρμοστεί. Η Σπυριδούλα είδε τον πατέρα της ένα χρόνο αργότερα, όταν την επισκέφθηκε στον Πειραιά και όταν εκείνος ρώτησε γιατί το παιδί μοιάζει αδύναμο, το ζευγάρι του απάντησε , πως φταίει η αλλαγή του κλίματος και δεν τρώει όσο πρέπει παρά τις προσπάθειες τους. «Ποτέ δεν με άφηναν να δω μόνο του το παιδί μου. Κάθε φορά το έβλεπα πιο κουρασμένο και αδύνατο», είχε πει ο πατέρας της μικρής.
Τα «χαμένα» 50 δολάρια από τις εισπράξεις του μπαρ στην Τρούμπα
Το βράδυ της 31ης Ιουλίου του 1955, ο Γιώργος Βεϊζαδές διαπίστωσε πως του έλειπαν 50 δολάρια. Ήταν χρήματα που προέρχονταν από τις εισπράξεις του μπαρ που στην πραγματικότητα διατηρούσε, μαζί με το συνεταίρο του, στην Τρούμπα. Ο ίδιος είχε πει ψέματα στην οικογένεια της Σπυριδούλας πως εργαζόταν σε τράπεζα, ενώ στη συνέχεια αποκαλύφθηκε πως είχε καταδικαστεί και για τοκογλυφία.
Την έκαιγαν επί 36 ώρες
Αμέσως το ζευγάρι άρχισε να κατηγορεί τη Σπυριδούλα, παρά την κατηγορηματική άρνησή της, ότι πήρε τα χρήματα. Άρχισαν να τη χτυπούν με ξυλοκόπανο, ενώ η μικρή φώναζε πως δεν το έκανε εκείνη. Για να τη φοβίσουν την έκλεισαν όλη τη νύχτα στο φωταγωγό του σπιτιού. Το άλλο πρωί, της έβγαλαν τα ρούχα, την έδεσαν ανάσκελα πάνω στο τραπέζι του σαλονιού και άρχισαν να την καίνε με το σίδερο. Η Σπυριδούλα ούρλιαζε από τους πόνους και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ της έβαλε ένα πανί στο στόμα και άνοιξε δυνατά τη μουσική για να μην ακούγεται στη γειτονιά. Ο Γιώργος Βεϊζαδές την έκαψε ακόμη και στο πρόσωπο «για να σε κάνω όμορφη και να με θυμάσαι», της είχε πει.
Το μαρτύριο της μικρής κράτησε 36 ολόκληρες ώρες, με μικρές διακοπές, όταν λιποθυμούσε από τους πόνους. Βλέποντας το βασανιστήριο της Σπυριδούλας, δεν άντεξε ούτε το μικρό κοριτσάκι της οικογένειας, που κάποια στιγμή πήρε μια παντόφλα και άρχισε να χτυπά τους γονείς του για να σταματήσουν να βασανίζουν τη Σπυριδούλα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
«Μαζί με τις σάρκες μου, έβγαιναν και τα ρούχα μου»
Η επιμονή της Σπυριδούλας ότι δεν είχε πάρει εκείνη τα χρήματα, εξόργιζε ακόμη περισσότερα τα αφεντικά της πως την κλείδωσαν τελικά στο δωμάτιο της, χωρίς φαγητό και νερό . Λίγες ώρες αργότερα όμως διαπίστωσαν πως το παιδί ψηνόταν στον πυρετό κι άρχισαν να φοβούνται πως μπορεί και να πεθάνει μέσα στο σπίτι τους. Έτσι, αποφάσισαν να την πάνε στο νοσοκομείο. Η Αντιγόνη Βεϊζαδέ έντυσε την Σπυριδούλα, τη σκέπασε με μια μπλε κουβέρτα και την πήγε στο Τζάννειο, λέγοντας στους γιατρούς, πως η μικρή κάηκε με καυτό νερό. «Προτιμότερο να με πήγαινε γυμνή. Όλα τα ρούχα που μου φόρεσε κόλλησαν πάνω μου. Κάλτσες, μαντήλι πάνω στις πληγές. Στο τέλος, μαζί με τις σάρκες μου έβγαινε και το ρούχο», θα έλεγε η Σπυριδούλα με δάκρυα στα μάτια, πολλά χρόνια αργότερα, σε συνέντευξη της στον Φρέντυ Γερμανό.
Οι απειλές ακόμη και στο νοσοκομείο
Τις επόμενες δυο ημέρες, η Αντιγόνη Βεϊζαδέ φρόντιζε την Σπυριδούλα στο νοσοκομείο και όταν το παιδί συνήλθε, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς της, ότι δηλ. κάηκε όταν έπεσε πάνω της το καυτό νερό. Άλλωστε, την είχαν απειλήσει πως θα την έκαιγαν ζωντανή, αν έλεγε την αλήθεια. Λίγες μέρες αργότερα, όμως, η μικρή αποφάσισε να μιλήσει αποκαλύπτοντας τα βασανιστήρια που υπέστη από το ζευγάρι το οποίο και συνελήφθη.
«Εμείς φροντίζαμε να μην της λείπει τίποτα»
Ενώπιον του ανακριτή, η Αντιγόνη Βεϊζαδέ κατηγόρησε τη Σπυριδούλα ότι λέει ψέματα, υποστηρίζοντας πως επρόκειτο για ατύχημα. Στην απολογία της, επέμεινε πως ήταν μόνη στο σπίτι και σιδέρωνε, όταν εκνευρισμένη ζήτησε από την Σπυριδούλα να της αποκαλύψει που είχε κρύψει το χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων. «Μέσα στον εκνευρισμό μου την έπιασα από το χέρι, την τράβηξα κοντά μου, σήκωσα το ηλεκτρικό σίδερο επάνω της και τη φοβέρισα… Αυτή έβαλε τα κλάματα και τις φωνές και χύθηκε πάνω μου για να μου πάρει το σίδερο… Ακολούθησε πάλη και για μια στιγμή η μικρή έπεσε κάτω και το σίδερο επάνω της. Εγώ δεν της ακούμπησα το σίδερο. Και εγώ και ο άνδρας μου πάντοτε την κοιτάζαμε. Δεν της έλειπε τίποτα και φροντίζαμε να μην την κουράζουμε με πολλές δουλειές. Η Σπυριδούλα είναι ένα ευφάνταστο κορίτσι. Αυτά που λέει είναι ψέματα, φανταστικά», είπε η γυναίκα.
Ο Γιώργος Βεϊζαδές ισχυρίστηκε πως έλειπε από το σπίτι και όταν επέστρεψε και είδε σε τι κατάσταση βρισκόταν η μικρή την μετέφερε στο νοσοκομείο.. «Αν είχα κακό σκοπό θα την πήγαινα στην κλινική ή θα την νοσήλευα στο σπίτι;», υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ενώπιον του ανακριτή.
Η ιατροδικαστική εξέταση ωστόσο δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας, αναφέροντας πως τα εγκαύματα που κάλυπταν το 60-65% του σώματος του παιδιού προκλήθηκαν όταν «το θύμα καθηλώθη υπό δύο αλληλοβοηθουμένων προσώπων». Το ζευγάρι προφυλακίστηκε με την κατηγορία της πρόκλησης βαριών σωματικών βλαβών.
Στη δίκη τους, στο Κακουργιοδικείο Λαμίας, η Αντιγόνη Βεϊζαδέ ισχυρίστηκε ότι η μικρή « εκύλησε στα σκαλοπάτια, μπερδεύτηκε με το σίδερο και εκάη».
Καταδίκες στα… μαλακά
Μετά από ακροαματική διαδικασία δυο ημερών η Αντιγόνη Βεϊζαδέ καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 5 ετών και ο Γιώργος Βεϊζαδές σε 4,5 χρόνια, αφού το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και της ειλικρινούς μεταμέλειας. Επιπλέον, τους επιβλήθηκε και χρηματικό πρόστιμο 20.000 δραχμών για ψυχική οδύνη. Το Δικαστήριο έκρινε πως οι κατηγορούμενοι «έθεσαν εις προφανή κίνδυνον τη ζωήν του θύματος των, αλλά δεν εσκόπευον να επιφέρουν το αποτέλεσμα», όπως γράφει η εφημερίδα «Ακρόπολις».
Από πολλούς η ποινή που επιβλήθηκε στο ζευγάρι χαρακτηρίστηκε «ποινή χάδι», ενώ οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν σε μια άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η Αντιγόνη Βεϊζαδέ, μια γυναίκα θεοσεβούμενη, όπως την παρουσίαζαν, αν και γνώριζε πως η μικρή δεν είχε κλέψει τα χρήματα την έκαψε για να την εξαγνίσει (!) από τις αμαρτίες της.
Ο Γιώργος και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ πέθαναν μερικά χρόνια αργότερα, ενώ είναι άγνωστη η τύχη της κόρης τους. Η Σπυριδούλα υποβλήθηκε σε σειρά εγχειρήσεων και όταν ενηλικιώθηκε παντρεύτηκε και απέκτησε δυο παιδιά.