Με σχεδιαστική σοφία και προσήλωση, ο Γιώργος Κόρδης μας μεταφέρει σε ένα παραμυθητικό αφήγημα συνειρμών. Πρόκειται για την εικονοποιητική απόδοση του Ημερολόγιου Καταστρώματος Γ’, του Γ. Σεφέρη, με χρήση ηλεκτρονικής ταμπλέτας. Η προσέγγιση του έργου, είναι περιγραφική με συναισθηματική παραμόρφωση και έντονες αποχρώσεις. Συνθετικά, υπηρετεί μια νοητική πολυπλοκότητα, με σκοπό να αναδείξει το πολυσήμαντο κράμα αναφορών, στο έργο. Οι δύο καλλιτέχνες αλληλοσυμπληρώνονται με ποιητική άδεια. Tο πλήθος ετερόκλιτων στοιχείων, αφενός στο έργο του Γ. Σεφέρη και αφετέρου στη ζωγραφική του Γ. Κόρδη, εγείρουν το εικονοποιητικό της φαντασίας και φέρουν στο προσκήνιο στοιχεία ελληνικού, βυζαντινού και ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Το εικαστικό αποτέλεσμα θυμίζει φθίνον καλοκαίρι, που ετοιμάζεται να παραδοθεί στην πεμπτουσία των στοιχείων της ύπαρξης, τον αιθέρα. Με αποκορύφωμα μια μεταφορική απεικόνιση της πόλης, ως την «Πιετά» του Ευριπίδη, ο Γιώργος Κόρδης, αποκρυσταλλώνει και θεοποιεί την ελληνική λαϊκή παράδοση. Οι βυζαντινότροπες φιγούρες φέρουν αρχαιοελληνική ομορφιά και μεσογειακή θέρμη, που γεννά μια πρωτόλεια ερωτική διάθεση. Παρατηρώντας, εις βάθος, τα επιμέρους χαρακτηριστικά των έργων, αντιλαμβανόμαστε δισδιάστατους συμβολισμούς που τονίζουν την ιστορική ένωση, την συνομιλία των δύο καλλιτεχνών. Το ζωγραφικό αποτέλεσμα είναι φρέσκο. Χρησιμοποιώντας διπλά, την έννοια της λέξης, ταξιδεύουμε στην τεχνικής της νωπογραφίας, την οποία γνωρίζει βαθύτατα ο καλλιτέχνης, αλλά και την δροσιά, που ακτινοβολεί το θερινό τοπίο.
Ο εικαστικός – ποιητικός διάλογος αναδύει στοιχεία του σύγχρονου ελληνικού αλλά και ευρωπαϊκού τεχνοχώρου. Η επιρροή του Παρθένη, αλλά και ο λαϊκότροπος χαρακτήρας με το μοντέρνο βυζαντινό στοιχείο, μας μεταφέρει στην κληρονομιά του Φ. Κόντογλου, ενώ ταυτόχρονα μας τοποθετεί πλάι στους μεγάλους πατέρες του μοντερνισμού. Μια “Πικασσική” αντιμετώπιση της φόρμας, φέρει κυβιστική διάθεση και γεωμετρία στο έργο. Το αποτέλεσμα επίσης, αφήνει σουρεαλιστικές νότες στις μορφές. Γρήγορα, ταλαντευόμαστε ανάμεσα σε ποιότητες που συναντάμε στους Μ. Σαγκάλ, Π. Κλεέ και Α. Ματίς. Ως προς τον τελευταίο, μοιράζεται τις συγκινήσεις της χρωματικής παλέτας. Το συνολικό έργο του Γ. Κόρδη, θα λέγαμε, ακτινοβολεί μια αίσθηση ιεροπρέπειας που συνομιλεί με την Καπέλα Σιξτίνα, τόσο ως προς την θεματολογία, όσο και ως προς τις αποχρώσεις της ματζέντα και του κοβαλτίου.
Η εικονοποιητική σύνθεση του Γ. Κόρδη, αφηγείται εκ νέου τα ημερολόγια καταστρώματος Γ’, του Γ. Σεφέρη, διατηρώντας την σβελτάδα και την ελευθερία, σημειώσεων. Αυτός ο χαρακτήρας προσδίδει ένταση και ζωντάνια. Μας εισάγει στην αποκρυφιστική διάθεση του έργου και καταδεικνύει την μαγεία ενός τόπου. Αρώματα ελληνικού πολιτισμού αναδύονται νοητά, μεταμορφώνοντας το αποτέλεσμα σε μια εμπειρία αισθήσεων και “συναισθήσεων” που ξεπερνά το δισδιάστατο του μέσου.
Νιόβη Κρητικού