Η Υπόθεση Μέρτεν, που συγκλόνισε την πολιτική ζωή της Ελλάδας, βρισκόταν κατά διαστήματα στην επικαιρότητα, επί μία τετραετία και συγκεκριμένα από το 1957 μέχρι το 1960. Η υπόθεση αφορούσε τον Μαξ Μέρτεν, αξιωματικό των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, ο οποίος κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου.
Φωτογραφία από: dw
Ο Μαξ Μέρτεν (8 Σεπτεμβρίου 1911 – 21 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν Γερμανός ανώτατος εισαγγελέας της Ναζιστικής Γερμανίας που έφερε τον βαθμό του λοχαγού. Καταγόταν από το Βερολίνο και είχε νυμφευθεί την κόρη του Ούγγρου προξένου στο Βερολίνο. Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στη Σερβία και την Ελλάδα ως ανώτερος δικαστικός σύμβουλος των εκεί γερμανικών στρατιωτικών διοικήσεων (Κομαντατούρ), ενώ η σύζυγός του διέμενε μόνιμα στη Βουδαπέστη, όπου για πολύ καιρό υπήρξε ιδιαιτέρα γραμματεύς του υφυπουργού δικαιοσύνης Ρόλαντ Φράυσλερ.
Στην Ελλάδα ήλθε τον Απρίλιο του 1942, ένα χρόνο μετά τη γερμανική εισβολή, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του, Μάισνερ, με τον οποίο και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1942-1944, όπου και ανέλαβε τη γενική εποπτεία της δίωξης των Εβραίων της Μακεδονίας, σύμφωνα με την από 7 Ιουλίου 1942 σχετική διαταγή της Κομαντατούρ «περί μέτρων κατά των Εβραίων και των περιουσιών αυτών», αντικαθιστώντας σε πολλές των περιπτώσεων και τον ανώτερο στρατιωτικό διοικητή Μακεδονίας και Αιγαίου.
Θεωρούνταν ο κύριος υπεύθυνος της γενοκτονίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, διατάσσοντας τη μεταφορά περίπου 45.000 ατόμων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, καθώς και την ευθύνη της λεηλασίας των περιουσιών τους, μέχρι και τυμβωρυχίας του εβραϊκού νεκροταφείου, που υπολογίσθηκε ότι ξεπερνούσαν σε αξία το τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 125.000.000 χρυσών φράγκων. Εξ αυτών και αποκαλούνταν «Δήμιος της Θεσσαλονίκης» ή «Χασάπης της Θεσσαλονίκης».
Υπόθεση Μέρτεν
Μετά τη λήξη του πολέμου ο Μέρτεν συνελήφθη από τους Αμερικανούς στην κατεχόμενη Γερμανία. Το 1946 οι Αμερικανοί πρότειναν την παράδοσή του στις ελληνικές αρχές, στα πλαίσια της συμφωνίας που οι Σύμμαχοι είχαν υπογράψει το 1943 για την παράδοση των εγκληματιών πολέμου στις χώρες διάπραξης των εγκλημάτων τους. Η ελληνική πλευρά δια του Έλληνα στρατιωτικού ακολούθου στο Βερολίνο, στρατηγού Ανδρέα Υψηλάντη, πρότεινε την απελευθέρωσή του λόγω της άμεμπτης συμπεριφοράς του και των ανεκτίμητων υπηρεσιών του προς την Ελλάδα.
Έτσι άρχισε μια νέα καριέρα στη μεταπολεμική Γερμανία, εργαζόμενος στο Γερμανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αναμίχθηκε στην πολιτική και μαζί με τον Γκούσταβ Χάινεμαν, τον κατοπινό πρόεδρο της Δυτικής Γερμανίας, ίδρυσε πολιτικό κόμμα αντιπολιτευτικό του Κόνραντ Αντενάουερ για την αποδοχή της μονιμότητας του χωρισμού της Γερμανίας.
Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή η υπόθεση Μέρτεν ξεκίνησε τον Μάιο του 1957, όταν ο Γερμανός εγκληματίας έφθασε στην Ελλάδα για να καταθέσει σε δίκη του πρώην διερμηνέα του και μάλιστα όχι ως απλός ιδιώτης αλλά με την επίσημη ιδιότητα υψηλόβαθμου στελέχους του υπουργείου Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας, κατέχοντας θέση Γενικού Γραμματέα. Για τις κατηγορίες εναντίον του ποτέ δεν είχε συλληφθεί προκειμένου να προσαχθεί στο Δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου παρότι εκκρεμούσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης από το 1947.
Ξένες παρεμβάσεις
Σχεδόν αμέσως με την προφυλάκιση του Μέρτεν, ξεκίνησε μία σειρά πολυάριθμων τότε παραστάσεων και διαβημάτων του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα στο Υπουργείο Εξωτερικών και Δικαιοσύνης που ζητούσε την άμεση αποφυλάκιση του Μέρτεν. Στην απολογία του ο Μαξ Μέρτεν υποστήριξε αντί των κατηγοριών ότι ο λόγος που επισκέφθηκε την Ελλάδα δεν ήταν άλλος από το να συναντήσει παλιούς του φίλους από την κατοχή.
Πολιτική και διπλωματική διάσταση
Η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην αρχή έδειξε αμήχανη και στη συνέχεια να υποχωρεί στις πιέσεις, μέσω πρέσβη, του καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ, καθώς σε λίγο χρόνο (Φθινόπωρο 1958) αναμενόταν και η σύναψη δανείου της Ελλάδος ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων.
Πράγματι στις 13 Νοεμβρίου 1958 υπογράφεται Γερμανοελληνική οικονομική συμφωνία σε μυστικό παράρτημα της οποίας «ο Καραμανλής υποσχέθηκε στον Γερμανό Καγκελάριο Αντενάουερ ότι η Ελλάδα θα ανέστελλε όλες τις διώξεις και θα παρέδιδε τον Μέρτεν στη Γερμανία».
Έτσι σε σύντομο σχετικά διάστημα τον Ιανουάριο του 1959 η ελληνική κυβέρνηση ευρισκόμενη σε πανικό προωθεί και ψηφίζει το Νομοθετικό Διάταγμα, «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου», σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης», που χαρακτηρίστηκε από τους νομικούς κύκλους έκτρωμα. Υπουργός Δικαιοσύνης στην Ελλάδα τότε ήταν ο Κωνσταντίνος Καλλίας που δήλωνε «πρέπει να παραμεριστούν τα εμπόδια δια την ανάπτυξιν των σχέσεών μας με την Δυτικήν Γερμανίαν», και χαρακτήριζε την ψήφισή του ως μια πολιτικής πράξης σκοπίμου.
Η ιστορία πήρε διαστάσεις όταν αρχές Νοεμβρίου του 1958, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ πραγματοποίησαν επίσημη επίσκεψη στη Βόννη, επιδιώκοντας κυρίως να εξασφαλίσουν πιστώσεις από τη Δυτική Γερμανία για έργα υποδομής. Οι Δυτικογερμανοί ηγέτες ενδιαφέρονταν για τη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα και για την εξάπλωση της οικονομικής επιρροής της Δυτικής Γερμανίας στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Φαίνεται όμως ότι ενδιαφέρονταν και για κάτι άλλο ακόμη: να σταματήσει η δίωξη των εγκληματιών πολέμου στην Ελλάδα, ώστε παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Δυτικής Γερμανίας που βαρύνονταν με εγκλήματα ή είχαν εντάλματα για την κατοχική δράση τους στην Ελλάδα, να μπορούσαν ανενόχλητα να έρχονται και να φεύγουν.
Λίγες μέρες μετά την επιστροφή από τη Βόννη των Καραμανλή-Αβέρωφ, ο αρχηγός της Δημοκρατικής Ενώσεως Ηλίας Τσιριμώκος ζήτησε από τον πρόεδρο της Βουλής να συζητηθεί το θέμα Μέρτεν. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι υπήρχαν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε αναλάβει την υποχρέωση απέναντι στη δυτικογερμανική κυβέρνηση, να απελευθερώσει τον δήμιο της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν.
Η πληροφορία προκάλεσε εντύπωση και έξαψη ιδιαίτερα στην Αριστερά. Στα τέλη Ιανουαρίου του 1959, η κυβέρνηση Καραμανλή έφερε για συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου», σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης». Υπουργός Δικαιοσύνης στην Ελλάδα τότε ήταν ο Κωνσταντίνος Καλλίας που δήλωσε «πρέπει να παραμεριστούν τα εμπόδια δια την ανάπτυξιν των σχέσεών μας με την Δυτικήν Γερμανίαν», και χαρακτήρισε την ψήφιση του νόμου ως μία πολιτικής πράξης σκοπίμου.
Αναφορές στο νομικό εκείνο έκτρωμα δημοσίευσαν πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ οι Times λοιδορώντας την Ελλάδα έγραφαν «Η Ελλάς αμνηστεύει τους σφαγείς της».
Αλλά και στο εσωτερικό οι αντιδράσεις πολλών βουλευτών ήταν επίσης έντονες, ιδιαίτερα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Ηλία Τσιριμώκου και του Σταύρου Ηλιόπουλου που κατηγόρησαν την κυβέρνηση για υποχώρηση και ενδοτικότητα.
Στο δε ξεσηκωμό των Καλαβρυτινών σχετικά με τον νόμο ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος δήλωσε από το βήμα της Βουλής: «κατέχομαι υπό βαθείας ευλαβείας έναντι των θυμάτων των Καλαβρύτων, αλλά αι σφαγαί εκεί προεκλήθησαν ως αντίποινα δια φόνους Γερμανών και μάλιστα αιχμαλώτων…», δηλώσεις που προκάλεσαν δυσφορία και οργή. Συνέπεια όλων αυτών ήταν τελικά το διάταγμα αυτό να καταψηφιστεί απ΄ όλη την αξιωματική αντιπολίτευση που διαμαρτυρόταν για την απαράδεκτη μεθόδευση.
Ο εισηγητής της πλειοψηφίας Παπαρρηγόπουλος δήλωσε ότι στην περίπτωση Μέρτεν θα γινόταν εξαίρεση και ο Γερμανός ναζί θα έμενε στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Όπως αποδείχθηκε, επρόκειτο για μία παραπλανητική κίνηση προκειμένου η κυβέρνηση να κατευνάσει την οργή της αντιπολιτεύσεως.
Η δίκη Μέρτεν
Τελικά η δίκη του Μαξ Μέρτεν ξεκίνησε στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου στην Αθήνα στο οποίο προέδρευε ο συνταγματάρχης Κοκορέτσας, ο οποίος είχε αποκλείσει τους πολιτικώς ενάγοντες για να αποφευχθεί κάθε πολιτικοποίηση του ζητήματος.
Η δίκη διήρκεσε περισσότερες από 20 ημέρες και είχε προκαλέσει το διεθνές ενδιαφέρον. Την παρακολούθησαν κυρίως Εβραίοι, πολλοί ξένοι ανταποκριτές μέσων ενημέρωσης, όπως και πολλοί νομομαθείς. Στις 5 Μαρτίου του 1959 ο πρόεδρος ανακοίνωσε την ετυμηγορία της ενοχής του Μαξ Μέρτεν βάσει της οποίας του καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη, κατά συγχώνευση, για παράνομες φυλακίσεις και εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης Ελλήνων και Ισραηλιτών, φόνους και θάνατο από ασιτία Ισραηλιτών, τρομοκράτηση σε βάρος 56.000 Ισραηλιτών, καταστροφή του Εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης, εκτοπίσεις 40.000 Εβραίων σε γερμανικά στρατόπεδα κ.λπ.
Αποφυλάκιση και απέλαση του Μέρτεν
Το φθινόπωρο του 1959 η υπόθεση Μέρτεν ήλθε και πάλι στην επικαιρότητα με το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., με το οποίο γινόταν τροποποίηση του προηγούμενου σχετικού νόμου και επιτρεπόταν η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και εκρατούντο σε ελληνικές φυλακές. Ακολούθησε θυελλώδης συζήτηση στη Βουλή. Κάτω από τον καταιγισμό πυρών Ε.Δ.Α. και Δημοκρατικής Ενώσεως, η κυβέρνηση δια του αντιπροέδρου της, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, απήντησε ότι η Ε.Ρ.Ε. είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στη «σημερινή Γερμανία» και ότι ο μόνος εγκληματίας πολέμου που βρισκόταν σε ελληνικές φυλακές, ο Μέρτεν, έπρεπε να απελαθεί και να παραδοθεί στη χώρα του.
Τελικά το νομοσχέδιο ψηφίστηκε και στις 5 Νοεμβρίου του 1959 ο Μέρτεν αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα.
Ευθύς μετά την άφιξή του στη Δυτική Γερμανία συνελήφθη με ένταλμα των γερμανικών δικαστικών αρχών και δικάστηκε στο Βερολίνο. Ο ανακριτής αποφάσισε να παραμείνει ελεύθερος με τον όρο να παρουσιάζεται στην αστυνομία δύο φορές την εβδομάδα.
Γερμανικά δημοσιεύματα και νέος σάλος
Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1960, η γερμανική εφημερίδα Ηχώ του Αμβούργου και το περιοδικό Der Spiegel δημοσίευσαν αφηγήσεις του Μαξ Μέρτεν, σύμφωνα με τις οποίες ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτρης Μακρής και η σύζυγός του, Δοξούλα, ήταν «έμμισθοι πληροφοριοδότες των γερμανικών αρχών Κατοχής και για τις πολύτιμες πληροφορίες που είχαν δώσει, σχετικά με την Αντίσταση, πήραν ανταμοιβή από τις κατασχεμένες περιουσίες των Εβραίων».
Τα δημοσιεύματα των γερμανικών εντύπων αναδημοσιεύτηκαν από τον αθηναϊκό τύπο και προκάλεσαν σάλο στην Ελλάδα. Το θέμα απασχόλησε και τη Βουλή, με την κυβέρνηση να δέχεται έντονα πυρά από κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η κυβέρνηση διέψευσε κατηγορηματικά τον Μέρτεν και έκανε έντονα διαβήματα στη Βόννη. Η δυτικογερμανική κυβέρνηση, με ανακοίνωσή της, εξέφρασε τη λύπη της για τα δημοσιεύματα. Η ελληνική πρεσβεία της Βόννης, με ανακοίνωσή της, χαρακτήρισε τα δημοσιεύματα «τερατουργήματα, τα οποία, εάν δεν εξυπηρετούν συγκεκριμένον δόλιον σκοπόν, αποτελούν αποκυήματα νοσηρού εγκεφάλου».
Στην ανακοίνωση του Έλληνα πρεσβευτή τονιζόταν ακόμη ότι το μέγεθος του ψεύδους των πληροφοριών προέκυπτε και μόνο από 4 στοιχεία:
1. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των εντύπων, καθ’ όλο το διάστημα της Κατοχής, ουδέποτε βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη.
2. Τον υπουργόν Εσωτερικών κ. Μακρή, τον οποίον εμφανίζουν ως συναντώμενον μετά του κ. πρωθυπουργού κατά την διάρκειαν της Κατοχής, εγνώρισεν ούτος το 1956, ήτοι 11 έτη μετά την λήξιν του πολέμου.
3. Ουδεμίαν ουδέ απωτάτην συγγένειαν έχει ο Κ. Καραμανλής με την εμφανιζομένων υπό των ανωτέρω εντύπων ως ανεψιάν του σύζυγον του κ. Μακρή, την οποίαν δια πρώτην φοράν συνάντησε όταν εγνώρισε τον σύζυγόν της.
4. Ο υπουργός Εσωτερικών κ. Δ. Μακρής, όστις εμφανίζεται εν έτει 1942-43 ως μνηστήρ της νυν συζύγου του, αγούσης τότε το 17ον έτος της ηλικίας της, ούτε μνηστήρ αυτής ήτο ούτε εγνώριζε ταύτην κατά την εποχήν εκείνην, συζευχθείς αυτήν το 1949.
Από την αντιπολίτευση, οι Σοφοκλής Βενιζέλος, Ηλίας Τσιριμώκος, Κομνηνός Πυρομάγλου, Ηλίας Μπρεδήμας κ.α. ζήτησαν από τους ενδιαφερόμενους να προσφύγουν στα γερμανικά δικαστήρια, να προστατεύσουν την τιμή του αξιώματος που φέρουν και να περιφρουρήσουν το κύρος της Ελλάδος. Το ίδιο ζήτησαν με επιμονή κόμματα και εφημερίδες.
Ο Μέρτεν, όμως, προχώρησε και άλλο. Δήλωσε στα γερμανικά έντυπα ότι η σύζυγος του Μακρή, η Δοξούλα, η οποία δούλευε στην Κατοχή στη γερμανική διοίκηση Θεσσαλονίκης, του είχε χαρίσει τα Χριστούγεννα του 1942 λεύκωμα με αναμνηστικές φωτογραφίες. Και η Ηχώ του Αμβούργου σε νεότερο δημοσίευμά της κατηγόρησε για συνεργασία με τους Γερμανούς κατακτητές, τον υφυπουργό Αμύνης Γεώργιο Θεμελή, που κατά την Κατοχή ήταν Νομάρχης Πέλλης και προϊστάμενος του υπουργείου Οικισμού.
Ο Θεμελής χαρακτήρισε τα δημοσιεύματα «βδελυρά συκοφαντικά βέλη». Θεμελής και Μακρής υπέβαλαν μήνυση στα ελληνικά δικαστήρια, αλλά το Κόμμα των Φιλελευθέρων, η Ε.Δ.Α. και η Δημοκρατική Ένωση επέμεναν ότι οι θιγόμενοι έπρεπε να καταφύγουν στα γερμανικά δικαστήρια. Αντίθετα, ο Γεώργιος Παπανδρέου είπε ότι η δίκη έπρεπε να γίνει στα ελληνικά δικαστήρια.
Στις 8 Οκτωβρίου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλυσε τη σιωπή του και σε αυστηρές δηλώσεις του ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «η κυβέρνησις ευθύς εξ αρχής ενημέρωσε την κοινήν γνώμην επί της αθλίας αυτής υποθέσεως. Και δια της προσφυγής των θιγομένων ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης και της ψηφίσεως ειδικού νόμου επιτρέποντος εις τον εν λόγω εγκληματίαν πολέμου να προσέλθη εις την Ελλάδα και να επιβεβαιώση τας κακοηθείας του, εδημιούργησε όλας τας προϋποθέσεις δια την πλήρην διαφώτισιν της κοινής γνώμης…».
Στις 7 Μαρτίου του 1961 ο Μαξ Μέρτεν αρνήθηκε να καταθέσει στα γερμανικά δικαστήρια σχετικά με τα όσα καταμαρτυρούσε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Δημήτρη Μακρή, δηλώνοντας ότι δεν εμπιστεύεται τη γερμανική δικαιοσύνη. Στις 10 Νοεμβρίου του 1961 καταδικάστηκε ερήμην σε τετραετή φυλάκιση και χρηματική καταβολή 70.000 δραχμών ως ένοχος συκοφαντικής δυσφήμισης.