Πασσαρώνα, η αρχαία πρωτεύουσα των Μολοσσών
Γράφει ο Αθανάσιος Δέμος
Βορειοδυτικά των Ιωαννίνων στο 11ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Ιωαννίνων – Ηγουμενίτσας υπάρχει η τοποθεσία Εικονίσματα. Εκεί, παλαιότερα, τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος κάθε χρόνο, ο λόφος γέμιζε από Γιαννιώτες που πήγαιναν να προσκυνήσουν στο ναό της Αγίας Τριάδος που υπάρχει εκεί.
Καθότανε στον παχύ ίσκιο των αιωνόβιων βελανιδιών, άπλωναν στην πρασινάδα τα τάπερ με τα φαγητά που έφεραν σε σακβουαγιάζ, έτρωγαν και έστηναν το χορό με τη συνοδεία δημοτικού συγκροτήματος (τακίμι), που πάντα υπήρχε εκεί αυτήν την ημέρα. Τώρα ξεχάστηκαν όλα αυτά…
Όμως, πολύ λίγοι εγνώριζαν ότι λίγα μέτρα πιο πέρα υπήρχε η αρχαία πρωτεύουσα της Ηπείρου, η Πασσαρώνα. Στην κατάφυτη εύφορη πεδιάδα μεταξύ των χωριών Γαρδικίου, Ζωοδόχου και Βουνοπλαγιάς, υψώνεται γυμνός και απότομος κωνικός λόφος (υψόμετρο 760 μέτρα) το «Καστρί», όπου χτίστηκε η ακρόπολη των Μολοσσών, η πρωτεύουσα του βασιλείου τους, η ΠΑΣΣΑΡΩΝΑ.
Στην περιοχή αυτή, παραλίμνια της Παμβώτιδας και της Λαψίστας, είχαν σχηματιστεί από την εποχή του χαλκού προϊστορικοί συνοικισμοί, όπως μαρτυρούν προϊστορικά όστρακα που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές του καθηγητή Ευαγγελίδη, στη δεκαετία του 1930.
Οι Μολοσσοί, προερχόμενοι από τη Δυτική Μακεδονία, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του λεκανοπεδίου και ζούσαν σε μικρά χωριά και οικισμούς. Οι Μολοσσοί όπως και οι άλλοι Ηπειρώτες δεν είχαν οχυρωμένες πόλεις στους πρώτους αιώνες. Στην ακρόπολη της Πασσαρώνας κατέφευγαν οι κάτοικοι της γύρω περιοχής σε καιρό κινδύνου.
Ο Πλούταρχος γράφει («Πύρρος» 5), ότι οι βασιλιάδες των Μολοσσών, μόλις έπαιρναν την εξουσία, είχαν την συνήθεια να θυσιάζουν στον Άρειο Δία και να ορκίζονται μπροστά στους Ηπειρώτες και να τους ορκίζουν κι αυτούς, δίνοντας την υπόσχεση οι βασιλιάδες από τη μια μεριά να κυβερνούν σύμφωνα με τους νόμους και οι πολίτες από την άλλη να διαφυλάξουν τη βασιλεία σύμφωνα με τους νόμους. Αυτό είναι φανερό ότι μονάχα μεταξύ Ελλήνων ήταν δυνατό να συμβεί, που είχαν ελληνική θρησκεία και ελληνικούς θεούς, και λατρεία. Ο βασιλιάς διοικούσε με το συμβούλιο των ευγενών, του οποίου η εξουσία ήταν συμβουλευτική. Αυτός αναλάμβανε σαν αρχηγός τις πολεμικές επιχειρήσεις και εκτελούσε τα καθήκοντα του θρησκευτικού αρχηγού, όπως οι Μυκηναίοι βασιλείς και οι βασιλείς της Σπάρτης κατά την νομοθεσία του Λυκούργου.
Το 465 π.Χ. κατέφυγε στην Πασσαρώνα ο Θεμιστοκλής, ο νικητής της Σαλαμίνας. Ο Πλούταρχος, στον βίο «Θεμιστοκλής» κεφ. 24 γράφει, «Ο Θεμιστοκλής σκέφτηκε να καταφύγει στον Άδμητο, το βασιλιά των Μολοσσών. Αυτός άλλοτε είχε ζητήσει κάτι από τους Αθηναίους και ο Θεμιστοκλής του το αρνήθηκε περιφρονητικά, όταν βρισκόταν στην ακμή της πολιτικής του δύναμης. Γι’ αυτό ο Άδμητος ήταν πάντοτε οργισμένος εναντίον του και ήταν φανερό πως αν τον έπιανε, θα έπαιρνε εκδίκηση. Αλλά, στη δύσκολη θέση που έτυχε να βρεθεί τότε ο Θεμιστοκλής, φοβήθηκε περισσότερο τον πρόσφατο φθόνο των συμπατριωτών του παρά την παλιά οργή του ξένου βασιλιά και παραδόθηκε στο έλεός του.
Ήρθε στην Πασσαρώνα και έγινε ικέτης του Άδμητου, αλλά με έναν τρόπο ξεχωριστό και ασυνήθιστο. Κρατώντας στην αγκαλιά του το γιο του Άδμητου, που ήταν μικρό παιδί, γονάτισε μπροστά στην εστία.
Και αυτό το θεωρούν οι Μολοσσοί σαν την πιο μεγάλη ικεσία που δεν μπορεί κανείς να την αρνηθεί. Μερικοί λένε πως η Φθία, η γυναίκα του βασιλιά (Άδμητου), υπέδειξε στον Θεμιστοκλή αυτόν τον τρόπο της ικεσίας και πως έβαλε το γιο της να καθίσει μαζί του μπροστά στην εστία. Άλλοι πάλι λένε πως ο ίδιος ο Άδμητος για να μπορέσει να επικαλεστεί απέναντι εκείνων που κυνηγούσαν τον Θεμιστοκλή θρησκευτικούς λόγους για τους οποίους ήταν ανάγκη να μην τον παραδώσει, μηχανεύτηκε από πριν και έπαιξε μαζί του αυτή την σκηνή της ικεσίας». Αυτά γράφει ο Πλούταρχος. Όταν έφθασαν στην αυλή του Άδμητου απεσταλμένοι των Αθηναίων και των Λακεδαιμονίων για να ζητήσουν την παράδοση του Θεμιστοκλή, ο Άδμητος σεβόμενος τον πατροπαράδοτο θεσμό των Μολοσσών, φυγάδευσε το Θεμιστοκλή διά ξηράς στις μακεδονικές ακτές, από όπου διά θαλάσσης έφθασε στην Ασία.
Μετά το 465 π.Χ., που πέθανε ο Άδμητος, μεσολάβησε ένα διάστημα μέχρι το 422 που οι βασιλιάδες της Ηπείρου «περιέπεσαν στην βαρβαρότητα», όπως γράφει ο Πλούταρχος στο βίο του Πύρρου. Συγκεκριμένα ο Πλούταρχος γράφει: «…Έπετα, όμως, από τους πρώτους βασιλιάδες περιέπεσαν στη βαρβαρότητα και έγιναν και στη δύναμη και στους τρόπους ζωής άσημοι, αναφέρουν, πως πρώτος ο Θαρύπας, επειδή εστόλισε τις πόλεις με ελληνικά έθιμα και γράμματα και ανθρωπιστικούς νόμους, έγινε ξακουστός. Και του Θαρύπα γιος ήταν ο Αλκέτας, του Αλκέτα δε (γιος) ήταν ο Αρρύβας. Ο Θαρύπας είναι ο μόνος διάδοχος των ηπειρωτικών που εκπαιδεύεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στο πρώτο και μεγαλύτερο πολιτιστικό κέντρο της Ελλάδας…».
Έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό. Διότι, μέχρι τότε οι Έλληνες ιστορικοί, ο Θουκυδίδης πρώτος στην ιστορία του, αποκαλεί τους Ηπειρώτες «βαρβάρους» με την έννοια βέβαια του απολίτιστου και απαίδευτου, αμόρφωτου.
Αυτή την εποχή ο Θαρύπας, ο διάδοχος του θρόνου των Μολοσσών ήταν ανήλικος. Τον έστειλαν στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, για να γνωρίσει μερικά πράγματα που θα του χρησίμευαν όταν θα ανέβαινε στο θρόνο. Επίτροπός του (αντιβασιλέας) ο Σαβύλοιος, όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης Β’, 80. Το 422 π.Χ. ενηλικιώθηκε και επέστρεψε στην Πασσαρώνα αποφασισμένος να αναλάβει έργο φιλόδοξο, αναγεννητικό σε όλους τους τομείς.
Ο Θαρύπας είναι ο πρώτος Ηπειρώτης ηγεμόνας, ο οποίος εγκατέλειψε την πατροπαράδοτη απομόνωση των ηπειρωτικών φύλων από την ελληνική ζωή και προσχώρησε στην Αθηναϊκή Συμμαχία…
Γιος και διάδοχος του Θαρύπα ήταν ο Αλκέτας. Ο Αλκέτας είχε δύο γιους, τον Αρύββα και τον Νεοπτόλεμο. Γιος του Αρύββα ήταν ο Αιακίδης και γιος του Αιακίδη ο Πύρρος. Ο Νεοπτόλεμος ήταν πατέρας της Ολυμπιάδας, της μητέρας του Μεγ. Αλεξάνδρου και πατέρας του Αλεξάνδρου Α’, βασιλιά των Μολοσσών. Δηλαδή η Ολυμπιάδα είχε αδελφό τον βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρο Α’ και γι’ αυτό ονόμασε τον γιο της Αλέξανδρο, τον γνωστό Μεγ. Αλέξανδρο γιο του Φιλίππου Β’.
Το 421 ήρθε στην Ήπειρο ο Ευριπίδης, ο ένας από τους τρεις κορυφαίους τραγικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Έδωσε την παγκόσμια πρώτη παράσταση της τραγωδίας«Ανδρομάχη» την οποία δίδαξε δίπλα στο βωμό του Αρείου Διός στην Πασσαρώνα.
Κάποιοι προβάλλουν το δίλημμα αν παίχτηκε στην Πασσαρώνα ή στη Δωδώνη. Δε υπάρχει δίλημμα γιατί απλούστατα το 421 π.Χ. δεν υπήρχε το θέατρο Δωδώνης, το οποίο χτίστηκε το 300 π.Χ., όταν βασιλιάς στην Ήπειρο ήταν ο Πύρρος. Όταν διεύρυνε τα όρια του βασιλείου του ο Πύρρος μετέφερε την πρωτεύουσα στην Αμβρακία, τη σημερινή Άρτα.
Ο χώρος της Πασσαρώνας
Η απόσταση από τα Γιάννινα μέχρι τις βατές παρυφές του λόφου, όπου βρίσκεται η εκκλησία του Γαρδικίου «Τα Εικονίσματα», είναι 9 χιλιόμετρα. Η ανάβασή μας στην κορυφή του λόφου στο Καστρί, ακολουθεί τον παλιό τουρκικό δρόμο, αριστερά της εκκλησίας των «Εικονισμάτων», που οδηγούσε στα οχυρωματικά έργα που κατασκεύασε ο τουρκικός στρατός το 1912-13.
Η κορυφή του λόφου είναι σχεδόν επίπεδη και περιβάλλεται από πολυγωνικό τείχος που η περίμετρός του υπολογίζεται μέχρι 800 μέτρα. Το τείχος αυτό που έχει το συνηθισμένο στις αρχαίες ακροπόλεις πάχος (3,50 μέτρα περίπου) βρίσκεται ερειπωμένο. Στην καταστροφή του τείχους και των αρχαίων κτιρίων που βρισκόταν μέσα στην ακρόπολη, πολύ θα συνετέλεσε η κατασκευή των τουρκικών οχυρών, λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος του 1912-13.
Τα ερείπια του τείχους που βλέπουμε, μαρτυρούν ότι ήταν σημαντική η ακρόπολη της Πασσαρώνας και προστάτευε πόλη πλούσια και πολυάνθρωπη. Το τείχος ήταν χτισμένο με επιμέλεια, ιδιαίτερα στην ανατολική πλευρά της εισόδου.
Η θέση της Πασσαρώνας με την ακρόπολη στο κέντρο του Λεκανοπεδίου στο λόφο«Καστρί» των χωριών Γαρδικίου, Ζωοδόχου και Βουνοπλαγιάς, αναγνωρίστηκε τα προηγούμενα χρόνια από τους Ηπειρώτες αρχαιολόγους Δημ. Ευαγγελίδη και Σωτ. Δάκαρη.
Ο ναός του Άρειου Δία
Δύο περίπου χιλιόμετρα βορειότερα από την ακρόπολη της Πασσαρώνας, στο χωριό Ροδοτόπι, κατά τις ανασκαφές του 1935 ο καθηγητής Δημ. Ευαγγελίδης απεκάλυψε περίπτερο ναό διαστάσεων 19,30χ11 μέτρα με πρόδομο και σηκό. Ο καθηγητής Δημ. Ευαγγελίδης από το 1914 ως επιμελητής αρχαιοτήτων επεσήμανε αρχαιολογικές θέσεις στο χωριό Ροδοτόπι και είχε βρει μέσα σε ερείπια οικοδομήματος του χωριού δύο λίθινες επιγραφές, που ήταν ψηφίσματα φιλίας του κοινού των Ηπειρωτικών λαών.
Το 1952 με νέες ανασκαφές που διενήργησε στο Ροδοτόπι, απεκαλύφθη ανατολικά του ναού ευρύχωρη πλακόστρωτη αυλή που διατηρούσε ίχνη βωμού. Του ναού διατηρείται κυρίως το κρηπίδωμα και αποτελείται από τον πρόναο και τον κυρίως σηκό (άδυτο του ναού). Στους γύρω αγρούς και μέσα στα ερείπια του ναού βρέθηκαν τμήματα σπονδύλων Ιωνικών κιόνων. Ο καθηγητής αρχαιολόγος Σωτήρης Δάκαρης, υπολογίζει ότι περιέβαλλαν το ναό 34 όμοιοι κίονες. Ήταν ναός Ιωνικός πρόστυλος περίπτερος.
Η κατασκευή χρονολογείται στο τέλος του Δ’ αιώνα π.Χ. και η πυρπόλησή του έγινε από τον Ρωμαίο ύπατο Αιμίλιο Παύλο το 167 π.Χ., όταν κατέστρεψε όλες τις πόλεις της Ηπείρου.
Βορειοανατολικά του ναού και σε μικρή απόσταση αποκαλύφτηκε ταφικός περίβολος που περιείχε δύο τάφους κιβωτιόσχημους, που είχαν συληθεί από χρόνια. Ο ναός αυτός ήταν αφιερωμένος στον Άρειο Δία και ήταν το κέντρο και η κοιτίδα της λατρείας του πολεμικού θεού και φυλάσσονταν σ’ αυτόν τα δημόσια ψηφίσματα του «Κοινού των Ηπειρωτών και των Μολοσσών». Και στο σεβαστό θεό του πολέμου αφιερώνονταν αναθήματα, όπως ο ανδριάντας Ρωμαίου αυτοκράτορα (ακέφαλος) που βρέθηκε από τους κατοίκους του χωριού κατά το 1935 και φυλάσσεται στο αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.
Στο χώρο αυτό του ναού του Αρείου Δία και στην πλακόστρωτη αυλή του, συγκεντρώνονταν κάθε Άνοιξη ο λαός και ο βασιλιάς και δινόταν οι αμοιβαίες ένορκες υποσχέσεις στην ετήσια γενική συνέλευση, προτού αναχωρήσουν οι κτηνοτρόφοι Μολοσσοί με τα κοπάδια τους για τα βουνά της Πίνδου. Ο βασιλιάς, περιβαλλόμενος από τους άρχοντες, ορκιζόταν πίστη και τήρηση των νόμων και ότι θα προστατεύει το λαό του και τις περιουσίες του. Και ο λαός ορκιζόταν ότι θα σεβαστεί τις αποφάσεις της Συνέλευσης.
Στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. ο Αρρύβας, ο βασιλιάς των Μολοσσών, πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς και στους Πυθικούς αγώνες (στους Δελφούς) και μάλιστα νίκησε. Ο Ηρόδοτος (ν, 22.) αναγνωρίζει την ελληνική καταγωγή των Μολοσσών, όταν αφηγείται την ιστορία της Αγαρίστης, της θυγατέρας του Κλεισθένη, του τυράννου της Σικυώνας. Έπειτα οι ιππικές νίκες του Αρρύβα στα Ολύμπια και Πύθια είναι πριν από το ψήφισμα των Αθηναίων, που αναγνώριζαν και σ’ αυτόν τις τιμές που είχαν απονεμηθεί στον πάππο του και στον πατέρα του.
[proinoslogos.gr]