Απο τον Σπύρο Σιδερη και το ieidiseis.gr
Όταν ξεκινούσαμε το ταξίδι για το Ντονμπάς, στη σκέψη ερχόταν πρώτιστα η Μαριούπολη. Το σημαντικότερο λιμάνι της Αζοφικής, που μαζί με τα γειτονικά χωριά αποτέλεσε ξεχωριστή ελληνική διοικητική περιφέρεια από το 1810 έως το 1873 ενώ μέχρι το 1859 απαγορευόταν να εγκατασταθούν στην ελληνική περιοχή της Μαριούπολης άτομα άλλης εθνικότητας.
Το όνομα της πόλης σύμφωνα με τις ρωσικές αρχές προέρχεται από την Ρωσίδα Αυτοκράτειρα Μαρία Φεοντόροβνα. Όμως η αλήθεια είναι ότι το όνομα προέρχεται από τον ελληνικό οικισμό Μαριάμπολ, προάστιο του Μπαχτσισαράι στην Κριμαία και την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας.
Όσο πλησιάζαμε στην πόλη τόσο η αδημονία μεγάλωνε. Είχαμε δει κάποιες εικόνες και φανταζόμασταν πως περίπου θα ήταν. Όμως η πραγματικότητα ήταν ακόμα πιο σκληρή απ’ ότι είχαμε φανταστεί.
Η είσοδος της πόλης δεν έδειχνε τι συνέβαινε στα σπλάχνα της. Η εικόνα της Παναγίας δέσποζε δίπλα στα γράμματα που σχημάτιζαν το όνομα της πόλης.
Ο δρόμος σύγχρονος. Μάλλον είχε φτιαχτεί μετά τον Απρίλιο που η Μαριούπολη έπεσε στα χέρια των Ρωσικών δυνάμεων. Αν και η πόλη δεν είναι κοντά στο μέτωπο του πολέμου, οι μετακινήσεις των στρατιωτικών δυνάμεων ιδιαίτερα της επιμελητείας για το ρωσικό στρατό, καύσιμα, πυρομαχικά κα τρόφιμα ξεκινούσαν από το λιμάνι.
Στα προάστια της πόλης βλέπαμε σποραδικά κατεστραμμένα σπίτια. Όσο όμως πλησιάζαμε τόσο το τοπίο γινόταν πιο τραγικό. Ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα είχαν καταστραφεί πλήρως.
Λίγο πριν πάρουμε τη μεγάλη στροφή αφήνοντας το Αζοφστάλ στα αριστερά μας και να κατευθυνθούμε προς το Ελληνικό Ιατρικό Κέντρο και το Ελληνικό πολιτιστικό κέντρο, συναντήσαμε ένα μάλλον αυτοσχέδιο παζάρι.
Κάτοικοι της Μαριούπολης είχαν απλώσει τα υπάρχοντα τους ψάχνοντας να βρουν αγοραστές και να συμπληρώσουν, τρόπος του λέγειν, τα εισοδήματα τους. Θύμιζε πάρα πολύ τότε στη δεκαετία του ’90 όταν είχαν έρθει οι πρώτοι Έλληνες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης κι έβγαζαν τα υπάρχοντα τους σε υπαίθρια παζάρια για να εξασφαλίσουν λίγες δραχμές και να καταφέρουν να επιβιώσουν.
Παραδόξως η Μαριούπολη ήταν πιο ζωντανή πόλη από το Ντονέτσκ, ίσως γιατί το μέτωπο στην πρωτεύουσα της «ΛΔΝ» ήταν πολύ κοντά στην πόλη και οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν καθημερινά.
Όσο προχωρούσαμε τόσο οι εικόνες γινόντουσαν τραγικές. Παλιά και νέα κτήρια είχαν παραδοθεί στις φλόγες από ρουκέτες, βλήματα ή ανατινάξεις. Για σχεδόν δυο μήνες η Μαριούπολη είχε γίνει το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων μεταξύ των Ουκρανών και του τάγματος Αζόφ και των αυτονομιστών του Ντονέτσκ και των Ρώσων.
Φτάσαμε στην οδό Γκρέτσκα, οδός Ελλάδας, όπου εκεί ήταν το Ελληνικό Ιατρικό Κέντρο και το Πολιτιστικό Κέντρο. Τα πάντα γύρω ήταν κατεστραμμένα.
Απίστευτη η ένταση των χτυπημάτων που δεν άφησαν αλώβητο ούτε το Ιατρικό Κέντρο, εκεί όπου υποτίθεται δεν χτυπάνε στους πολέμους.
Μας περίμεναν, μια ελληνικής καταγωγής βουλευτής της τοπικής Δούμας και μέλη του πολιτιστικού κέντρου.
Οι αφηγήσεις τους συγκλονιστικές. Το μένος των ανδρών του τάγματος του Αζόφ προς τα ελληνικά κέντρα ήταν ανείπωτο. Βλέπετε τα χτυπήματα; Από εκεί προέρχονται. Εκεί ήταν το Αζόφ και χτυπούσαν αδιάκριτα για να καταστρέψουν. Αυτό ήθελαν, να μην αφήσουν τίποτα όρθιο πίσω τους. Το νιώθανε ότι θα τους διώξουν, είναι μερικές από τις επισημάνσεις από τους ελληνικής καταγωγής κατοίκους της Μαριούπολης.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι περάσαμε από το τάγμα του Αζόφ από τότε που ανακηρύχθηκαν αυτόνομες οι Λαϊκές Δημοκρατίες στο Ντονμπάς, συνέχισαν.
Γιατί τόσο μίσος, γιατί να καταστρέψουν αυτή την υπέροχη πόλη με την τόσο μεγάλη ιστορία; Αναρωτήθηκαν κοιτώντας μας.
Στο εσωτερικό του Ιατρικού Κέντρου αλλά και του Πολιτιστικού τα πάντα είναι καταστραμμένα. Δεν ήταν τυχαία τα χτυπήματα μας είπαν, δείχνοντας μας τις τρύπες από τις ρουκέτες και τα βλήματα.
Όμως δεν έμειναν μόνο εκεί. Όπως μας είπαν στο Αζοφστάλ είχαν βάλει ανθρώπινη ασπίδα οι του τάγματος του Αζόφ. Κάτι βέβαια δεν θα μπορούσαμε να επιβεβαιώσουμε, αλλά ούτε να αμφισβητήσουμε. Αυτοί ήταν εκεί.
Οι υπεύθυνοι του πολιτιστικού κέντρου, συνέχιζαν τις προσπάθειες για να κάνουν κάπως λειτουργικό το κτήριο, αν και φαντάζει δύσκολο να γίνει εύκολα. Όμως είναι και σημείο αναφοράς για όσους Έλληνες ακόμα παραμένουν εκεί.
Κάποια στιγμή ένα τζιπ έκανε την εμφάνιση του και από μέσα βγήκε μια νεαρή κοπέλα συνοδευόμενη από έναν ένστολο κι ένοπλο, με καλυμμένο το πρόσωπο. Η κοπελιά κατέβασε κάποια κουτιά και τα άφησε στο κτήριο πολιτισμού. Ήταν είδη πρώτης ανάγκης για τους ηλικιωμένους, όπως μου είπε στα ελληνικά. Ήταν εθελόντρια που σε συνεργασία με τον ρωσικό στρατό μοίραζε στους ανήμπορους Έλληνες της Μαριούπολης διάφορα χρηστικά είδη.
Η έκπληξη όμως ήρθε από τον ένοπλο στρατιώτη που την συνόδευε για προστασία. Τον ρώτησα αν ήταν από την Μαριούπολη και μου απάντησε: «Ναι. Είμαι Ουκρανός από την Μαριούπολη». Ήταν σοκαριστικό για μένα να δηλώνει κάποιος Ουκρανός και να φοράει τη στολή του στρατού της «Λαϊκής Δημοκρατίας» του Ντονέτσκ. Στο μυαλό μου ήρθε αυτό που άκουγα στο ξεκίνημα της ρωσικής εισβολής, πως αυτός ο πόλεμος, «ειδική επιχείρηση» ήταν στην πραγματικότητα ένας εμφύλιος πόλεμος.
Το τζιπ έφυγε και σε λίγο ήρθε ένα αυτοκίνητο, μικρό φορτηγό, από το Δήμο της Μαριούπολης που στάθμευσε στο δρόμο λίγα μέτρα από το ελληνικό κέντρο. Από εκεί που ήμουν δεν έβλεπα τι γινόταν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, όμως έβλεπα κόσμο να συγκεντρώνετε. Κίνησα προς τα εκεί.
Είδα μια ουρά από ανθρώπους να περιμένουν μπροστά από ένα τραπέζι εκστρατείας που είχε στηθεί πρόχειρα και μοίραζε ζεστό φαγητό, τσάι, ψωμί. Ένα πραγματικό γεύμα για ανθρώπους που δεν μπορούσαν λόγω της καταστροφής των σπιτιών τους. Άνθρωποι μεγάλης ηλικίας αλλά και νεότεροι γέμιζαν κατσαρολάκια και τάπερ με το φαγητό και το τσάι.
Ο Δήμος είχε οργανώσει συσσίτια σε όλη την πόλη. Οι περισσότερες υποδομές είχαν καταστραφεί σχεδόν στο μεγαλύτερο μέρος και η καθημερινότητα ήταν πολύ δύσκολη.
Αφού ολοκληρώσαμε τις επαφές μας εκεί πήγαμε προς το κέντρο να δούμε κι εκεί τι συνέβη. Η ίδια εικόνα κι εκεί. Κατεστραμμένα σπίτια, ολόκληρες γειτονιές καμένες. Σταθμεύσαμε στην Ελληνική πλατεία, όπου επάνω ήταν γραμμένο το όνομα της Μαριούπολης στα Ελληνικά και τα Ρωσικά.
Ξεκινήσαμε για το Προξενείο που είχε γίνει σημείο αναφοράς τις πρώτες μέρες της ρωσικής εισβολής. Περπατήσαμε σχεδόν για χίλια μέτρα μέχρι να φτάσουμε. Η καταστροφή μεγάλη. Καμένες πολυκατοικίες, από βομβαρδισμούς. Σε κάποιες πόρτες υπήρχαν γραμμένα μηνύματα.
«Θέλουμε βοήθεια. Υπάρχουν παιδιά» έγραφε η μια πόρτα. Στην άλλη έγραφε «υπάρχουν άνθρωποι. Βοηθήστε μας». Σε μια άλλη κάποιος ένοικος της πολυκατοικίας που έψαχνε τους δικούς του, είχε γράψει δυο ονόματα, ένα ανδρικό κι ένα γυναικείο προσθέτοντας ότι είναι ζωντανός και τους ψάχνει.
Ανατριχιαστικές εικόνες. Ανείπωτος πόνος και καταστροφές.
Για το Προξενείο τα γράψαμε. Απείραχτο, αλλά αφημένο στην τύχη του. Χωρίς καμιά μέριμνα από το Ελληνικό Κράτος.
Περπατήσαμε κι άλλο. Τα φορτηγά προκαλούσαν κυκλοφοριακή συμφόρηση στην πόλη. Γεμάτα με δομικά υλικά τα ξεφόρτωναν και πήγαιναν να ξαναφορτώσουν. Όπως μάθαμε δεν είχε αποφασιστεί ακόμα τι θα γινόταν με τα καμένα κτήρια.
Κάποια ήταν δύσκολο να επισκευαστούν και θα έπρεπε να κατεδαφιστούν. Όμως υπήρχαν άλλες προτεραιότητες. Πρώτα οι υποδομές και μετά τα κτήρια. Σ’ αυτό βοηθούσε και το ότι αρκετοί από τους κατοίκους είχαν φύγει με το που ξεκίνησε η ρωσική εισβολή.
Βέβαια η ανοικοδόμηση είχε ξεκινήσει. Είδαμε και περιοχές όπου είχαν φτιάξει κάποιες οικοδομές.
Δεν ξέρω πως ήταν Μαριούπολη πριν την καταστροφή της. Λένε, κι ακόμα φαίνεται σε ορισμένα σημεία, ότι ήταν μια πανέμορφη και πλούσια πόλη. Πλέον είναι μια πόλη φάντασμα.
Η περιήγηση μας τελείωνε. Θα ξαναερχόμασταν αν μπορούσαμε. Στο Αζοφστάλ για λόγους επικινδυνότητας και ασφαλείας δεν μας έδωσαν άδεια να το επισκεφτούμε.
Κολλημένοι από την κίνηση στους δρόμους αφού ξεκολλήσαμε από τα μπλοκαρισμένα φορτηγά ξεκινήσαμε για το Σαρτανά.