Ο Ρόμπερτ Λούις Μπάλφουρ Στίβενσον (13 Νοεμβρίου 1850 – 3 Δεκεμβρίου 1894) ήταν Σκωτσέζος μυθιστοριογράφος, ποιητής, δοκιμιογράφος, μουσικός και ταξιδιωτικός συγγραφέας.
Τα πιο διάσημα έργα του είναι Το νησί των θησαυρών, το Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ και Η Απαγωγή. Άλλα έργα του είναι Ο Άρχοντας του Μπαλαντρέ και Το Μαύρο Βέλος: Μια ιστορία των Δύο Ρόδων.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον ήταν μία λογοτεχνική διασημότητα ενώ σήμερα συγκαταλέγεται στους 26 πιο μεταφρασμένους συγγραφείς στον κόσμο.
Τα έργα του έχουν γίνει αντικείμενα θαυμασμού από πολλούς άλλους συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Μαρσέλ Προυστ, Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, Χένρι Τζέιμς, Τσέζαρε Παβέζε, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Τζακ Λόντον, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Τζέιμς Μάθιου Μπάρι.
Τα παιδικά χρόνια
Ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον γεννήθηκε στο Εδιμβούργο της Σκωτίας στις 13 Νοεμβρίου του 1850. Όταν ήταν παιδί είχε εξαιρετικά ευπαθή υγεία σε αντίθεση με την πνευματική και ηθική του κατάσταση. Στις ρωμαλέες και νευρώδεις ιστορίες που έγραψε ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον δεν υπάρχει τίποτε που θα επέτρεπε στον αναγνώστη να υποθέσει ότι οι ατρόμητοι εκείνοι ήρωες είναι δημιουργήματα ενός ανθρώπου που η ζωή του κρεμόταν πάντα από μία λεπτή κλωστή. Από παιδί ακόμα, ο Στίβενσον ήταν διαρκώς άρρωστος και δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει μαθήματα στο σχολείο. Τον περισσότερο καιρό ήταν στο κρεβάτι, ενώ η αγαπημένη του μητέρα τού διάβαζε ιστορίες και ποιήματα, προσπαθώντας να αποσπάσει το νου του παιδιού της από τα βάσανα της αρρώστιας. Άλλοτε πάλι η αφοσιωμένη νοσοκόμος Άλισον Κάνιγχαμ (στην οποία οφείλει το όνομά της η Άλισον Γκρέιμ στο μυθιστόρημα Ο Άρχοντας του Μπαλαντρέ), του τραγουδούσε παλιά σκωτσέζικα τραγούδια ή του διάβαζε αποσπάσματα από την Αγία Γραφή. Ο Στίβενσον είχε πολύ ζωηρό μυαλό και άκουγε με λαχτάρα τα σκωτσέζικα παραμύθια που του διάβαζαν. Ποτέ, σ’ όλη του τη ζωή, δεν αισθάνθηκε τη χαρά που φέρνει η καλή σωματική υγεία, έγραψε όμως για τα παιδικά του χρόνια τα εξής: «Για μένα η κακή μου υγεία χρονολογείται από τότε που έμενα άγρυπνος στις τρομερές ατέλειωτες νύχτες, ταραγμένος αδιάκοπα από τον πνιχτό εξαντλητικό βήχα και το πρωί παρακαλώντας να κοιμηθώ, μέσα από τα βάθη του τσακισμένου μικρού κορμιού μου».
Τέτοιο περιβάλλον ήταν φυσικό να εμπνέει την ευαίσθητη ψυχή του Στίβενσον. Αργότερα, ως ώριμος πλέον συγγραφέας και ποιητής, έγραψε μία ολόκληρη συλλογή από παιδικά ποιήματα με τον τίτλο «Παιδική Ανθολογία».
Η αλμύρα της θάλασσας, η ομίχλη πάνω από τα έλη, ο αέρας που φυσά από το πέλαγος -όλα αυτά που όμορφα περιγράφει ο συγγραφέας- φαίνονται τόσο αληθινά στον αναγνώστη γιατί είναι ένα κομμάτι από τη ζωή του Στίβενσον. Ο πατέρας του συγγραφέα ήταν ένας Σκωτσέζος μηχανικός και ένα από τα καθήκοντά του ήταν να επιθεωρεί τους φάρους και τα λιμάνια κατά μήκος των άγριων ακτών της Σκωτίας. Συχνά έπαιρνε μαζί και το γιο του. Έτσι, πολλά γεγονότα από τη ζωή του πατέρα του έγιναν αργότερα οι περιπέτειες των αμέτρητων ηρώων που ζουν μέσα στις ιστορίες του.
Εκπαίδευση
Ο Στίβενσον σπούδασε μηχανικός στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, στη Σκωτία, αλλά πολύ σύντομα εγκατέλειψε την επιστήμη του αφού η υγεία του δεν του επέτρεψε να γίνει μηχανικός σαν τον πατέρα του. Έτσι αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Ταξίδεψε σε διάφορα μέρη προσπαθώντας να βρει έναν τόπο με κλίμα ευνοϊκό για την υγεία του και πολλά από τα έργα του είναι καρπός των ταξιδιών αυτών.
Γάμος
Το 1876 ο Στίβενσον γνώρισε τη Φάννυ Όσμπορν και πολύ σύντομα ήταν ερωτευμένος μαζί της. Αλλά η νεαρή και όμορφη αυτή κυρία, που ήταν χήρα με μία κόρη (Ιζομπέλ) κι έναν γιο (Λόιντ), έφευγε σε λίγο για την Αμερική. Ο Στίβενσον δεν έπαψε ποτέ να την αγαπά και όταν μία μέρα πληροφορήθηκε ότι η Φάννυ ήταν άρρωστη στο σπίτι της, στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας, δεν δίστασε να διασχίσει τον ωκεανό και ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο για να πάει να τη δει. Η δοκιμασία ενός τέτοιου ταξιδιού ήταν η χαριστική βολή για την κλονισμένη υγεία του.
Ο Στίβενσον ταξίδεψε κατά τη δύση, στο ζωηρό βουνίσιο κλίμα πέρα από το Μοντερέι (Καλιφόρνια) και εκεί μια μέρα λιποθύμησε σε μια έρημο. Δύο νύχτες πέρασε σε κωματώδη κατάσταση μέσα στην ερημιά και σίγουρα θα πέθαινε αν δεν τον έβλεπαν δύο βοσκοί που φύλαγαν ένα κοπάδι γίδια. Οι βοσκοί τον σήκωσαν στην πλάτη τους, τον πήγανε στην καλύβα τους και τον περιποιήθηκαν αρκετές εβδομάδες, ώσπου το ακατανίκητο πνεύμα του τον έκανε να σταθεί ξανά στα πόδια του.
Σ’ αυτές τις εβδομάδες που πέρασε με τους γιδοβοσκούς ο Στίβενσον δούλεψε σκληρά γράφοντας, μα δεν έμενε ευχαριστημένος. Έγραψε σ’ ένα φίλο του: «Είναι κάτι μέσα μου που αξίζει να το ειπώ, μα δεν μπορώ να βρω ακόμη τι ακριβώς είναι αυτό το κάτι».
Το 1880 ο Στίβενσον και η Όσμπορν παντρεύτηκαν και μαζί με τα παιδιά που είχε από τον πρώτο της γάμο η Φάννυ, γύρισαν στη Σκωτία.
Ο Στίβενσον και ο Λόιντ έγιναν καλοί φίλοι και ο συγγραφέας τού έλεγε ιστορίες με τις ώρες. Ένα βράδυ, για να διασκεδάσει τον Λόιντ, ο Στίβενσον σχεδίασε έναν ωραίο χάρτη και άρχισε να του λέει ένα παράξενο παραμύθι για πειρατές, θαμμένους θησαυρούς, ναυάγια και ανταρσίες. Ο Λόιντ άκουγε χωρίς να παίρνει ανάσα ως το τέλος και τότε κοιτάζοντας το καλοσυνάτο πρόσωπο του πατριού του ρώτησε: «Γιατί λοιπόν δεν γράφετε μιαν ωραία ιστορία σαν αυτή;». Έτσι γεννήθηκε η συναρπαστική ιστορία του Τζιμ Χώκινς, του γιατρού Λάιβζι και του Τζον Σίλβερ στο Νησί των Θησαυρών.
Ακόμη κι αν δεν έγραφε κανένα άλλο έργο ο Στίβενσον, έφτανε το Νησί των Θησαυρών για να του εξασφαλίσει μια παντοτινή θέση στη λογοτεχνία. Ύστερα από δύο χρόνια ακολούθησε η ιστορία του Δόκτορα Τζέκιλ και του κ. Χάιντ. Έπειτα ο συγγραφέας πρόσφερε στον κόσμο την Απαγωγή, το μυθιστόρημα που πολλοί κριτικοί θεωρούν ως το αριστούργημά του.
Το γράψιμο του Στίβενσον είναι ανάλαφρο και μερικές φορές χαρούμενο καθώς κυλά χωρίς καμιά προσπάθεια ή επιτήδευση. Ο ίδιος ομολόγησε ότι το κατάφερε αυτό μόνο μετά από επίμονες προσπάθειες πολλών ετών.
Το κλίμα στη Σκωτία αποδείχθηκε ολέθριο για την υγεία του Στίβενσον και ο συγγραφέας ξανάρχισε πάλι τα ταξίδια του, αυτή τη φορά μαζί με την οικογένειά του. Όταν έγινε 37 ετών ο Στίβενσον έφυγε μαζί με την οικογένειά του για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πέρασε ένα χειμώνα στη λίμνη Σάρανακ στα όρη Αντιρόντακ, προσπαθώντας να βελτιώσει την υγεία του.
Τον Ιούνιο του 1888, ο Στίβενσον ταξίδεψε στα νησιά Σαμόα, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα το 1890 καθώς ήταν ό,τι χρειαζόταν για την υγεία του. Οι ιθαγενείς τον ονόμασαν «Τουγιτάλα», δηλαδή «παραμυθά», και τον έκαναν αρχηγό μιας φυλής. Εκεί έζησε και έγραψε επί τέσσερα χρόνια. Στις 3 Δεκεμβρίου του 1894, τρεις εβδομάδες έπειτα από την 44η επέτειο των γενεθλίων του, ο Στίβενσον πέθανε ξαφνικά, όχι από την αρρώστια που καταπολέμησε σ’ όλη του τη ζωή αλλά από αποπληξία. Είχε αγαπήσει με όλη του την καρδιά το όμορφο νησί και οι ιθαγενείς τον λάτρευαν. Όταν πέθανε, πομπή ιθαγενών συνόδευσε τη σορό του μέχρι την κορυφή ενός λόφου όπου και τάφηκε, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.
Στην ταφόπλακα, του χάραξαν τον επιτάφιο που έγραψε ο ίδιος ο Στίβενσον:
«Κάτω απ’ τον πλατύ, τον έναστρο ουρανό
σκάψετε μνήμα κι άστε να ξεκουραστών.
Χαρούμενα όπως έζησα
έτσι πεθαίνω με χαρά.
Στο μνήμα να χαράξετε θέλω τα λίγα λόγια αυτά:
Κείτεται εδώ όπου τόσο λαχταρούσε
για νάβρη μιαν ημέρα τη θανή.
Και βρήκε σπίτι ο ναύτης, ο ταξιδευτής
Σπίτι ο κυνηγός και των βουνών ο εραστής.»
Σύγχρονη αντίληψη
Ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον υπήρξε πολυγραφότατος. Οι ιστορίες και οι χαρακτήρες που έπλασε, όπως ο πειρατής με το ξύλινο πόδι και τον παπαγάλο, τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό στους πολυπληθείς αναγνώστες του σε όλο τον κόσμο.
Ο Στίβενσον ήταν διασημότητα στην εποχή του, αλλά με την άνοδο της σύγχρονης λογοτεχνίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα θεωρούνταν συγγραφέας δευτέρας διαλογής, σχετιζόμενος μόνο με παιδική λογοτεχνία και λογοτεχνία τρόμου. Μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας, όπως η Βιρτζίνια Γουλφ (κόρη του μέντορά του Λέσλι Στέφεν) όπως και ο σύζυγός της Λέοναρντ, τον καταδίκασαν στη λήθη, εξαιρώντας τον από τον κανόνα της διδακτέας σε σχολεία λογοτεχνίας.
Ο αποκλεισμός του έφτασε στα άκρα όταν στα 1973, η 2.000 σελίδων Ανθολογία Αγγλικής Λογοτεχνίας της Οξφόρδης ούτε καν τον ανέφερε. Επιπλέον απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά στον Στίβενσον από την Ανθολογία Αγγλικής Λογοτεχνίας του Νόρτον από το 1968 ως το 2000 (1η-7η έκδοση), αναφέροντάς τον για πρώτη φορά στην 8η έκδοση (2006).
Το τέλος του 20ου αιώνα έγινε το εφαλτήριο για μία επανεκτίμηση του Στίβενσον ως λογοτέχνη μεγάλου βεληνεκούς και ανάλογης οξυδέρκειας, ενός θεωρητικού της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφου και κοινωνικού κριτικού, μάρτυρα της αποικιακής ιστορίας της Πολυνησίας και ανθρωπιστή. Ήδη από το 1965 η πλάστιγγα είχε γείρει: ο Ρότζερ Λάνσλυν Γκριν, ένας από την ομάδα Φίλων Λογοτεχνίας της Οξφόρδης και συγγραφέας της «Εποχής των Αφηγητών» μαζί με τον Χένρυ Ράιντερ Χάγκαρντ, τον επαινούσε ως συγγραφέα σταθερά υψηλού επιπέδου «λογοτεχνικών δεξιοτήτων και τρομερού μυθοπλαστικού δυναμικού».
Πλέον έχει επανεκτιμηθεί ως ισάξιος συγγραφέων όπως ο Τζόζεφ Κόνραντ (τον οποίο επηρέασε με τα μυθιστορήματά του στις θάλασσες του Νότου) και ο Χένρι Τζέιμς, ενώ επιπλέον, ακαδημαϊκές μελέτες και οργανισμοί έχουν τον Στίβενσον ως κεντρικό αντικείμενο.
Όποια και αν είναι η αποδοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας, ο Στίβενσον παραμένει δημοφιλής παγκοσμίως. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της UNESCO «Μεταφραστικό Ευρετήριο», κατατάσσεται στον 26ο πιο μεταφρασμένο συγγραφέα του κόσμου, μπροστά από άλλους συγγραφείς του 19ου αιώνα.