Ο Λαμιακός πόλεμος (323 π.Χ. – 322 π.Χ.) ήταν η σύγκρουση μεταξύ της Μακεδονίας και επαναστατημένων πόλεων-κρατών της νότιας Ελλάδας αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου Υπό την ηγεσία των Αθηναίων οι επαναστάτες είχαν αρχικά επιτυχίες και ανάγκασαν τον Αντίπατρο, που κατέβηκε για να τους αντιμετωπίσει, να κλειστεί στο φρούριο της Λαμίας (εξ ου και η ονομασία «Λαμιακός πόλεμος»).
Οι Μακεδόνες όμως επεκράτησαν πλήρως κατά θάλασσαν, και όταν ο Αντίπατρος πήρε ενισχύσεις από την Ασία, νίκησαν στην μάχη της Κραννώνας, με αποτέλεσμα να επιβληθεί και πάλι η μακεδονική κυριαρχία. Οι συνέπειες ήταν ιδιαίτερα σοβαρές για την Αθήνα, όπου το δημοκρατικό πολίτευμα καταργήθηκε και οι αντιμακεδόνες ρήτορες θανατώθηκαν.
Η έκρηξη της επανάστασης
Το καλοκαίρι του 323 π.Χ. έφτασαν στην Αθήνα φήμες ότι πέθανε ο Αλέξανδρος. Αμέσως η αντιμακεδονική παράταξη, της οποίας ηγούνταν ο ρήτορας Υπερείδης, έστειλε τον στρατηγό Λεωσθένη στο Ταίναρο, για να στρατολογήσει τους οκτώ χιλιάδες μισθοφόρους που βρίσκονταν εκεί, έχοντας απολυθεί από τους Μακεδόνες. Οι μισθοφόροι αυτοί πληρώθηκαν τώρα με τα χρήματα που ο ταμίας του Αλέξανδρου Άρπαλος είχε καταχραστεί και είχε φέρει στην Αθήνα, όπου και κατασχέθηκαν. Δεν υπήρξε σχετικό ψήφισμα του δήμου και ο Λεωσθένης ενήργησε σαν ιδιώτης για να μη κινήσει τις υποψίες του Αντίπατρου [1] που παρέμενε «στρατηγός της Ευρώπης», αντιβασιλιάς δηλαδή της Μακεδονίας.[2]
Όταν οι φήμες του θανάτου επιβεβαιώθηκαν, οι αντιμακεδόνες ρήτορες και στρατιωτικοί άρχισαν να ξεσηκώνουν τον λαό σε επανάσταση με εμπρηστικούς λόγους ενώ οι συντηρητικοί προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν. Ο ρήτορας Δημάδης έλεγε πως αν ήταν νεκρός ο Αλέξανδρος, θα είχε γεμίσει όλη η οικουμένη από την μυρωδιά του ενώ ο στρατηγός Φωκίων συνέστησε επιφυλακτικότητα : «Αν είναι σήμερα νεκρός, θα είναι κι αύριο και μεθαύριο. Ώστε ας αποφασίσουμε με ηρεμία».[3] Αλλά οι προσπάθειές τους ήταν μάταιες. Ο δήμος αποφάσισε πόλεμο.
Το ψήφισμα έλεγε ότι ο δήμος θα φρόντιζε για την ελευθερία των Ελλήνων και την απαλλαγή των πόλεων από την μακεδονική κυριαρχία, ότι θα ναυπηγούνταν διακόσια σαράντα πολεμικά πλοία και ότι θα επιστρατεύονταν όλοι οι Αθηναίοι μέχρι σαράντα ετών. Πρέσβεις στάλθηκαν στις πόλεις και διακήρυξαν ότι όπως παλιά οι Αθηναίοι υπερασπίστηκαν την κοινή πατρίδα Ελλάδα κατά των βαρβάρων, έτσι και τώρα ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν τις ζωές, τα χρήματα και τα πλοία τους για την σωτηρία των Ελλήνων.[4]
Ο φιλομακεδόνας Φωκίων άκουγε με πολύ σκεπτικισμό τους αριθμούς των πλοίων και κυρίως των όσων θα επιστρατεύονταν. Όταν ρωτήθηκε για την προετοιμασία είπε : «Καλή για δρόμο ενός σταδίου [192 μέτρα], φοβάμαι όμως τον δόλιχο δρόμο [πολλαπλάσιος του σταδίου]. Δεν έχουμε ούτε χρήματα ούτε πλοία ούτε στρατιώτες».[5]
Με τους Αθηναίους συντάχθηκαν οι Αίτωλοι πριν απ’ όλους, οι περισσότεροι Θεσσαλοί, οι Αχαιοί, οι Λοκροί, οι Καρύστιοι, οι Αργείοι, Σικυώνιοι, Ηλείοι, Μεσσήνιοι και πολλοί άλλοι.[6]
Οι επιτυχίες του Λεωσθένη
Ο Λεωσθένης με τους οκτώ χιλιάδες μισθοφόρους, επτά χιλιάδες Αιτωλούς και τις δυνάμεις που είχαν στείλει η Αθήνα και οι άλλες πόλεις, είχε συγκροτήσει αξιόλογο στράτευμα. Επιτέθηκε πρώτα κατά των Βοιωτών, στους οποίους ο Αλέξανδρος είχε διανείμει την γη των Θηβαίων όταν κατέστρεψε την πόλη τους. Φοβούμενοι τώρα οι Βοιωτοί ότι θα αποκαθίσταντο οι Θηβαίοι και θα έπαιρναν πίσω τα κτήματά τους, συντάχθηκαν με τους Μακεδόνες. Ο Λεωσθένης τους νίκησε στις Πλαταιές και έσπευσε στις Θερμοπύλες για να σταματήσει εκεί την κάθοδο των Μακεδόνων.[6]
Δεδομένου ότι οι στρατεύσιμοι της Μακεδονίας στέλνονταν συνεχώς προς αναπλήρωσιν των απωλειών στην Ασία, ο Αντίπατρος μόνο δεκατρείς χιλιάδες πεζούς και εξακόσιους ιππείς κατόρθωσε να συγκεντρώσει, δύναμη αισθητά μικρότερη αυτής των εξεγερμένων. Έστειλε μήνυμα στον Κρατερό, που αναμενόταν με μεγάλη δύναμη απομάχων, να σπεύσει, και βασιζόμενος στην βοήθεια αυτή, σε κατεπείγουσα στρατολογία που διέταξε και στην συνδρομή των Ελλήνων που του έμεναν πιστοί, προχώρησε στην Θεσσαλία. Ο μακεδονικός στόλος, αποτελούμενος από εκατόν δέκα τριήρεις, παρέπλεε.[2]
Οι Θεσσαλοί είχαν συνταχθεί αρχικά με τον Αντίπατρο αλλά μεταπείστηκαν από τους Αθηναίους και αυτομόλησαν στον Λεωσθένη. Ενισχυμένος τώρα αυτός ακόμη περισσότερο, συνάντησε τον Αντίπατρο στις Θερμοπύλες και τον νίκησε. Ο Αντίπατρος αναγκάστηκε να κλειστεί στο φρούριο της Λαμίας και ετοιμάστηκε για την πολιορκία που θα υφίστατο, δεδομένου ότι ούτε να αντιπαραταχθεί μπορούσε στον Λεωσθένη, ούτε να υποχωρήσει στην Μακεδονία, μια και το θεσσαλικό ιππικό υπερείχε.[2]
Ο Λεωσθένης προσπάθησε να καταλάβει το φρούριο εξ εφόδου αλλά απέτυχε και άρχισε τακτική πολιορκία. Έχτισε τείχος γύρω από το φρούριο κι άρχισε να σκάβει μεγάλη και βαθιά τάφρο για να εμποδίσει τις εξόδους και να αναγκάσει τους Μακεδόνες να παραδοθούν λόγω πείνας. Αλλά τότε οι Αιτωλοί αποχώρησαν επικαλούμενοι επείγουσα εθνική ανάγκη και σε μια έξοδο που έκανε ο Αντίπατρος εναντίον αυτών που έσκαβαν την τάφρο, ο Λεωσθένης τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε μετά τρεις μέρες.
Ο δήμος διέταξε τον Υπερείδη να εκφωνήσει τον επιτάφιο έπαινο του Λεωσθένη, που κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές. Ο Υπερείδης ήταν ο αρχηγός της αντιμακεδονικής παράταξης την στιγμή εκείνη, γιατί ο κορυφαίος ρήτορας της Αθήνας, ο Δημοσθένης, ήταν εξόριστος επειδή κατηγορήθηκε ότι δωροδοκήθηκε κι αυτός από τον Άρπαλο. Νέος στρατηγός εξελέγη ο Αντίφιλος, άντρας αξιόλογος για την στρατηγική ικανότητα και ανδρεία του.[7]
Λεοννάτος. Νέα ήττα Μακεδόνων
Σε βοήθεια του Αντίπατρου ήρθε από την Ασία ο στρατηγός του Αλέξανδρου Λεοννάτος, ο οποίος συγκέντρωσε στράτευμα στην Μακεδονία και κατέβαινε στην Θεσσαλία. Οι εξεγερμένοι έσπευσαν να τον συναντήσουν πριν ενωθεί με τον Αντίπατρο. Είχαν εικοσιδύο χιλιάδες πεζούς και τρεις χιλιάδες πεντακόσιους ιππείς, εκ των οποίων δύο χιλιάδες ήταν Θεσσαλοί, υπέρτεροι όλων των άλλων ιππέων. Η δύναμή τους πάντως είχε μειωθεί, γιατί εκτός από τους Αιτωλούς, αρκετοί ακόμη είχαν αποχωρήσει. Ο Λεοννάτος είχε πάνω από είκοσι χιλιάδες πεζούς και χίλιους πεντακόσιους ιππείς.[8]
Η σύγκρουση έγινε βόρεια της Λαμίας και περιορίστηκε κυρίως σε ιππομαχία κατά την οποία υπερίσχυσαν οι Θεσσαλοί ιππείς υπό τον Μένωνα. Ο Λεοννάτος έπεσε στην μάχη και η φάλαγγα των Μακεδόνων, στερημένη πλέον της προστασίας του ιππικού, αποτραβήχτηκε σε υψώματα όπου δεν μπορούσε να δράσει το θεσσαλικό ιππικό. Την επόμενη μέρα ο Αντίπατρος βγήκε από την Λαμία, ενώθηκε με τους ηττημένους και ανέλαβε την γενική αρχηγία του στρατοπέδου. Μπόρεσε τελικά να απαγκιστρωθεί, ενώ ο θριαμβευτής Αντίφιλος περίμενε στην Θεσσαλία τις κινήσεις του εχθρού.[9]
Ο κατά θάλασσαν αγών
Από τα διακόσια σαράντα πλοία που είχαν προγραμματίσει οι Αθηναίοι, ναυπήγησαν τελικά εκατόν εβδομήντα. Μία μοίρα του στόλου αυτού επιτηρούσε τον στόλο του Αντίπατρου στον Μαλιακό κόλπο ενώ άλλη μοίρα έπλευσε στον Ελλήσποντο για να εμποδίσει την διάβαση του Λεοννάτου στην Ευρώπη. Παρά το μέγεθος της τελευταίας αυτής μοίρας, ο ναύαρχος των Μακεδόνων Κλείτος (γνωστός ως Λευκός Κλείτος) νίκησε τους Αθηναίους στην Άβυδο κι ο Λεοννάτος πέρασε. Ύστερα ο Κλείτος διέσχισε το Αιγαίο, κατανίκησε την άλλη Αθηναϊκή μοίρα στις Λιχάδες νήσους του Μαλιακού και ο στόλος του συμποσώθηκε πλέον σε διακόσια σαράντα πλοία. Τρίτη ναυμαχία έγινε στην Αμοργό, κατά την οποία ο Αθηναϊκός στόλος υπέστη ήττα δεινή και η ναυτική δύναμη της Αθήνας καταστράφηκε διά παντός.[10]
Χαρακτηριστικό της εξαχρείωσης στην οποία είχαν φτάσει οι δημαγωγοί της Αθήνας είναι το ότι ένας απ’ αυτούς, ο Στρατοκλής, κατέπλευσε μια μέρα στον Πειραιά από τον στόλο κι ανήγγειλε νίκη λαμπρή. Δυο μέρες οι Αθηναίοι πανηγύριζαν οπότε κατέφθασαν τα λείψανα του στόλου από την Αμοργό. Κι αντιμέτωπος με την οργή του δήμου, ο Στρατοκλής είπε : «Σας πείραξε που διασκεδάζατε δυο μέρες ;»[11]
Από τον νικηφόρο στόλο των Μακεδόνων μια δύναμη αποβιβάστηκε στον Ραμνούντα και λεηλατούσε τα παράλια της Αττικής. Ο μόνος διαθέσιμος στρατηγός ήταν ο Φωκίων, που ανέλαβε να αντιμετωπίσει τους Μακεδόνες παρά τις μέχρι τότε αντιρρήσεις του. Κατόρθωσε να υπερνικήσει την αταξία, την απειθαρχία και το απόλεμον αυτών που είχε στην διάθεσή του και να κατανικήσει την εχθρική δύναμη, ο αρχηγός της οποίας Μικίων σκοτώθηκε.[12]
Μάχη της Κραννώνας (322 π.Χ.)
Έφτασε τέλος ο Κρατερός, στρατηγός του Αλέξανδρου με λαμπρή φήμη, και ενώθηκε το καλοκαίρι του 322 π.Χ. στον Πηνειό ποταμό με τον Αντίπατρο, παραχωρώντας του την αρχηγία. Το μακεδονικό στράτευμα αριθμούσε πάνω από σαράντα χιλιάδες βαριά οπλισμένους πεζούς, τρεις χιλιάδες τοξότες και σφενδονήτες και πέντε χιλιάδες ιππείς.[13]
Οι επαναστατημένοι Έλληνες αντιστρατοπέδευσαν υπολειπόμενοι πολύ σε δύναμη. Είχαν εικοσιπέντε χιλιάδες πεζούς και τρεις χιλιάδες πεντακόσιους ιππείς, στους οποίους βάσιζαν τις ελπίδες τους, λόγω της αξίας των ιππέων και του πεδινού εδάφους. Ήλπιζαν επίσης ότι θα επέστρεφαν αυτοί που -όπως προαναφέρθηκε- αποχώρησαν, αλλά ο καιρός πίεζε και πήραν την πρωτοβουλία των κινήσεων επιτιθέμενοι με το θεσσαλικό ιππικό. Η μάχη έγινε στην Κραννώνα, την σπουδαιότερη πόλη της Θεσσαλίας μετά την Λάρισα. Οι Θεσσαλοί υπερίσχυσαν στην ιππομαχία, αλλά τότε ο Αντίπατρος έριξε την φάλαγγα εναντίον του εχθρικού πεζικού, που δεν μπόρεσε να αντέξει τον όγκο της και την ορμή της και υποχώρησε σε δυσπρόσιτα μέρη αμυνόμενο αποτελεσματικά. Αλλά το θεσσαλικό ιππικό, όταν αντιλήφθηκε την υποχώρηση των πεζών έσπευσε προς το μέρος εκείνο εγκαταλείποντας το πεδίο της μάχης στους Μακεδόνες. Έπεσαν στην μάχη εκείνη περισσότεροι από πεντακόσιοι Αθηναίοι και σύμμαχοι και εκατόν τριάντα Μακεδόνες.[14]
Η ειρήνη
Την επομένη ο Αντίφιλος και ο Μένων των Θεσσαλών αμφιταλαντεύτηκαν για λίγο ως προς την συνέχιση του πολέμου, αλλά τελικά έστειλαν πρέσβεις στον Αντίπατρο ζητώντας παύση των εχθροπραξιών. Αυτός απάντησε ότι συμφωνούσε υπό τον όρο ότι θα διαπραγματευόταν με κάθε πόλη χωριστά γιατί δεν δεχόταν κοινή εκπροσώπηση των επαναστατών. Αυτοί δεν το δέχτηκαν και οι Αντίπατρος και Κρατερός άρχισαν να καταλαμβάνουν τις θεσσαλικές πόλεις. Οι άλλες πόλεις περίφοβες άρχισαν να ζητούν ειρήνη κάθε μια για λογαριασμό της και ο Αντίπατρος δεχόταν με επιεικείς όρους. Έτσι οι Αθηναίοι και οι Αιτωλοί έμειναν μόνοι και αβοήθητοι.[14]
Οι συνέπειες στην Αθήνα. Αιτωλοί
Ύστερα ο Αντίπατρος βάδισε κατά της Αθήνας. Ο Δημοσθένης, ο Υπερείδης και οι άλλοι αντιμακεδόνες εγκατέλειψαν την πόλη κι έντρομος ο δήμος έστειλε πρέσβεις στον Αντίπατρο τον Φωκίωνα και τον Δημάδη. Συνάντησαν τον Αντίπατρο στην ακρόπολη της Θήβας, την Καδμεία, και πριν απ’ όλα ο Φωκίων του ζήτησε να μη προχωρήσει άλλο αλλά όλες οι συνομιλίες και συμφωνίες να γίνουν εκεί, στην Βοιωτία. Ο Κρατερός διαμαρτυρήθηκε ότι αυτό δεν ήταν δίκαιο για τους Βοιωτούς συμμάχους τους, να μείνει δηλαδή ο στρατός στην Βοιωτία εις βάρος τους, αλλά ο Αντίπατρος τον παρακάλεσε : «Ας κάνουμε αυτή την χάρη στον Φωκίωνα».[15] Απαίτησε όμως να παραδοθούν οι Αθηναίοι άνευ όρων και να τεθούν στην απόλυτη διάκρισή του, όπως ακριβώς του είχαν απαντήσει οι Αθηναίοι όταν είχε ζητήσει κι αυτός ειρήνη πολιορκημένος στην Λαμία. Οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να υποκύψουν.[16]
Ο Διόδωρος λέει ότι ο Αντίπατρος συμπεριφέρθηκε φιλάνθρωπα στους Αθηναίους και το ίδιο φαίνεται να πιστεύει ο Πλούταρχος. Αλλά οι όροι που έθεσε και αναγκάστηκαν να δεχτούν οι Αθηναίοι, ήταν βαρύτατοι :
– Το δημοκρατικό πολίτευμα καταργούνταν και γινόταν τιμοκρατικό, σύμφωνα με τους νόμους του Σόλωνα. Πολιτικά δικαιώματα και θέσεις εξουσίας θα είχαν πλέον μόνον όσοι ήταν κάτοχοι περιουσίας άνω των δύο χιλιάδων δραχμών -περίπου εννέα χιλιάδες. Οι υπόλοιποι -περί τις δώδεκα (κατ’ άλλους εικοσιδύο) χιλιάδες- είτε έμειναν στην Αθήνα νιώθοντας ότι υποφέρουν και ατιμάζονται είτε έφυγαν στην Θράκη όπου ο Αντίπατρος τους έδωσε γη.
– Η Αθήνα θα πλήρωνε τα πολεμικά έξοδα και πρόστιμο για την αποστασία.
– Μακεδονική φρουρά θα εγκαθίστατο στην Μουνυχία.
– Αφαιρούνταν από τους Αθηναίους οι κτήσεις τους Ίμβρος, Λήμνος, Σκύρος και Ωρωπός. Για την Σάμο θα αποφάσιζε ο επιμελητής της βασιλείας Περδίκκας.
– Οι αντιμακεδόνες αρχηγοί θα παραδίνονταν στους νικητές.[17]
Ο Φωκίων προσπάθησε να περισώσει ό,τι ήταν δυνατόν. Κατόρθωσε να πείσει τον Αντίπατρο να εξοριστούν οι δευτερεύοντες αντιμακεδόνες στην Πελοπόννησο και όχι, όπως προβλεπόταν αρχικά, εκτός της μεταξύ Ταινάρου και Κεραυνίων ορέων χώρας, εκτός Ελλάδος δηλαδή. Αλλά όταν ζήτησε από τον Αντίπατρο να μην εγκατασταθεί Μακεδονική φρουρά στην Μουνυχία, τον ρώτησε αυτός αν εγγυάται πως οι Αθηναίοι δεν θα αποστατήσουν και πάλι. Ο Φωκίων έμεινε αμίλητος και ο Αντίπατρος του είπε : «Θέλουμε να σου κάνουμε, Φωκίωνα, όλες τις χάρες εκτός από εκείνες που καταστρέψουν κι εμάς κι εσένα».[18]
Όλοι οι όροι της συνθήκης εφαρμόστηκαν. Οι αντιμακεδόνες ηγέτες εξοντώθηκαν : ο Υπερείδης και τρεις ακόμη συνελήφθησαν στην Αίγινα και θανατώθηκαν.[19] Ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε στον Πόρο.[20]
Τέλος οι Αντίπατρος και Κρατερός εξεστράτευσαν κατά των Αιτωλών, που μόνο αυτοί είχαν μείνει ανυπότακτοι. Αρχικά οι Αιτωλοί αμύνονταν με επιτυχία αλλά μετά τα πράγματα άλλαξαν και βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Τότε όμως ήρθε η είδηση ότι ο Περδίκκας εποφθαλμιούσε την βασιλεία και ο Αντίπατρος αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη με τους Αιτωλούς, υπολογίζοντας να τους υποτάξει αργότερα.[21]