Ο Κρόκος Κοζάνης, προϊόν με ονομασία προέλευσης πλέον, είναι το χρυσάφι της γης στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Τα χρόνια της κρίσης αποτέλεσε μάλιστα διέξοδο για εκατοντάδες νέους επιστήμονες, οι οποίοι είδαν τα πτυχία τους να μην έχουν αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας. Σε αντίθεση με όσα είχαν μάθει εμπειρικά από τις οικογένειές τους.
«Η αλήθεια είναι ότι μέσα στην κρίση ήταν πολύ δύσκολο να βρεις δουλειά πάνω στο αντικείμενό σου, ειδικότερα σε αυτό του πολιτικού μηχανικού που είναι το δικό μου, γιατί δεν υπήρχε ανοικοδόμηση και αναγκαστικά, επειδή την καλλιέργεια του κρόκου εμείς την είχαμε μάθει από τους γονείς και τους παππούδες μας και ήμασταν μαθημένοι μέσα στα χωράφια, θεώρησα ότι θα είναι ένα καλό εισόδημα για εμένα να ασχοληθώ με την καλλιέργεια του κρόκου», λέει ο Ζήσης Κύρου, 34 ετών, που σπούδασε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Σε 6.000 ανέρχονται σήμερα τα στρέμματα στα οποία καλλιεργείται κρόκος, προσφέροντας εισόδημα σε πάνω από 1.000 οικογένειες.
Η συγκομιδή γίνεται στο διάστημα από τα τέλη Οκτωβρίου ως τις αρχές Νοεμβρίου και η συγκομιδή γίνεται από το ξημέρωμα έως τις 10 το πρωί, καθώς την αυγή ανοίγει το λουλούδι του φυτού και πρέπει να μείνει κατά το δυνατόν λιγότερο πάνω σε αυτό, καθώς αλλιώς τα στίγματα χάνουν το χρώμα και το άρωμα τους.
«Πάρα πολλά παιδιά βρήκαν δουλειά στα χωράφια. Επιστήμονες βγάζουν κρόκο και προσπαθούν να βγάλουν ένα καλό ετήσιο εισόδημα. Πιστεύω ότι θα έρθουν και άλλοι, αναλόγως της ζήτησης του προϊόντος μας. Αν αυξηθεί, θα αυξήσουμε την παραγωγή μας», λέει ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης, Νίκος Πατσιούρας.
Η φετινή παραγωγή κρόκου Κοζάνης αναμένεται στους δύο τόνους, μειωμένη σε ποσοστό ίσως και άνω του 50%, λόγω της παρατεταμένης ξηρασίας που παρατηρήθηκε τους προηγούμενους μήνες.
Ενα κιλό κρόκου πωλείται από 1.350 έως και 1.500 ευρώ. Ένα στρέμμα αποδίδει από 700 γραμμάρια ως και ένα κιλό και για να συγκεντρωθεί αυτό, χρειάζονται 85.000 λουλούδια.
Το αργότερο στις αρχές του 2019 το «χρυσάφι» της ελληνικής γης θα αρχίσει να εξάγεται στην αγορά της Κίνας, αποδίδοντας σημαντικά οικονομικά οφέλη τόσο στους παραγωγούς, όσο και στην ελληνική οικονομία.
Ήδη το 70% της ελληνικής παραγωγής εξάγεται σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Γερμανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Ιαπωνία. Πάντως, ο ελληνικός κρόκος είναι μόνο ένα μικρό ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής, καθώς ηγέτιδες παραγωγικές δυνάμεις στον συγκεκριμένο τομέα είναι το Ιράν και δευτερευόντως η Ινδία.