Η κατάρα του πεύκου

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Το έλατο της πλατείας Συντάγματος και οι διαφορές μου με τον Κώστα Μπακογιάννη.

Αυτές είναι ορισμένες από τις ουσιώδεις πολιτικές διαφορές μου με τον Κώστα Μπακογιάννη.

Είναι η διαφορά ανάμεσα στην πολιτική επίδειξη και την πολιτική απλότητα.

Η διαφορά ανάμεσα στην πολιτική «μεγέθους» σε σχέση με αυτήν της πολιτικής ποιότητας.

Η διαφορά ανάμεσα στην πολιτική αλαζονεία απέναντι στον αυτονόητο σεβασμό προς τη φύση.

Η διαφορά ανάμεσα στην πολιτική επιπολαιότητα και την πολιτική σοβαρότητα.

Η μητέρα μου, από όταν ήμασταν στο Δημοτικό, μας έμαθε ότι το Χριστουγεννιάτικο δέντρο πρέπει να είναι ψεύτικο γιατί το αληθινό, πεθαίνει μετά τις γιορτές συχνά στα σκουπίδια…

Ανεξαρτήτως εάν το δέντρο των 70 ετών και 21 μέτρων έχει κοπεί νομίμως, πληγώνομαι βάναυσα, καθώς ότι είναι νόμιμο δεν είναι και ηθικό. Ούτε εξάλλου κόπηκε αναγκαστικά στα πλαίσια ενός έργου κοινωνικής ωφέλειας (όπου ορισμένες φορές γίνονται και προσπάθειες μεταφυτεύσεων).

Τέλος, η προσπάθεια αποστασιοποίησης από το δέντρο με τα… τενεκεδάκια του προηγούμενου Δημάρχου που έθιγε σαφώς την αισθητική μας, δεν θα έπρεπε να οδηγεί στο άλλο άκρο. Αρκούσε ένα ψεύτικο Χριστουγεννιάτικο ευμεγέθες δέντρο που θα στολιζόταν και τα επόμενα χρόνια.

Ωσότου ο Δήμαρχος κατανοήσει κάτι από τα παραπάνω, του αφιερώνω το γνωστό ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Η κατάρα του πεύκου»…

«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;

Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης
και περπατεί.

 

Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι

βγάνει φωτιά.
Να ’βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά!

 

Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο

να ένα δεντρί…
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου,
δροσιά να βρει.

 

Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του
και περπατεί!
Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης,
γιατί, γιατί;

 

«Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;»
«Στα δυο χωριά.»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά!»

 

«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει,
γι’ αυτό είμαι δω.

 

Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες…

για δυο, για τρεις…
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ’ είναι βαρύς».

 

«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι

να δροσιστείς».
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς.

 

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν’ ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός…

 

Να το χινόπωρο, να οι μπόρες,
μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.

 

«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο,
το σπλαχνικό,
που ‘ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;»

 

Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
– τ’ ακούς, τ’ ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα
στους μπιστικούς.

 

«Φρύγανο και κλαρί του πήρες
και τις δροσιές
Και το ρετσίνι του ποτάμι
απ΄ τις πληγές.

 

Σακάτης ήτανε κι ολόρθος,
ως τη χρονιά,
Που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά!»

 

«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι,
την προσκυνώ,
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ…

 

Η μάνα μου θα περιμένει
κι έχω βοσκή…
Κι είχα και τρύγο… Τι ώρα νάναι

και τι εποχή;

 

Ξεκίνησα το καλοκαίρι
-να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ’ ήβρε ο χειμώνας
μεσοστρατίς.

 

Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγκο,
που τρέχει εμπρός.

 

Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά.»

 

Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι…
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά.

 

Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,
φωνή καμιά.
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
στην ερημιά.-

Από τον Γιώργο Π. Αποστολόπουλο-Δημοτικό Σύμβουλο Δήμου Αθηναίων και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ