Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1223 – 11 Δεκεμβρίου 1282) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας, ελληνικής καταγωγής, ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ανέβηκε στο θρόνο το 1259 στο Νυμφαίον (παραγκωνίζοντας τον ανήλικο Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη του οποίου ήταν κηδεμόνας) και βασίλεψε μέχρι το θάνατό του το 1282.
Ο Μιχαήλ ήταν υιός του Ανδρόνικου μεγάλου δομέστικου και της Θεοδώρας Παλαιολογίνας, γι’ αυτό τον αποκαλούσαν και Διπλοπαλαιολόγο.
Οι γονείς του ήταν τρίτα ξαδέλφια. Ο πατέρας του Ανδρόνικος ήταν υιός του Αλεξίου (του Μιχαήλ) Παλαιολόγου και της Ειρήνης Καντακουζηνής (δισεγγονής του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού). Η μητέρα του Θεοδώρα ήταν κόρη του Αλεξίου (του Γεωργίου) Παλαιολόγου και της Ειρήνης Αγγελίνας (κόρης του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου).
Έχοντας ήδη αποδείξει την αξία του στο πεδίο της μάχης ως στρατιωτικός, ο Μιχαήλ έδωσε γρήγορα και σαφή δείγματα ηγετικών και διπλωματικών ικανοτήτων. Αντιμέτωπος με το ασθενικό βασίλειο των Λατίνων, η επάνοδος των Βυζαντινών υπό τη βασιλεία του στο φυσικό τους χώρο ήταν θέμα χρόνου. Πρώτη μεγάλη νίκη του αποτελεί η συντριβή των ενωμένων δυνάμεων του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ Αγγέλου, του πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου και του βασιλιά της Σικελίας Μανφρέδου Χοενστάουφεν στην μάχη της Πελαγονίας το 1259.
Δρόμος προς το θρόνο
Η ίδια η επανάκτηση της Πόλης πραγματικά δεν άργησε να γίνει, όταν μια μικρή ομάδα στρατιωτών υπό το στρατηγό Αλέξιο Στρατηγόπουλο, διείσδυσε στην Κωνσταντινούπολη και την κατέλαβε στις 13 Ιουλίου του 1261. Ο Αυτοκράτορας έσπευσε στην Πόλη, όπου εστέφθη στην Αγία Σοφία, αγνοώντας τον νόμιμο αυτοκράτορα Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη ο οποίος ήταν μόλις 11 ετών, τον οποίο αργότερα τύφλωσε προκειμένου να εξουδετερώσει. Η ενέργειά αυτή προκάλεσε απέχθεια και την εξέγερση του πληθυσμού της Μικράς Ασίας, που ως τότε συναισθηματικά συνδεδεμένος με τη δυναστεία των Λασκαρίδων. Εξάλλου, ο πατριάρχης Αρσένιος αφόρισε τον αυτοκράτορα και στη συνέχεια αναγκάστηκε να παραιτηθεί, γεγονός που σηματοδότησε ένα κίνημα όλων όσοι ήταν εχθρικοί στον Μιχαήλ, το «κίνημα των Αρσενιατών». Όσοι αντέδρασαν δημόσια, τιμωρήθηκαν σκληρά με εξευτελισμό και ακρωτηριασμό, όπως ο Μανουήλ Ολόβολος.
Δεν έγινε σφαγή και οι Λατίνοι εκδιώχθηκαν με ήπια μέσα. Η πτώση του Λατινικού Βασιλείου της Κωνσταντινούπολης ήταν αναμενόμενη και μάλλον εκπλήσσει το ότι καθυστέρησε τόσο. Η καταστροφή που επετέλεσε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ανεπανόρθωτη, ενώ το πλήγμα στην εξέλιξη της πολιτισμένης ανθρωπότητας ήταν καίριο, τόσο σε βάρος του Ελληνισμού, όσο και σε βάρος της Δυτικής Ευρώπης.
Η Βασιλεία
Το 1263 οι Λατίνοι παραχώρησαν το Μυστρά για την απελευθέρωση του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουϊνου και ο Μιχαήλ Παλαιολόγος έκανε την πόλη έδρα του νέου Δεσποτάτου του Μορέως που κυβερνούνταν από συγγενείς του.
Η συνέχεια της βασιλείας του αφορά, όπως ήταν φυσικό, την ενδυνάμωση της επανιδρυθείσας Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου. Βασικό χαρακτηριστικό ήταν η αδυναμία του να συνάψει ασφαλείς και επωφελείς συμμαχίες. Το μόνο ευνοϊκό στοιχείο στη διπλωματική σκηνή της εποχής, ήταν το άσβεστο μίσος του Πάπα Ουρβανού Δ’ για τον οίκο του Χοενστάουφεν, και συγκεκριμένα του Μανφρέδου. Έτσι, με υποσχέσεις για ένωση των Εκκλησιών, κάπως μετρίασε τις προετοιμασίες για Σταυροφορία επανάκτησης της Πόλης από τους Λατίνους.
Σύντομα όμως, ο Μιχαήλ ξανάρχισε τους πολέμους με το Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο. Η χειρότερη εξέλιξη όμως, είναι η επικράτηση του αδελφού του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου, Κάρολος ο Ανδεγαυός (ή Κάρολος των Ανζού) στο βασίλειο της Σικελίας. Έχοντας ουσιαστικά εξοντώσει τον οίκο των Χοενστάουφεν ως βασικού του αντιπάλου στο θρόνο της Σικελίας, ξεκινά διπλωματική εκστρατεία (υπό τις ευλογίες του Πάπα Ουρβανού) για τη συγκέντρωση στρατευμάτων με σκοπό την επανάκτηση της Πόλης. Άνθρωπος άσβεστα φιλόδοξος, βίαιος και πανούργος, ικανότατος όμως στρατιώτης και βασιλέας, γρήγορα ξεκινά την εκστρατεία του και καταλαμβάνει πρώτα την Κέρκυρα.
Με το θάνατο του Πάπα, φροντίζει με ραδιουργίες να μείνει η θέση του κενή, ώστε να μη λογοδοτεί για τις ενέργειές του στην Αγία Έδρα. Με το θάνατο του αδελφού του να τον αφήνει πλέον εντελώς ελεύθερο, πραγματοποιεί σύντομη και επιτυχή εκστρατεία στην Τυνησία κατά των Σαρακηνών το 1270. Κατόπιν, με τεράστια διαθεσιμότητα σε στρατιωτικό υλικό άψυχο και έμψυχο, είναι έτοιμος να σαλπάρει για την Ανατολή.
Το Νοέμβριο του ίδιου έτους όμως, μια άνευ προηγουμένου καταιγίδα καταστρέφει το στόλο του Καρόλου, ελλιμενισμένο στο Τράπανι της Σικελίας, εκμηδενίζοντας τη δυνατότητά του για εκστρατεία. Η ανέλπιστη αυτή εξέλιξη ήταν λογικό να εκληφθεί από τον ανακουφισμένο Μιχαήλ «ως μια ακόμα θαυματουργή παρέμβαση της ευλογημένης Παναγίας Παρθένου, προστάτιδας της Κωνσταντινούπολης». Μετά από αυτό, ο Μιχαήλ, που σε καμία περίπτωση δεν είχε υποτιμήσει τον αντίπαλό του, εντείνει τις προσπάθειές του για την επανένωση των Εκκλησιών, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του κράτους του.
Με σειρά υποχωρήσεων σε εκκλησιαστικά θέματα, οι αντιπρόσωποι της Ανατολικής Εκκλησίας υπογράφουν στη Λυών το 1274 συμφωνία ενώσεως με τους Δυτικούς. Η συμφωνία όμως αυτή, όπως και όλες όσες προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, παρέμειναν γράμμα κενό, διότι ο κλήρος και ο λαός ποτέ δεν τις δέχθηκαν, μένοντας σταθερά προσηλωμένοι στα δογματικά πιστεύω της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Ο μόνος που τυπικά υποτάχθηκε στον Πάπα ήταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας και ο γιος και διάδοχός του Ανδρόνικος Β’, κίνηση με την οποία μάταια ο Μιχαήλ ήλπιζε να παρακινήσει το λαό του να δεχθεί τη συμφωνία. Ο Κάρολος, που στο μεταξύ δεν έπαψε ποτέ να ονειρεύεται την επανάκτηση της Πόλης, οργανώνει εκ νέου στρατό, και αποβιβάζεται στην Ήπειρο, με το Δεσπότη της οποίας συνάπτει συμμαχία. Υπέστη όμως δεινή ήττα στη μάχη του Βερατίου στην Αλβανία το 1281, απέναντι στο Βυζαντινό στράτευμα υπό τις διαταγές του στρατηγού Μιχαήλ Ταρχανειώτη. Ο Κάρολος επιμένει, και διοργανώνει εκ νέου εκστρατεία το 1282 δια μέσω θαλάσσης. Ενώ όμως είχε σχεδόν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες ενός στρατού μεγαλύτερου και ισχυρότερου από ποτέ, μια εξέγερση στη Σικελία, που συνοδεύτηκε από την ανηλεή σφαγή όλων των Γάλλων στο νησί και την καταστροφή του στόλου του στη Μεσσίνα, τον αναγκάζει να αναβάλλει για άλλη μια φορά. Τα γεγονότα αυτά του 1282 ονομάστηκαν Σικελικός Εσπερινός, και μετά από αυτά ο Κάρολος δε μπόρεσε να οργανώσει ξανά εκστρατεία κατά της Πόλης. Είναι δε βέβαιο, ότι αναμεμειγμένη στα γεγονότα είναι η γνωστή Βυζαντινή διπλωματία του παρασκηνίου, στην οποία ήταν αξεπέραστος ο Μιχαήλ, συνοδευόμενη από υποσχέσεις και χρυσάφι.
Απαλλαγμένος από την απειλή των Ανδεγαυών, ο Μιχαήλ πλέον στράφηκε κατά των ανατολικών εχθρών του κράτους. Πέθανε στο Παχώμιο της Ανατολικής Θράκης το Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Ο διάδοχός του Ανδρόνικος μετέφερε τη σορό του στη Θράκη, όπου ενταφιάστηκε χωρίς να ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε πεθάνει ως «λατινόφρων».
Απολογισμός
Η εποποιία του Μιχαήλ, ιδρυτή της δυναστείας των Παλαιολόγων, της μακροβιότερης Βυζαντινής δυναστείας, ήταν αδιαμφισβήτητα πλαισιωμένη από σημαντικές επιτυχίες. Στα χέρια του κατέστη δυνατή η ολοκλήρωση του σημαντικού έργου του Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη. Επανακτώντας την Πόλη και μεταφέροντας εκεί το κρατίδιο της Νικαίας, ο Μιχαήλ κατορθώνει να ενισχύσει τη Βυζαντινή παρουσία κυρίως μέσα από έντονη διπλωματική δραστηριότητα.
Είναι αδιαμφισβήτητα ο κορυφαίος διπλωμάτης Βυζαντινός Αυτοκράτορας που συνέχισε μια μακραίωνη παράδοση επιτυχών ελιγμών υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά, δε δίστασε να κάνει χρήση στρατιωτικών μέσων, όταν έβλεπε στη χρήση αυτή άμεσα και σίγουρα πλεονεκτήματα.
Μεγαλύτερες δυσκολίες συνάντησε στην προσπάθειά του για ένωση των Εκκλησιών, ιδέα στην οποία πίστευε ότι θα βασιστεί η μακροβιότητα του κράτους του. Δυστυχώς, υποεκτίμησε την εμμονή των Ορθοδόξων στο δόγμα και τις λειτουργικές τους συνήθειες, με αποτέλεσμα μέχρι την εποχή του θανάτου του, να θεωρείται από το λαό του ο ίδιος «ο επί γης αντιπρόσωπος του Κυρίου», προδότης της πίστεως.
Τέλος, δεν ήταν και ιδιαίτερα επιτυχής στη διαχείριση των οικονομικών του κράτους, κυρίως υπό το βάρος της πολυέξοδης διπλωματικής πολιτικής του.