Φεύγοντας με βαριά την καρδιά απ’ όσα είχαμε καταγράψει στη Μαριούπολη της Ουκρανίας, κατευθυνθήκαμε προς το Σαρτανά, που όπως μας είπαν οι κάτοικοι, η πόλη είχε πληθυσμό 15 χιλιάδων, από τους οποίους οι 8.000 ήταν ελληνικής καταγωγής.
Αποστολή στην Ουκρανια Σπυρος Σιδερης για το ieidiseis.gr
Η απόσταση μεταξύ Μαριούπολης και Σαρτανά δεν ήταν μεγάλη, περίπου στα 20 χιλιόμετρα και ο δρόμος ήταν παραδόξως καλός. Αν κι έγιναν πολλές μάχες στην περιοχή, ο δρόμος ήταν απείραχτος. Ίσως να τον είχαν φτιάξει, καθώς η κατάληψη της περιοχής από τους αυτονομιστές του Ντονμπάς και των ρωσικών δυνάμεων έγινε τον Μάρτιο του 2022, ένα μήνα μετά από την ρωσική εισβολή.
Η ιστορία του Σαρτανά
Το Σαρτανά ιδρύθηκε το 1780 από Έλληνες Ουρούμ που μετεγκαταστάθηκαν από τη ρωσική κυβέρνηση από το ομώνυμο χωριό στα βουνά της Κριμαίας που από το 1825 έως το 1831 λειτούργησε στο χωριό η Θεολογική Σχολή της Μαριούπολης.
Οι Ουρούμ, επίσης και Ελληνο-Τάταροι, είναι ένας από τους λαούς της Κριμαίας και της Βόρειας Αζοφικής περιοχής, που μιλούν Ουρούμ, μια γλώσσα εξαιρετικά κοντά στα Ταταρικά της Κριμαίας.
Υπάρχουν δύο εκδοχές για την προέλευση των Ουρούμ. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, οι Ουρούμ προέκυψαν είτε ως αποτέλεσμα της μετάβασης ενός μέρους των Ελλήνων της Κριμαίας στην γλώσσα των Τατάρων της Κριμαίας. Σύμφωνα με μια υπόθεση, η τουρκική γλώσσα υιοθετήθηκε από ένα μέρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας που μετανάστευσαν στην Κριμαία. Σύμφωνα με την άλλη υπόθεση, οι Ουρούμ προέκυψαν ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης του χριστιανισμού από ορισμένους Τατάρους της Κριμαίας.
Η λέξη πάντως προέρχεται από το αραβικό Rum που σημαίνει ρωμαϊκά, ρωμαίικα και ρωμιοί κάτι που επιβεβαιώνει και την ελληνική καταγωγή των κατοίκων.
Όμως ας αφήσουμε τα ιστορικά για τους ιστορικούς και ας μιλήσουμε για τους Έλληνες που ζουν εκεί και πλέον μετά την εισβολή περιορίστηκαν σε 5 χιλιάδες σε σύνολο 8 χιλιάδων κατοίκων του Σαρτανά.
Οι Έλληνες κάτοικοι είχαν γίνει πριν την εισβολή, το κέντρο του ενδιαφέροντος για τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης που ξημεροβραδιάζονταν εκεί κάνοντας πολλαπλές ζωντανές συνδέσεις.
Θυμός
Συνδέσεις, που οι απεσταλμένοι των ελληνικών καναλιών, κάθε άλλο παρά την αλήθεια έλεγαν στα δελτία ειδήσεων για το τι συνέβαινε στην περιοχή, όπως μας είπαν οι Σαρτανιώτες. Αυτός ήταν και ο λόγος που μόλις φτάσαμε μας υποδέχτηκαν με επιφύλαξη.
Τους βρήκαμε στη βιβλιοθήκη που η Ελλάδα ήταν παντού. Σε βιβλία, ποιήματα, αναμνηστικά, δίσκους. Μια ιστορία Ελλάδας.
Έπρεπε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους και να μας μιλήσουν. Κάτι φυσικά πολύ δύσκολο αν αναλογιστεί κανείς ότι εκεί θα είμασταν για λίγες ώρες. Όμως η παραμονή μας τόσες μέρες στην περιοχή του Ντονμπάς και οι αναφορές μας για την Μαριούπολη και το Ντονέτσκ άμβλυνε λίγο τη δυσπιστία τους.
Τα συναισθήματα τους αντικρουόμενα. Από τη μια ευγνωμοσύνη που είναι ζωντανοί κι από την άλλη θυμωμένοι με την Μητέρα Πατρίδα στο πρόσωπο των κυβερνώντων, που τους είχαν παρατήσει.
Ένας θυμός που εκφράστηκε χωρίς φτιασίδια με οργή για το επίσημο κράτος αλλά και τους δημοσιογράφους που ήταν εκεί.
Μας εγκατέλειψαν. Έχουν περάσει εννιά μήνες από τότε που εκκενώθηκε η περιοχή και δεν μας έχουν πάρει ένα τηλέφωνο μας λέει η Πρόεδρος του Ελληνικού συλλόγου του Σαρτανά.
Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για μας. Μόνο μια κυρία από την Γερμανία, Ελληνίδα, αντιδήμαρχος στο Σόλινγκεν και υπεύθυνη για τους αυτοδιοικητικούς της διασποράς με παίρνει σχεδόν κάθε μέρα τηλέφωνο. Η μόνη, κανένας άλλος, λέει με θυμό η Πρόεδρος των Ελλήνων του Σαρτανά.
Ούτε οι δημοσιογράφοι που τους είχαμε εδώ και φύγανε εν μια νυκτί μας πήραν ένα τηλέφωνο. Μας κυνηγούσαν να βγούμε στα κανάλια, έλεγαν ψέματα στα ρεπορτάζ τους, άλλαζαν τα όσα λέγαμε, αλλά ένα τηλέφωνο, να ρωτήσουν αν ζούμε ή αν πεθάναμε δεν μας πήραν, συνέχισε η Νατάλια Παπακίτσα.
Ούτε ο Πρόξενος που έκανε την εκκένωση από το Προξενείο. Μας πήραν στις 2 Μαρτίου να πάρουμε τα αυτοκίνητα μας, του Δήμου και να ετοιμαστούμε για να φύγουμε. Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν. Είχαν καεί όλα από τους βομβαρδισμούς συνέχισε. Ζητήσαμε να βρουν αυτοκίνητα λεωφορεία, όπως έκαναν οι Εβραίοι εδώ, αλλά ούτε που ασχολήθηκαν μαζί μας, σημείωσε.
Τους είχαμε ζητήσει πιο νωρίς να πάρουν τα παιδιά μας και να τα φυγαδεύσουν στην Ελλάδα, να τα βάλουν σε μια κατασκήνωση για να μην κινδυνέψουν. Όμως κι εκεί είπαν όχι. Έφυγαν σαν κυνηγημένοι. Μας άφησαν πίσω να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας, μας λέει με τα μάτια της να κοιτάζουν στο κενό και να αναπολούν εκείνες τις στιγμές.
Κι όχι μόνο έφυγαν και μας άφησαν αβοήθητους, αλλά μας ξέχασαν τελείως. Δεν είχαμε τίποτα μετά την καταστροφή. Ούτε ρούχα, σκεπάσματα, φαγητό τίποτα. Κι ούτε ένας από αυτούς δεν μας πήρε τηλέφωνο να μας ρωτήσει αν έχουμε ανάγκη. Να βρουν έναν τρόπο να μας βοηθήσουν.
Μόνο οι Έλληνες από τη Ρωσία μας βοήθησαν, μας έστειλαν ρούχα, σκεπάσματα, φαγητό. Ήρθαν δέματα από την Κριμαία, τη Μόσχα, το Σότσι, το Ροστόφ. Μόνο οι Έλληνες της Ρωσίας στάθηκαν δίπλα μας. Πού ήταν η Ελλάδα; αναρωτήθηκε.
Πού είναι η Πρόεδρος των Ελλήνων της Ουκρανίας που έφυγε με την βοήθεια του Προξένου; Ρωτούσε χωρίς να περιμένει απάντηση. Την είχε βιώσει την απάντηση, την είχαν βιώσει όλοι τους όσοι έμειναν στο Σαρτανά.
Σαν να μην έφταναν αυτά τώρα εκ του ασφαλούς από την Ελλάδα, αυτοί που έφυγαν τους κατηγορούσαν σαν «Ιούδες» αυτούς που έμειναν στο Σαρτανά και προσπαθούν να ξαναστήσουν τις ζωές τους στον τόπο τους.
Χείμαρρος, όχι μόνο η Πρόεδρος των Ελλήνων του Σαρτανά αλλά και οι υπόλοιποι που ήταν εκεί και είχαν ζήσει δραματικές στιγμές.
Συγκλονιστικές μαρτυρίες όμως είχαν και για το Τάγμα του Αζόφ αλλά και το πως περνούσαν μετά την αυτοανακήρυξη των «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ.
Είχαν ναρκοθετήσει τα πλαϊνά των δρόμων για να μην μπορεί να φύγει κανείς από το Σαρτανά. Είχαν στήσει μπλόκα και μας χρησιμοποιούσαν σαν ασπίδα. Ανθρώπινη ασπίδα για να μην τους χτυπήσουν οι Ρώσοι, μας είπαν.
Μπροστά στα μάτια μου, συνέχισε η Νατάλια, ένα αυτοκίνητο πήγε να περάσει από το πλάι του δρόμου. Πάτησε τη νάρκη κι ανατινάχτηκε. Αυτά θα πάθετε φώναζαν σ’ εμάς που κοιτούσαμε, είπε.
Τα είπαν όλα. Τα διηγήθηκαν με τον θυμό να μην έχει ακόμα εκτονωθεί.
Γαλήνεψε όταν άρχισε να μας μιλά για το σήμερα. Επτά μήνες μετά την αλλαγή διοίκησης στην περιοχή. Η ανοικοδόμηση είχε ξεκινήσει. Αν και ακόμα υπήρχαν προβλήματα με τις υποδομές η ζωή έμπαινε σε κανονικούς ρυθμούς.
Μας πήρε και μας πήγε στο σχολείο που είχε χτυπηθεί από ουκρανικό πύραυλο κι είχε καταρρεύσει η σκεπή του. Μπροστά μας ήταν ένα στολίδι. Αν κι ακόμα έφτιαχναν μερεμέτια, ήταν έτοιμο. Ούτε σε ιδιωτικό σχολείο στις μεγαλύτερες χώρες δεν έβρισκες τέτοιο οίκημα. Κλειστό με δυο γήπεδα μπάσκετ, αμφιθέατρο, μεγάλες αίθουσες και ζεστές.
Αφού τελείωσε η περιήγηση στο σχολείο, ζητήσαμε να πάμε στο νεκροταφείο.
Βγαίνοντας από το σχολείο απέναντι ήταν ένα μικρό παντοπωλείο με το ελληνικό όνομα ΦΡΕΣΚΑΔΑ γραμμένο στο ελληνικά.
Φτάσαμε στο νεκροταφείο όπου η συνοδός μας, μας εξήγησε ότι όσοι σκοτώθηκαν στον πόλεμο ήταν θαμμένοι σε ξεχωριστό μέρος, στην από κάτω σειρά και λίγο πιο απομακρυσμένα από εκείνους που χάθηκαν από τον Covid.
Ενώ όλα τα μνημεία ήταν φτιαγμένα από μάρμαρο, σ’ εκείνα των οποίων είχαν χαθεί στον πόλεμο ήταν απλά με χώμα και μόνο ένα σταυρό όπου έγραφε τα ονόματα τους. Όπως μας εξήγησαν πολλοί από τους νεκρούς είτε δεν είχαν πλέον συγγενείς για να φτιάξουν τα μνήματα ή δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα.
Μαζεύοντας εικόνες κι αφηγήσεις ξεκινήσαμε για την επιστροφή. Σ’ έναν διπλό τάφο σταματήσαμε. Ήταν του Ανατόλι Μπαλντζή, δημοσιογράφου, συγγραφέα και πρώην προέδρου των Ελλήνων του Σαρτανά και της γυναίκας του.
Είχε την ιστορική εφημερίδα «Έλληνες της Ουκρανίας», συνέχεια της πρώτης εφημερίδας των Ελλήνων της Ουκρανίας «Κολλεκτιβιστής», με έδρα τη Μαριούπολη, που εκδιδόταν στην ελληνική γλώσσα, από τις 27 Οκτωβρίου 1930 έως τις 17 Δεκεμβρίου 1937.
Νωρίτερα, δίπλα από το σχολείο που επισκεφτήκαμε είχαμε ανακαλύψει, ένα χτυπημένο κτήριο όπου μέσα φυλασσόταν η ιστορία του Ελληνισμού, με ιστορικά στοιχεία, πολλές παλιές φωτογραφίες και φυσικά την εφημερίδα «Κολλεκτιβιστής» και την φωτογραφία του Γεώργιο Κοστοπράβ, συγγραφέα, ποιητή, ιδρυτή της εθνικής λογοτεχνίας των Ελλήνων της Ουκρανίας, σύμβουλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας για τις Εθνικές Μειονότητες.
Ο ήλιος χάθηκε κι εμείς πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Σ’ όλη τη διαδρομή η φράση η Ελλάδα μας εγκατέλειψε επαναλαμβανόταν στ’ αυτιά μας.