Τράπεζες: Αγοράζουν σχεδόν τζάμπα το χρήμα από τις καταθέσεις με 0,1% αλλά εκτινάσσουν τον δανεισμό στο 4% – 5,5%

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


«Αγοράζουν» τζάμπα το χρήμα από τις καταθέσεις με 0,1%, όπως κι όταν δεν υπήρχε πληθωρισμός, αλλά εκτινάσσουν τον δανεισμό σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις στο 4% – 5,5%

Ας υποθέσουμε ότι έχουμε καταθέσει 100 ευρώ σε έναν λογαριασμό που δίνει 1% ετήσιο επιτόκιο. Ύστερα από έναν χρόνο θα έχουμε 101 ευρώ στον λογαριασμό μας. Αλλά, εάν ο ρυθμός πληθωρισμού «τρέχει» με 2%, τότε θα χρειαστούμε 102 ευρώ για να έχουμε την ίδια αγοραστική δύναμη με την οποία ξεκινήσαμε. Οταν ο πληθωρισμός αυξάνεται, η αγοραστική μας δύναμη μειώνεται.

Από τον Βασίλη Γαλούπη

Σήμερα τα επιτόκια καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες είναι «κολλημένα» στο 0,1%. Ο πληθωρισμός, όμως, κινείται αστραπιαία με 10%-12%. Οι απώλειες είναι τεράστιες. Τα νοικοκυριά χάνουν καθημερινά όχι μόνο από την ακρίβεια που «κατασπαράζει» τα μηνιάτικα, όχι μόνο από τις δόσεις δανείων που αυξάνονται, αλλά και από τα ευρώ που έχουν απομείνει στην «άκρη» για μια ώρα ανάγκης κι εξαϋλώνονται.

Από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης, τον Ιούλιο του 2021, έχει ξεκινήσει μια ληστρική έφοδος σε κάθε οικονομική πηγή των νοικοκυριών. Ολοι πλουτίζουν σε βάρος των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων.

Το κράτος μαζεύει χρήμα από φόρους για να κάνει η κυβέρνηση προεκλογικό αγώνα, μοιράζοντας απευθείας αναθέσεις στους ημετέρους και κουπόνια ή επιδόματα με ψίχουλα στον απλό λαό.

Οι τράπεζες, που δεν μπορούν να δανειστούν εύκολα πλέον, «τζογάρουν» με τις καταθέσεις για τις οποίες δεν δίνουν κανέναν τόκο, ενώ «μαδάνε» με πανάκριβους δανεισμούς όσους επιχειρήσουν να ζητήσουν ένα στεγαστικό, να βγάλουν μια πιστωτική κάρτα ή μια επιχείρηση που θα σπεύσει σε αυτές για να πάρει μια ανάσα.

Οι κεντρικές τράπεζες κάνουν πιο «ακριβό» το χρήμα με αυξήσεις επιτοκίων για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό, αλλά ο πληθωρισμός αυξάνεται διαρκώς με θύματα πάντα τους πιο ευάλωτους.

Κάπως έτσι ο Ελληνας πολίτης βρίσκεται να πληρώνει ξανά όλα τα σπασμένα μιας δήθεν ελεύθερης αγοράς που, τελικά, κινείται μόνο με πλιάτσικο διαρκείας στα χρήματα των φορολογουμένων:

Κάθε φορολογούμενος σε αυτόν τον τόπο συμμετείχε, θέλοντας και μη, στην τριπλή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών επί οικονομικής κρίσης. Οι τράπεζες, που ήταν για χρεοκοπία λόγω της κακοδιαχείρισης που έκαναν οι διοικήσεις τους στα «καλά» χρόνια της οικονομίας, αφαίρεσαν με το ζόρι από τον πλούτο των οικογενειών τουλάχιστον 30 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 1/7ο του ΑΕΠ του 2010! Σαν να μην έφταναν όλα αυτά για τις διοικήσεις των τραπεζών, που έχουν στείλει τη χώρα στα βράχια, θεσπίστηκε και το «ακαταδίωκτο».
Κάθε πολίτης πληρώνει εδώ κι έναν χρόνο τους πιο φουσκωμένους λογαριασμούς ρεύματος στην Ευρώπη λόγω μιας παράνομης ρήτρας αναπροσαρμογής, αλλά και της «πλάτης» που κάνει η κυβέρνηση στις εταιρίες ηλεκτρισμού με την άρνηση φορολόγησης των υπερκερδών τους κι ενός στοιχειώδους ελέγχου αγοράς – πώλησης ενέργειας.
Κάθε πολίτης βλέπει τον πληθωρισμό να «τρέχει» πάνω από το 10%, να πληρώνει πανάκριβα όλα τα απλά προϊόντα διαβίωσης με αυξήσεις κάθε μήνα, τα ενοίκια να εκτινάσσονται. Ομως, όσο τα σούπερ μάρκετ μετράνε ευρώ χωρίς κανέναν έλεγχο, οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι, η αγοραστική δύναμη μειώνεται κάθε μέρα και η πραγματική ανεργία διατηρείται σε επίπεδα-ρεκόρ, με 900.000 ανθρώπους να ζουν χωρίς δουλειά.
Οι πόρτες των «χορτάτων» τραπεζών παραμένουν κλειστές για δάνεια σε οικογένειες κι επιχειρήσεις, αλλά και για σοβαρούς διακανονισμούς. Τα επιτόκια δανεισμού, όμως, αυξάνονται διαρκώς για όσους ήδη έχουν δανειστεί ή βγάλει μια πιστωτική κάρτα.
Για να «χορτάσουν» ακόμα περισσότερο οι τράπεζες «έσπρωξαν» -με έναν τρόπο που θα ήταν σκανδαλώδης, αν οι κυβερνήσεις δεν είχαν φροντίσει να τον κάνουν «νόμιμο»- τα «κόκκινα» δάνεια στους Πάτσηδες των funds. Να υπενθυμίσουμε ότι τα «κόκκινα» δάνεια το 2007 ήταν μόλις 10 δισ. ευρώ και το 2014 είχαν εκτιναχθεί στα 80 δισ. ευρώ, λόγω των μέτρων που «σκότωσαν» τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για να «ζήσουν» οι τράπεζες.

Η «ρετσινιά» που επί 12 χρόνια προσπαθούν να φορτώσουν στον κόσμο περί «μπαταχτσήδων» είναι ακόμα ένα ψέμα. Κανείς δεν ήθελε να χάσει το σπίτι του από τα «κοράκια» των funds και τις ασύδοτες τράπεζες. Το έχασε επειδή λεηλατήθηκαν τα εισοδήματά του.

Ο τρόπος που οι τράπεζες «κλέβουν» εν μέσω ενεργειακής κρίσης και τις καταθέσεις είναι εξοργιστικός. Με την απληστία τους απειλούν, ξανά, το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο.

Εκμεταλλεύονται τη συγκυρία για να βγάλουν κέρδη δισεκατομμυρίων

Την περασμένη Δευτέρα, ο Αλέξης Πατέλης, επικεφαλής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, έδωσε συνέντευξη επιχειρώντας να περάσει μηνύματα στις τράπεζες. Είπε, μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στους καταθέτες, στους δανειολήπτες και στις επιχειρήσεις, ότι «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα οφείλει να επιτελέσει τον ρόλο του, που δεν είναι άλλος από τη χρηματοδότηση της υγιούς οικονομικής δραστηριότητας» και ότι «οι τράπεζες θα καταλάβουν πως, αν δεν προσφέρουν ικανοποιητικές αποδόσεις στους πελάτες τους (σ.σ.: εννοώντας τις καταθέσεις), κινδυνεύουν να τους χάσουν».

Οταν ακόμα και τα πιο υψηλόβαθμα στελέχη μιας κυβέρνησης που αντιμετωπίζει σαν ιερό δισκοπότηρο τον τραπεζικό τομέα υποχρεώνονται να κάνουν δημοσίως τέτοιες υποδείξεις νουθέτησης, τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η κατάσταση έχει γίνει ανεξέλεγκτη.

Ας δούμε, όμως, με συγκεκριμένο κι απλό τρόπο τι ακριβώς συμβαίνει αυτή την εποχή με τον τραπεζικό τομέα.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αυξάνει διαρκώς τα επιτόκια του ευρώ, με στόχο την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Αυτό σημαίνει ότι «ακριβαίνει» το χρήμα. Αυτοί που χάνουν περισσότερο είναι οι δανειολήπτες στεγαστικών με κυμαινόμενο επιτόκιο, αφού η δόση τους αυξάνεται ανάλογα με τα επιτόκια της ΕΚΤ. Υπολογίζεται ότι ήδη έχουν υποστεί ετήσια επιβάρυνση που ισοδυναμεί με δύο επιπλέον δόσεις.

Επίσης, πλήττονται οι επιχειρήσεις, αφού το κόστος για νέα δάνεια είναι πλέον πάνω από 5%. Οσο συνεχίζονται οι αυξήσεις από την ΕΚΤ τόσο ανεβαίνουν και τα επιτόκια δανεισμού, αναλογικά.

Τη στιγμή που το χρήμα «ακριβαίνει» και ο πληθωρισμός παραμένει σε τόσο υψηλά επίπεδα, οι καταθέτες χάνουν. Με τον πληθωρισμό στο 10%-12% και τα επιτόκια καταθέσεων στο 0,1%, οι πραγματικές ετήσιες απώλειες στην αξία των καταθέσεων είναι στο 10%. Κι αυτό επειδή ανοίγει διαρκώς η ψαλίδα μεταξύ του δείκτη τιμών καταναλωτή («τιμάριθμος», όπως λέγαμε παλιά) και των αποδόσεων των καταθέσεων.

Ακόμα κι αν αυξηθεί το επιτόκιο καταθέσεων, όπως αναμένεται το προσεχές διάστημα, θα είναι μια αστεία για τις τράπεζες άνοδος, στο 0,25% το πολύ.

Ποιοι επωφελούνται από τα ισοπεδωμένα επιτόκια καταθέσεων; Κυρίως οι συστημικές τράπεζες, που από τη μια «αγοράζουν» πάμφθηνα, σχεδόν τζάμπα, το χρήμα από τους καταθέτες, δίνοντας ακόμα και με 12% πληθωρισμό τα ίδια ανύπαρκτα επιτόκια, όπως όταν ο πληθωρισμός ήταν στο 1% πριν από ενάμιση χρόνο.

Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες χρησιμοποιούν αυτό το φτηνό χρήμα για να το «πουλήσουν» πανάκριβα, μετά την εκτόξευση επιτοκίων της ΕΚΤ, προς τους δανειολήπτες πολίτες κι επιχειρήσεις, από 4%-5,5%. Υπολογίζεται ότι τα κέρδη των τραπεζών εκτοξεύονται μόνο από αυτή την πρακτική μέσα σε λίγους μήνες κατά τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ, με τις πιο ήπιες εκτιμήσεις.

Πώς ήταν τα επιτόκια προτού εμφανιστούν «πιράνχας»

Δεν ήταν, όμως, πάντα έτσι τα πράγματα. Πριν από 20 χρόνια, όταν η Ελλάδα έμπαινε στο ευρώ το 2002, ο πληθωρισμός ήταν στο 3,5%. Τα επιτόκια καταθέσεων απλού ταμιευτηρίου ήταν στο 1,7%, σύμφωνα τα στοιχεία της ΤτΕ, ενώ τα στεγαστικά στο 4,5%-5,5%. Η ψαλίδα σε σύγκριση με το 2022 ήταν κατά πολύ μικρότερη και σαφώς πιο λογική.

Πολλοί θα θυμούνται, επίσης, ότι με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2010 υπήρχαν τράπεζες που έδιναν επιτόκια καταθέσεων ακόμα και 5%-6% υπό τον φόβο της κατάρρευσης για να μαζέψουν γρήγορα ζεστό χρήμα, όταν ακόμα δεν ήξεραν ότι θα σωθούν από τους φορολογουμένους με τις ανακεφαλαιοποιήσεις.

Οι ακόμα παλαιότεροι δύσκολα θα έχουν ξεχάσει ότι σε εποχές διψήφιου πληθωρισμού στη χώρα μας, όπως το 1989, ακόμα και οι τρεχούμενοι λογαριασμοί έδιναν επιτόκιο καταθέσεων πάνω από 12%, πάντα σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ.

Χορτάτοι οι τραπεζίτες, στεγνώνουν οι λογαριασμοί

Στο παρελθόν, οι τράπεζες παρείχαν ανακούφιση από τον πληθωρισμό και υπήρχε μια ακολουθία μεταξύ τιμαρίθμου – επιτοκίων καταθέσεων. Τώρα, όμως, κερδίζουν τρελά και προκλητικά.

Οταν οι τράπεζες διατηρούν τα επιτόκια καταθέσεων κοντά στο μηδέν, τότε ο «ντοπαρισμένος» πληθωρισμός έχει τεράστιο αντίκτυπο αφού καθιστά τα πραγματικά επιτόκια καταθέσεων αρνητικά. Εάν ο πληθωρισμός ξεπερνά τους τόκους που κερδίζει κανείς στον τραπεζικό του λογαριασμό, τότε ο καταθέτης χάνει χρήματα. Σε ιδανικές συνθήκες, οι τράπεζες θα έπρεπε, όπως παλαιότερα, να αυξάνουν τα επιτόκια με ρυθμό που να συμβαδίζει με τον πληθωρισμό. Ομως δεν το κάνουν, με αποτέλεσμα να διαβρώνονται οι καταθέσεις των πολιτών.

Την τελευταία φορά που είχαμε υψηλό πληθωρισμό, τις δεκαετίες πριν από το 1990, οι πολίτες μπορούσαν να βάλουν χρήματα στην τράπεζα και να τα βλέπουν να αυξάνονται με τον ρυθμό των τιμών στα σούπερ μάρκετ, απαλύνοντας έτσι μεγάλο μέρος του προβλήματος ακρίβειας. Σήμερα δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, πράγμα που αυξάνει τα κέρδη για τις τράπεζες.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. «Το χάσμα μεταξύ του τι πληρώνουν οι τράπεζες στους καταθέτες και του τι κερδίζουν από τον δανεισμό χρημάτων στους δανειολήπτες δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλο τον τελευταίο μισό αιώνα» γράφει το περιοδικό «Time».

Ο δείκτης-κλειδί εδώ είναι τα λεγόμενα «deposit betas». Με δυο λόγια, ο δείκτης που μετρά το πόσο γρήγορα αυξάνονται τα επιτόκια καταθέσεων μετά τις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ. Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα επιτόκια καταθέσεων δεν έχουν αυξηθεί καθόλου, παρά τις διαδοχικές και μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ.

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που οι τράπεζες δεν νιώθουν την ανάγκη να πληρώνουν μεγαλύτερα επιτόκια στους καταθέτες:

1. Η ΕΚΤ αυξάνει τα επιτόκια στην προσπάθειά της να μην ξεφύγει σε δυσθεώρητα ύψη ο πληθωρισμός, αλλά θα πάρει χρόνο μέχρι να αυξηθούν με βραδείς ρυθμούς και τα επιτόκια των καταθέσεων των τραπεζών, έστω και μηδαμινά αναλογικά.

2. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πλέον ελάχιστη ανταγωνιστική πίεση μεταξύ τους για να πληρώσουν περισσότερο. Είναι ήδη γεμάτες με μετρητά από τις καταθέσεις, που εν μέρει αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια των lockdowns, ενώ η κεφαλαιακή τους επάρκεια εξασφαλίστηκε από τις ανακεφαλαιοποιήσεις. Τα «κόκκινα» δάνεια τα ξεφορτώθηκαν με την πατέντα των funds, ενώ μέσα στη γενική ασυδοσία δεν τηρούν καν την υποχρέωσή τους για επαρκή αριθμό νέων δανείων ώστε να ζωντανέψει η αγορά.

3. Πολύς κόσμος δεν γνωρίζει καν τι οφείλει να κάνει μια τράπεζα για τους πελάτες της σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες ζήσαμε σε εποχή μηδενικού πληθωρισμού. Μόνο οι άνθρωποι από μια ηλικία και πάνω ή όσοι έχουν κάποιες βασικές γνώσεις ανατρέχουν πίσω, π.χ. το ’80, που οι τράπεζες πλήρωναν πολύ υψηλότερα επιτόκια στις καταθέσεις, αμβλύνοντας τον αντίκτυπο του πληθωρισμού.

4. Ενας άλλος παράγοντας είναι ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί δεν είναι πια τόσο ευέλικτοι όσο πριν από κάποιες δεκαετίες. Για πολλούς ο μισθός κατατίθεται αυτόματα στον λογαριασμό τους ή κανονίζουν την αυτόματη εξόφληση πάγιων υποχρεώσεων και δανείων, καθιστώντας πιο δύσκολο το να μεταφέρουν τον λογαριασμό σε άλλη τράπεζα για να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο.

Οι μεγάλοι χαμένοι

ΚΑΤΑΘΕΤΕΣ: Ο πληθωρισμός μπορεί να καλπάζει, όμως τα επιτόκια που προσφέρουν οι τράπεζες είναι μηδενικά, που σημαίνει ότι οι αποταμιεύσεις του κόσμου χάνουν ραγδαία την αγοραστική αξία τους.

ΚΑΤΟΧΟΙ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΟΥ ΜΕ ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ: Οι ιδιοκτήτες σπιτιού με επιτόκια στεγαστικών δανείων που δεν είναι σταθερά βλέπουν το κόστος δανεισμού τους να εκτοξεύεται μαζί με τον ευρύτερο πληθωρισμό στην οικονομία, κάτι που τους εξαναγκάζει σε πληρωμή μεγαλύτερων δόσεων.

ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΡΤΩΝ: Οι περισσότερες πιστωτικές κάρτες έχουν μεταβλητό επιτόκιο. Αυτό σημαίνει ότι οι κάτοχοι καρτών επιβαρύνονται με γρήγορα αυξανόμενα επιτόκια και υψηλότερες πληρωμές σε ένα πληθωριστικό περιβάλλον.

ΟΙ ΥΠΟΨΗΨΙΟΙ ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ Α’ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ: Οσοι δεν είναι ιδιοκτήτες και πασχίζουν να αποταμιεύσουν για την πρώτη τους κατοικία εν μέσω υψηλού πληθωρισμού έρχονται αντιμέτωποι με ταχέως αυξανόμενες τιμές κατοικιών, υψηλότερα επιτόκια για στεγαστικά δάνεια και μια αδυσώπητη διολίσθηση της αξίας των χρημάτων που έχουν ήδη μαζέψει.

Οι ελαφρώς κερδισμένοι

ΚΑΤΟΧΟΙ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ: Οποιος έχει μεγάλα χρέη σταθερού επιτοκίου, όπως τα στεγαστικά δάνεια, είναι σε σχετικά πλεονεκτική θέση. Αυτά τα επιτόκια είναι κλειδωμένα για όλη τη διάρκεια του δανείου, κάτι που σημαίνει ότι δεν επηρεάζονται από τις πληθωριστικές παρενέργειες και τις αυξήσεις της ΕΚΤ. Ακόμα, όμως, και σε αυτή την περίπτωση οι δανειολήπτες βλέπουν έμμεση αύξηση των δόσεων, λόγω του συνολικού αυξημένου κόστους ζωής σε σχέση με τα «παγωμένα» εισοδήματά τους.

ΚΑΤΟΧΟΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ: Διαθέτουν ένα περιουσιακό στοιχείο που όχι μόνο δεν υποτιμάται, αλλά στην παρούσα φάση ανατιμάται. Επίσης, όσοι έχουν ακίνητο δεν θα εκτεθούν στα αυξανόμενα κόστη των ενοικίων.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ