Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πτολεμαΐδας επί Γερμανικής Κατοχής (1941-44)

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Το στρατόπεδο συγκέντρωσης ή στρατόπεδο κράτησης είναι τόπος όπου κρατείται μεγάλος αριθμός ανθρώπων, που εγκλείεται συχνά χωρίς δίκη και με συνοπτικές διαδικασίες. Οι κρατούμενοι συνήθως έχουν κοινή εθνική ή θρησκευτική ταυτότητα ή πολιτικά πιστεύω. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αν και γνωστά ως μέθοδος από τα παλιά χρόνια, εμφανίστηκαν οργανωμένα προς τα τέλη του 19ου αιώνα.

– Γράφει η Μιράντα Παυλίδου

Πριν και κατά τη διάρκεια του Β” Παγκοσμίου Πολέμου η Ναζιστική Γερμανία διατηρούσε στρατόπεδα συγκέντρωσης (Konzentrationslager, Κοντσεντρατσιόνσλαγκερ) σε όλη την επικράτεια που βρισκόταν υπό τον έλεγχό της.

Εκατομμύρια κρατούμενοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης έχασαν τη ζωή τους λόγω κακομεταχείρισης, ασθενειών, ασιτίας και υπερβολικής εργασίας. Κατά τα τέλη του πολέμου, στρατόπεδα έγιναν τόποι τρομακτικών ιατρικών πειραμάτων, όπου γίνονταν πειράματα ευγονικής, κατάψυξης κρατουμένων καθώς και δοκιμές πειραματικών ουσιών και θανατηφόρων φαρμάκων.

Για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα δεν υπάρχει ικανός αριθμός καταγεγραμμένων μαρτυρίων. Δεν γνωρίζουμε τον αριθμό τους ούτε και σε ποια γεωγραφικά σημεία λειτούργησαν, εκτός βέβαια από τις μαρτυρίες για την συγκέντρωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης σε γκέτο (Συνοικισμός Βαρόνου Χιρς κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό), δηλαδή σε αυστηρά φρουρούμενη περιοχή πριν την αποστολή τους στο στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς.

Στην Πτολεμαΐδα

Μια από τις πλέον άγνωστες σελίδες της ιστορίας της περιόδου αυτής, ενδεικτική της βίας των κατακτητών, υπήρξε η δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης την περίοδο 1941-1944 στην Πτολεμαΐδα. Στην Πτολεμαΐδα δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν δυο στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Στις 23 Οκτωβρίου 1941 έγινε το Ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου από τα γερμανικά κατοχικά στρατεύματα μετά από τις συνεχείς εκκλήσεις του δωσίλογου Νομάρχη Γεωργαντά. Είχαν προηγηθεί οι αποτυχημένες προσπάθειες της τοπικής Χωροφυλακής να επιβάλλει την κατοχική «τάξη», σύμφωνα με την προσωπική άποψη του νομάρχη, ο οποίος είχε προηγούμενα με τους κατοίκους, από την εποχή του Μεταξά. Το Μεσόβουνο βρίσκεται στους πρόποδες του Βερμίου. Ως αποτέλεσμα της έκκλησης του Γεωργαντά, οι Γερμανοί εξολόθρευσαν μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού(από 16 έως 60 χρονών).

Τουφεκίστηκαν εν ψυχρώ, 165 συνολικά άνδρες όλων των ηλικιών. Το χωριό εκκενώθηκε. Τα γυναικόπαιδα μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους ότι ήταν δυνατόν να μεταφερθεί στα χέρια. Στη συνέχεια λεηλατήθηκε, πυρπολήθηκε και παραδόθηκε στις στάχτες. Έγινε ολοκαύτωμα. Μόνο ένας άνδρας σώθηκε, ονόματι Πέτρος Πολυχρονίδης και κάποιοι που έλειπαν από το χωριό. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Πολυχρονίδης, πατέρας επτά παιδιών, ξέφυγε από την ομάδα και έτρεξε να κρυφτεί. Από πίσω του έτρεξε Γερμανός στρατιώτης. Μέσα στον πανικό του μπήκε μέσα σε ένα χωριάτικο χτιστό φούρνο (υπάρχει ακόμη). Ο γερμανός στρατιώτης εγκατέλειψε το κυνηγητό, πιστεύοντας ότι το θύμα του θα αποτεφρωθεί. Ο Πολυχρονίδης σώθηκε και οι απόγονοί του ζουν ακόμα στο Μεσόβουνο.[i]

Τα 900 γυναικόπαιδα και οι γέροι, συνοδεία όπλων, μεταφέρονται πεζή στην Πτολεμαΐδα σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Ακούν τα πολυβόλα να βάλλουν εναντίον των αγαπημένων τους προσώπων και βλέπουν τους πυκνούς καπνούς που αναδύονται από το χωριό. Μετά από πεζοπορεία χιλιομέτρων εγκλείονται στο κτίριο του Πέτρινου Δημοτικού Σχολείου και στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας (δεν είχαν κτιστεί ακόμα άλλοι ναοί). Παραμένουν έγκλειστοι για δύο εβδομάδες μέχρι να αποφασίσει η Νομαρχία να τους χωρίσει σε τρεις ομάδες και να τους διανείμει στα γύρω χωριά, για ζητιανιά, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν.

Η μαρτυρία του Αντώνη Παραστατίδη[ii] είναι ενδεικτική. «Το όνεμα μ’ εν’ Παραστατίδης Αντώνιος του Σάββα και το παρόνομα μ’ ο Κυρισιάς τ΄Ακτεαρτσιάντων. Εγεννέθα σο Μεσόβουνον και είμαι Μεσοβουνιώτης. Εγεννέθα το 1930. Έκαψαν το σπίτε μουν το βίος εμουν όλον εκατέστρεψεν και επαίραν μας και πήγαν σο Καϊλάρ. Ετοπλάεψαν εμας ουλτς απές σο πέτρινον το σχολείον τη Καϊλαρή. Και εδούλεψαν τα φουρνία, από παν’ έβρεχεν και εφέρνανε μας και έτρωγαν εκιαπές κανα δυο βδομάδας και κανόντσανε ντο να ευτάνε μας. Η αλήθεια να λέγεται εήν το κέκα να ‘νεσπάλω ο Παυλίδης εδιάθεσεν το ψωμίν της εποχής, τα δύο βδομάδας που έμνες σο Καϊλαρ. Μετά εκανόντσανε σε κάθε νομόν να στείλνε από είκοσι οικογένειας. Εμείς έτυχε να πάμε, να στείλνε μας ση Φλώρινα σο χωρίον Κλαπούτζικσταν, Πολυπλάτανον λέγνατο ατώρα. Και σκάλωσαμ’ και γύρευαμ’ (ζητιανεύαμε) …»

Στις 24 Απριλίου 1944 και στο πλαίσιο μιας τεράστιας, καλά οργανωμένης, αυστηρά μυστικής, επιχείρησης εκκαθάρισης του Βερμίου από τους αντάρτες, ονόματι αρχικά «Falke» και αργότερα «Μaigewitter» στην οποία συμμετείχαν τρεις ομάδες μάχης από τρία διαφορετικά σημεία, οι Γερμανοί φθάνουν στην περιοχή των Πύργων και του Μεσοβούνου προς αναζήτησή ανταρτών.Ο στόχος τους ήταν να εγκλωβίσουν και να εξοντώσουν τις μονάδες του ΕΛΑΣ αλλά και να καταστρέψουν ολοσχερώς όλες τις μονάδες ανεφοριασμού του καίγοντας ολόκληρα χωριά, ακόμα και μεμονωμένες παράγκες πάνω στο βουνό.

Σύμφωνα με τον Στράτο Δορδανά, στην διδακτορική διατριβή του με θέμα «Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία 1941-1944», δεν υπήρχε εντολή εξόντωσης του πληθυσμού αλλά κράτησής του σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Έδεσα. Ωστόσο δεν υπήρχαν σαφείς οδηγίες διαχωρισμού μεταξύ ανταρτών και πολιτών, με αποτέλεσμα να θεωρηθούν «αντιστασιακοί», ανεξαιρέτως, όσοι προσπαθούσαν να διαφύγουν, άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά. Σκοτώθηκαν συνολικά περίπου 520 άμαχοι. Οι υπόλοιποι περί τα 1.500 άτομα, ως επί το πλείστον χήρες και ορφανά, μεταφέρθηκαν με φορτηγά ή πεζή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πτολεμαΐδα μέσα σε ένα μακρόστενο μαντρί με παχνιά, στο ονομαζόμενο «χάνι της Δέσποινας Σιόλιου», όπου εγκλείστηκαν για μερικές ημέρες, μέχρι να τελειώσουν οι γερμανικές επιχειρήσεις.

Ο Νικόλαος Παυλίδης[iii] αναφέρει : «…Από εκεί και πέρα τους υπόλοιπους κατοίκους των Πύργων τους κατέβασαν στην Πτολεμαΐδα και τους έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στα τότε χάνια. Επειδή ήταν κλειστός ο χώρος, τους μάζεψαν όλους τους κατοίκους εκεί μέσα. Αυτοί λοιπόν εκτός από τον ψυχικό πόνο που είχαν, διότι χάσαν τους δικούς τους, χάσαν τα ζώα τους, χάσαν τα σπίτια τους, ήταν απελπισμένοι. Κανένας όμως δεν έδωσε σημασία εις το τι θα φάνε αυτοί οι άνθρωποι και πώς θα τα βγάλουν πέρα όλες τις ημέρες που τους είχαν οι Γερμανοί κλεισμένους. Οι Γερμανοί εν τω μεταξύ δεν έδιναν καμιά σημασία. Βλέποντας, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι αυτοί κινδύνευαν να πεθάνουν από την πείνα, πήρε την πρωτοβουλία ο πατέρας μου και για να βρει κάποιο έρεισμα ότι από κάποια οργάνωση ξεκίνησε η συνεισφορά αυτή, πήγε στο Θεολογίδη το γιατρό, ο οποίος ήταν τότε του Ερυθρού Σταυρού και είχε τις σφραγίδες και ταυτότητες και κάτι τέτοια. Αλλά αυτός είχε τρομοκρατηθεί τόσο πολύ, που δεν ήθελε ούτε καν να ανακατευτεί ούτε να τον ξέρουνε. Και του λέει : «Γιώργο», Γιώργο λέγαν τον πατέρα μου, « πάρε τις σφραγίδες, πάρε τα σήματα πάρε κι αυτά. Βάλε μια κορδέλα στα παιδιά σου και στην οικογένειά σου, βάλε και μια σημαία ότι είσαι εντεταλμένος του Ερυθρού Σταυρού, βάλε και μια κορδέλα εσύ και ο θεός βοηθός. Αλλά, αν κάτι πάει στραβά και σε ανακαλύψουν, μην πεις καν το όνομα Θεολογίδης».

Σκεπτόμενος ο Παυλίδης ότι θα χανόταν τόσος κόσμος πονεμένος, το αποφάσισε. Έβαλε σφραγίδες, πήρε τα πιστοποιητικά, τα οποία χρειάζονταν, και τα μοίρασε σε εμάς. Εν τω μεταξύ, από ένα σημείο και πέρα, επειδή ο κόσμος δεν μπορούσε να συνεισφέρει άλλα τρόφιμα, τα έβαζε από την τσέπη του. Αγόραζε τρόφιμα, πήγαινε το αλεύρι στο φούρνο του Δρόσου στη γειτονιά και έψηνε ψωμί…»

Τα χαρακτηριστικά των στρατοπέδων

Τα χαρακτηριστικά και των δυο στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Πτολεμαΐδα είναι παρόμοια. Είναι αποτελέσματα της γερμανικής πολιτικής αντιποίνων και της συλλογικής ευθύνης του ελληνικού πληθυσμού έναντι οποιασδήποτε αντιστασιακής πράξης κατά του εχθρού του. Στα στρατόπεδα αυτά φυλάσσονται όσοι από τους κατοίκους των χωριών γλύτωσαν του ολοκαυτώματος, συνήθως ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά. Τα στρατόπεδα της Πτολεμαΐδας δεν είναι ούτε στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας ούτε εξόντωσης. Δημιουργούνται προκειμένου να εξυπηρετηθούν πολεμικά σχέδια. Είναι στρατόπεδα εγκλεισμού για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα (10–15 ημερών). Στους απελευθερωθέντες απαγορεύεται η επιστροφή στους τόπους των μαρτυρίων τους. Οι συνθήκες υγιεινής είναι άθλιες. Δεν υπάρχουν τουαλέτες, βρύσες, υποδομές τέτοιες ώστε να εξυπηρετήσουν έναν τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων, διαφορετικών αναγκών. Δεν υπάρχει καμία περίθαλψη τραυματιών, επιτόκων και ασθενών. Δεν υπάρχει επισιτισμός των αμάχων, οι οποίοι αφήνονται στην τύχη τους, να πεθάνουν από την πείνα κατά παράβασιν του διεθνούς δικαίου. Φρουροί των στρατοπέδων ορίζονται έλληνες, συνεργάτες των γερμανών. Οι γερμανοί, εξασκούν σωματική και ψυχολογική βία στους εγκλείστους με το να διασπείρουν φήμες ή να εξαφανίζουν συνδαιτημώνες τους. (Στην περίπτωση του ‘44, πήραν πέντε άτομα, τρεις άνδρες και δυο δασκάλες, από το στρατόπεδο, τους πήγαν στη γέφυρα του Ανατολικού, τους υποχρέωσαν να σκάψουν το λάκκο τους, τους εκτέλεσαν και τους έθαψαν μέσα σε αυτόν).

Μπροστά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πτολεμαΐδας, η τοπική κοινωνία δεν μένει αμέτοχη και ανενεργή. Είναι γνωστή η δράση της οικογένειας Γεωργίου Παυλίδη (λιγνιτωρυχεία Παυλίδη – Αδαμόπουλου), η οποία με κίνδυνο της ζωής της και με την βοήθεια και άλλων θαρραλέων, εθελοντών πολιτών, διενεργεί εράνους, οργανώνει συσσίτια, συνδράμει και φροντίζει τους εγκλείστους με κάθε μέσον. Έτσι με ένα κομμάτι ψωμί, λίγες ελιές και με καζάνια, που μεταφέρονται πάνω στα κάρα, με ότι φαγητό είναι εφικτό για την εποχή, σώζονται, συνολικά και στα δυο στρατόπεδα, περίπου 2.500 ψυχές.

Η τύχη των παιδιών

Ένα άλλο άγνωστο χαρακτηριστικό των στρατοπέδων της Πτολεμαΐδας είναι η μεταχείριση των μικρών παιδιών τόσο από τις οικογένειές τους, όσο και από τους συμπολίτες τους. Η τοπική κοινωνία συγκινείται βλέποντας στην εικόνα του άπλυτου, νηστικού, ορφανού παιδιού. Υπάρχουν μαρτυρίες, οι οποίες αναφέρουν ό,τι άτεκνες γυναίκες αλλά και γυναίκες παντρεμένες οι οποίες δεν είχαν ακόμη δικά τους παιδιά, πήγαιναν στο στρατόπεδο και έπαιρναν στο σπίτι τους μικρά παιδιά, προκειμένου να τα σώσουν και να τα περιθάλψουν.

Οι χήρες τα έδιναν με πόνο ψυχής αλλά και με την σιγουριά ότι «αν φύγουν θα σωθούν». Από αυτά τα παιδιά, κάποια επιστράφηκαν στην οικογένειά τους, με το άνοιγμα των στρατοπέδων και κάποια όχι. Είναι γεγονός ότι μικρά βρέφη, βυζανιάρικα, δόθηκαν απευθείας για υιοθεσία σε άτεκνες οικογένειες, που έμεναν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και οι οποίες ειδοποιήθηκαν από συγγενείς τους να έρθουν για να πάρουν παιδιά.

Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της κας Σοφίας Τσιλογλανίδου-Ακριτίδου[iv], από το Μεσόβουνο. Ο πατέρας της σκοτώθηκε στο ολοκαύτωμα του 1941, έχοντας αφήσει έξι ορφανά και τη μητέρα τους στον πρώτο μήνα της κυήσεως .H ίδια, σε ηλικία πέντε χρονών, βρέθηκε, μαζί με τα μικρότερα μέλη της οικογένειας, (ο 15χρονος αδελφός της ήταν ήδη στο βουνό), μέσα στο «Χάνι», το 1944, μετά την τρίτη κατά σειρά επίθεση στο χωριό. Η αδελφή της βρέφος δυο χρονών, δόθηκε για υιοθεσία σε συγγενείς κατοίκων Πτολεμαΐδας, που έμεναν στον Βόλο. «Την είχε η μάνα μου στην ποδιά της μέσα. Και ήρθε μια Θεοδώρα την λέγανε. Αυτή έμενε στο Βόλο. Ήρθε να δει τους θείους της στην Πτολεμαΐδα. Άκουσαν ότι από το Μεσόβουνο είναι στο χάνι μέσα ορφανά και άπλυτα παιδιά, νηστικά. Και ήρθε στο χάνι και ζήτησε να πάρει ένα παιδί να το ταϊσει. Και κόλλησε στην μάνα μου. «Να το πάρω, κυρά Βαρβάρα, να το ταΐσω και να το ξαναφέρω;» Η μάνα μου δίστασε να το δώσει. Και οι γιαγιάδες, οι μεγαλύτερες, «δώσ’το, δώσ’το, θα πεθάνει!». Τό ‘δωσε. Το πήρε. Τό ‘λουσε, το τάισε, το κράτησε μια βδομάδα, τό ‘φερε. Ξανά ήρθε και το πήρε και ύστερα το κράτησε μέχρι που μας βγάλανε από το χάνι. Χάσαμε τα ίχνη, και κείνη εμάς… και “μεις εκείνη… Εμείς οι αδελφές, δεν λέγαμε ότι είμαστε τρεις. Λέγαμε έχουμε και μια στο Βόλο. Ποτέ δεν την ξεχωρίσαμε. Πάντα λέγαμε έχουμε και την αδελφή μας στο Βόλο.»

Μετά από πάροδο 26 χρόνων, γίνεται, το 1968, το δημοψήφισμα της χούντας με το «Ναι» και το «Όχι». Με το τέλος των εκλογών, η χούντα διενεργεί έλεγχο των μη ψηφισάντων. Στην περιοχή της Πτολεμαΐδας, εμφανίζονται, σύμφωνα με την κα Σοφία, γύρω στα πενήντα άτομα. Όλα από τα μαρτυρικά χωριά. Είναι τα παιδιά που δόθηκαν για υιοθεσία μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δηλώθηκαν, για δεύτερη φορά, από τους θετούς τους γονείς, στα μέρη όπου κατοικούσαν με τα νέα τους επίθετα, χωρίς να σβηστούν από τους καταλόγους Πτολεμαΐδας. Στη δίκη που ακολούθησε, έγινε αντιληπτό από το δικαστήριο και αθωώθηκαν όλοι, ανεξαιρέτως. Σύμφωνα με την κα Σοφία, η οποία παραβρέθηκε στην δίκη, όλα τα παιδιά εγνώριζαν το γένος τους, εκτός από την αδελφή της, την οποία πήγαν να δουν από μακριά, μη θέλοντας να διαταράξουν την οικογενειακή της γαλήνη. Παρακάλεσαν δε τον δικαστή να την φωνάξει με το επίθετο του άνδρα της.

Μιράντα Παυλίδου

—————————————-

[i] Μαρτυρίες Χρήστου Πολυχρονίδη, Μάρθας Παραστατίδου, Νικολαου Παυλίδη (προσωπικό αρχείο) [ii] Απόσπασμα από συνέντευξη Αντώνη Παραστατίδη, στο άρθρο «Μεσόβουνο Κοζάνης: Το χωριό της αντίστασης», «Πόντος και αριστερά» https://pontosandaristera.wordpress.com/2009/04/22/mesovouno/ αν. 22/07/2017

[iii] Απόσπασμα από μαγνητοφωνημένη συνέντευξη Νικολάου Παυλίδη 18/05/2007,(προσωπικό αρχείο)

[iv] Απόσπασμα από μαγνητοφωνημένη συνέντευξη της Σοφίας Τσιλογλανίδου-Ακριτίδου 11/06/2017,(προσωπικό αρχείο )

Ποίημα για την κατοχή του Ιωάννη Τσογγίδη

Έξι τ’ Απρίλη έτονε,
χρόνια σεράντα έναν,
οι Γερμανοί με τ’ άρματα,
επαίραν την Ελλάδαν.

Εξέβαν’ απάν’ ‘ς σα βουνά,
Έλληνες πατριώτες,
εντούνανε τους Γερμανούς
και Έλληνες προδότες.

Πέντε αντάρτες έτανε,
και εγένταν’ έναν τάγμαν,
συντάγματα και τάγματα
εξέβαν’ ‘ς σα ρασία,
εντούναν’ τον κατακτητήν,
να φέρ’νε ελευθερίαν.

Πολλοί πα έταν’ Έλληνες,
και εξέβαν’ ‘ς σα ρασία,
με τους Ναζί επέγ’νανε
και ’καίγαν’ τα χωρία.

Κρέμνιτσα και Κατράνιτσα,
πρώτα ’ς σην ιστορίαν,
πολύν αίμαν εδώκανε
για την ελευθερίαν. ‘

Σ σην Ακρόπολην έστησαν,
αγγυλωτόν σταυρόν-ι,
και εκείνον εκατήβασαν,
ο Λάκης και ο Μανώλης.

Τέσσερα χρόνια κατοχής,
επέρασεν ο τόπον,
λιμούς, θάνατους, βάσανα,
υπέφερεν ο κόσμον.

Στοιχεία για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα

Δυο Έλληνες ερευνητές βρέθηκαν σε μια μικρή γερμανική πόλη και συνέλεξαν στοιχεία για τους δοσίλογους και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί στην Ελλάδα
IRENE D’ ATHENES

Ο ιστορικός και επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών κι Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Στράτος Δορδανάς, και ο ιστορικός και επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Μάιντς στη Γερμανία, Βάιος Καλογριάς, αφιέρωσαν μία ολόκληρη εβδομάδα αδιάκοπης μελέτης του αρχείου του International Tracing Service αναζητώντας στοιχεία για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ελλάδας. Οι γερμανικές ιστορικές πηγές δεν τους απογοήτευσαν καθόλου, όπως λέει κι ο κος Δορδανάς στη συνέντευξη που μας παραχώρησε.

— Επισκεφθήκατε μαζί με τον Βάιο Καλογριά το International Tracing Service προκειμένου να συλλέξετε στοιχεία για την έρευνά σας σχετικά με τα ελληνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Θα θέλατε καταρχάς να μας εξηγήσετε τι είναι το ITS;

Το International Tracing Service είναι κατά κάποιον τρόπο μια διεθνής μηχανή αναζήτησης. Πρόκειται για την διασυμμαχική υπηρεσία που άνοιξε τις πύλες της μετά το τέλος του πολέμου και διαθέτει όλο το υλικό που αφορά τους εκτοπισμένους ανθρώπους που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γερμανία και στο έλεος του Γ’ Ράιχ. Όσοι επέζησαν, όταν απελευθερώθηκαν από τα στρατόπεδα εξόντωσης και καταναγκαστικής εργασίας, έτυχαν της φροντίδας της UNRRA και των άλλων φορέων αρωγής των Συμμάχων, καταγράφηκαν, ταυτοποιήθηκαν και στη συνέχεια επέστρεψαν στις πατρίδες τους με την βοήθεια των συμμαχικών υπηρεσιών.

Βασική μας επιδίωξη είναι ακριβώς να ιστορικοποιήσουμε όσους συνελήφθησαν, υπέφεραν, εκτελέστηκαν, εκτοπίστηκαν, κρατήθηκαν κι εξαναγκάστηκαν σε δουλική εργασία στο Γ’ Ράιχ.

— Στην Ελλάδα, κατά την περίοδο της Κατοχής, λειτούργησαν τρία στρατόπεδα συγκέντρωσης: στο Χαϊδάρι, τη Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα. Ωστόσο, περίπου 75 χρόνια μετά, η ιστορία τους δεν έχει ερευνηθεί συστηματικά όσο θα περίμενε κανείς, ενώ οι περισσότερες δημοσιεύσεις για το θέμα δεν είναι από ιστορικούς αλλά πρόκειται για προσωπικές αφηγήσεις. Γιατί; Το θέμα δεν ήταν αρκετά ενδιαφέρον;

Όχι. Σε ορισμένες περιπτώσεις ισχύει αυτό που λέμε «κάθε πράγμα στον καιρό του». Η μελέτη ιστορικών φαινομένων και γεγονότων εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό και από τις αρχειακές διαθεσιμότητες. Αυτό σημαίνει ότι το ενδιαφέρον ήταν μεγάλο, αυτό που μας έλειπε δεν ήταν η προθυμία ή η επιθυμία να τα μελετήσουμε ή να ασχοληθούμε με αυτά, αλλά η ένδεια των αρχειακών πηγών. Τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές μελέτες, τουλάχιστον αναφορικά με αυτά τα μεγάλα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω τη δουλειά της Άννας Μαρίας Δρουμπούκη για τα μνημεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που αναφέρεται εκτενώς στα στρατόπεδα Χαϊδαρίου και Παύλου Μελά. Η δική μας έρευνα στηρίζεται σε ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Προξενείο Θεσσαλονίκης και επικεντρώνεται στα τρία μεγάλα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τυπικούς κυρίως λόγους, και όχι για επιστημονικούς.

Μετά την ολοκλήρωσή του, πρόθεσή μας είναι να προχωρήσουμε σε μία αναλυτικότερη καταγραφή και περιγραφή των στρατοπέδων συγκέντρωσης που λειτούργησαν σε όλη την έκταση του ελλαδικού χώρου την περίοδο της Κατοχής. Στόχος μας είναι επίσης να συγκροτήσουμε τους πρώτους καταλόγους φυλακισμένων κι εκτοπισμένων, άρα κινούμαστε και ονομαστικά.

— Πέραν των τριών στρατοπέδων που αναφέραμε, σε ποια άλλα σημεία της ελληνικής επικράτειας λειτουργούσαν στρατόπεδα;

Καταρχάς δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι εξαιτίας της χρονικής καθυστέρησης στη μελέτη των κατοχικών στρατοπέδων, η περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι αποδελτιωμένη. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια στη μεγάλη διεθνή συζήτηση που διεξάγεται αναφορικά με την κατάταξη και την ορολογία που περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε σε όλη την κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη, οι χώροι αυτοί διακρίνονται σε τόπους κράτησης, στρατόπεδα συγκέντρωσης, στρατόπεδα εξόντωσης, διαμετακομιστικά κέντρα και γκέτο.

Η Ελλάδα όμως αυτήν τη στιγμή δεν μπορεί να ιχνηλατήσει με ακρίβεια την δική της θέση. Η έρευνά μας επιδιώκει αφενός να τοποθετήσει σωστά την Ελλάδα εντός της διεθνούς συζήτησης για τα στρατόπεδα, και αφετέρου να καταγράψει άλλες περιπτώσεις τόπων κράτησης. Προκειμένου να κατατάξουμε αυτούς τους χώρους αντίστοιχα χρειάζεται να αξιολογήσουμε τη λειτουργία, την έκταση και τη μορφή τους. Πιστεύω πως όλα αυτά θα συνεισφέρουν ώστε στο εξής να ανοίξει για την έρευνα πεδίο δόξης λαμπρό.

— Αναφερθήκατε στο ότι η έρευνα σας χρηματοδοτείται αποκλειστικά από το Γερμανικό Προξενείο Θεσσαλονίκης. Δεν είναι παράδοξο αυτό;

Για εμάς δεν είναι καθόλου παράδοξο. Είναι κάτι που μας δίνει την δυνατότητα και τα υλικά μέσα να διεξαγάγουμε την έρευνα σωστά και να επισκεφθούμε σημαντικά αρχεία. Στο πλαίσιο αυτό επισκεφθήκαμε το ITS στο Μπαντ Άρολσεν, και μπορώ να σας πω ότι γυρίσαμε πολύ πιο πλούσιοι ως προς την συλλογή αρχειακού υλικού. Δεν υπάρχει καμιά παραδοξότητα σχετικά με το ποιος χρηματοδοτεί μία έρευνα, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση φυσικά ότι ο χρηματοδότης δεν παρεμβαίνει στην δουλειά του ιστορικού.

— Θα λέγατε ότι οι κόποι σας ανταμείφθηκαν από τη μελέτη των γερμανικών αρχείων;

Ναι, ανταμείφθηκαν και μάλιστα με το παραπάνω. Οφείλω βέβαια να σας πω ότι δεν είμαστε οι πρώτοι που επισκέφθηκαν το ITS και σίγουρα δεν θα είμαστε και οι τελευταίοι. Πριν από εμάς έχουν ανατρεξει σε αυτό άλλοι ιστορικοί όπως η Έρικα Μπενβενίστε, ενώ γνωρίζω ότι μελλοντικά θα το επισκεφθούν και άλλοι συνάδελφοι προκειμένου να συλλέξουν στοιχεία για τους Έλληνες κρατούμενους σε τόπους καταναγκαστικής εργασίας στο Γ’ Ράιχ, να εντοπίσουν και να καταλογογραφήσουν όσους οδηγήθηκαν εκεί για να προσφέρουν δουλική εργασία είτε οικειοθελώς, είτε -στη συντριπτική τους πλειοψηφία- καταναγκαστικά. Με τον Βάιο Καλογριά δουλέψαμε επί μία εβδομάδα αποκλειστικά στο αρχείο αυτό ώστε να αποκτήσουμε μια πλήρη εικόνα του πώς μπορεί να μας βοηθήσει στην έρευνα που διεξάγουμε.

Αθήνα

— Εκτός από τα ιδιαίτερα λεπτομερή αρχεία τα οποία τηρούσε το ναζιστικό καθεστώς κατοχής, είχατε πρόσβαση και σε υλικό που αφορούσε την Ελλάδα από άλλες στρατιωτικές ή διπλωματικές δυνάμεις;

Το αρχείο προσφέρει σε ψηφιοποιημένη μορφή όλο το υλικό που συνέλεξαν μετά το τέλος του πολέμου οι σύμμαχοι και οι διασυμμαχικές αρχές, πρόκειται για υλικό από τους Βρετανούς, τους Αμερικανούς και τους Γάλλους. Προφανώς και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα δεν ήταν δυνατόν να ολοκληρωθεί η έρευνά μας. Απομένουν να γίνουν πολλά, όπως για παράδειγμα συστηματική καταγραφή όλων όσοι βρέθηκαν εντός της επικράτειας του Γ’ Ράιχ, των αιτιών που τους έφεραν εκεί και της τυχόν δράσης τους. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να συγκροτηθεί μία πολυμελής ομάδα που θα διατρέξει το πλούσιο υλικό με εντατικούς ρυθμούς.

Ως τώρα κι εμείς οι ίδιοι είχαμε πολλά ερωτηματικά σχετικά με τις πληροφορίες που κρύβονται στο αχανές αυτό αρχείο, τα οποία πλέον απαντήθηκαν. Τι εννοώ με αυτό; Από δημοσιεύματα στον Τύπο είχαμε ακούσει ότι στο Μπαντ Άρολσεν υπάρχουν ονόματα όσων συνεργάστηκαν με τους κατακτητές στην περίοδο της Κατοχής στην Γερμανία, νέα ονόματα και υλικό το οποίο δεν γνωρίζαμε. Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι και πλέον μπορούμε να αποσαφηνίσουμε τι ισχύει και τι όχι.

Στο Μπαντ Άρολσεν εντοπίσαμε τα πρακτικά των γερμανικών στρατοδικείων. Πρόκειται πράγματι για παρθένο υλικό που δεν υπάρχει σε κανένα άλλο αρχείο, ειδικά στην Ελλάδα. Δυστυχώς το υλικό αυτό δεν μας προσφέρει μια πλήρη εικόνα της λειτουργίας τους στο σύνολο της χώρας, γεγονός που προκαλεί κάποια ερωτήματα. Γιατί για παράδειγμα λείπουν τα στοιχεία που αφορούν το στρατοδικείο του στρατιωτικού διοικητή Ελλάδας ή του διοικητή Νοτίου Ελλάδας ή της Πελοποννήσου; Υπάρχει ωστόσο πολύτιμο υλικό από τον στρατιωτικό διοικητή Θεσσαλονίκης-Αιγαίου και της Ηπείρου, μόνο από αυτές τις δύο γεωγραφικές ενότητες, τη γερμανική ζώνη κατοχής της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Το γιατί δεν υπάρχει το αντίστοιχο υλικό από την υπόλοιπη Ελλάδα είναι κάτι το οποίο δεν είμαστε σε θέση να απαντήσουμε αυτή την στιγμή.

Το καινούργιο αυτό υλικό αφορά υποθέσεις Ελλήνων οι οποίοι βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου την περίοδο της Κατοχής επειδή είχαν εκδηλώσει «παραβατική συμπεριφορά» κατά το γερμανικό στρατιωτικό και ποινικό δίκαιο. Όμως το μεγαλύτερο τμήμα του υλικού των στρατοδικείων αφορά υποθέσεις Ελλήνων που εξοπλίστηκαν από τους ίδιους τους Γερμανούς, εντάχθηκαν σε Τάγματα Ασφαλείας και συνεργάστηκαν μαζί τους. Οι περισσότεροι το έκαναν για προσωπικούς λόγους ή για λόγους εκδίκησης, κάποιοι και για λόγους επιβίωσης, και ως επί το πλείστον συνοδεύοντας τον γερμανικό στρατό συμπεριφέρθηκαν με πολύ άγριο τρόπο απέναντι στους συμπατριώτες τους. Προχώρησαν σε λεηλασίες, εκτενείς καταστροφές, αναίτιες εκτελέσεις. Για τους λόγους αυτούς οι ίδιοι οι Γερμανοί τους πέρασαν από στρατοδικείο.

Ο πλούτος των στοιχείων που διαθέτουμε σε αυτήν τη βάση νομίζω πως μας δίνει πλέον τη δυνατότητα να προχωρήσουμε το θέμα του ελληνικού δοσιλογισμού ένα βήμα παρακάτω, δηλαδή να εξετάσουμε τους δοσίλογους υπό το πρίσμα των κατηγορουμένων ενώπιον του Γερμανικού Στρατοδικείου.

— Ο δοσιλογισμός είναι επίσης ένα ζήτημα που δεν έχει ερευνηθεί εξαντλητικά από τους Έλληνες ιστορικούς, για χρόνια φαινόταν να υπάρχει μια διάχυτη απροθυμία ενασχόλησης, ακόμα και αναφοράς στο θέμα αυτό. Τα αρχεία που μελετήσατε περιείχαν στοιχεία που θα μπορούσαν να φωτίσουν αυτό το σκέλος της κατοχικής και μετακατοχικής ιστορίας;

Θα διαφωνούσα ελαφρώς μαζί σας από την άποψη ότι τα τελευταία χρόνια έχουνε φωτιστεί αρκετές πτυχές του φαινομένου, κι αυτό χάρη στη διάθεση νέου αρχειακού υλικού στους ερευνητές, κυρίως δικαστικού υλικού, άρα είμαστε σε πολύ καλή θέση σε σχέση με το παρελθόν. Εκείνο που μας δίνει το ITS είναι μια νέα διάσταση του φαινομένου. Να δούμε όσους συνεργάστηκαν, εξοπλίστηκαν από τις κατοχικές αρχές κι εντάχθηκαν στα τάγματα ασφαλείας να δρουν όχι μόνο στην Ελλάδα επί του πεδίου, αλλά να ξετυλίγεται η δράση τους από τους Γερμανούς στρατοδίκες όταν βρέθηκαν ενώπιον τους ως κατηγορούμενοι.

Επίσης υπάρχει πλούσιο υλικό και για όσους αντιμετώπισαν κατηγορίες λεηλασίας εβραϊκών περιουσιών. Εάν μέχρι στιγμής όσα γνωρίζαμε κυμαίνονταν μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, μεταξύ αντικειμενικών διηγήσεων και προσωπικών αναμνήσεων, ως ψίθυροι, ακούγονταν διάφορα αναφορικά με το τι συνέβη με τις εβραϊκές περιουσίες και τους Έλληνες οι οποίοι έσπευσαν να επωφεληθούν από τον εκτοπισμό του εβραϊκού πληθυσμού. Τα γερμανικά στρατοδικεία μας προσφέρουν μια πολύ καλή εικόνα όλων αυτών οι οποίοι έσπευσαν να οικειοποιηθούν περιουσίες που δεν τους ανήκαν μετά τον εκτοπισμό των Εβραίων, όπως για παράδειγμα στα Ιωάννινα.

pontosandaristera

ΔΗΜΟΦΙΛΗ