Μείζονα προγράμματα προμηθειών δεν υλοποιήθηκαν, ούτε έγιναν οι απαραίτητες αναβαθμίσεις.
Η πρόσφατη δοκιμή του τουρκικού βαλλιστικού βλήματος μικρού βεληνεκούς (SRBM) TAYFUN θα πρέπει να αποτελέσει αφορμή ώστε να επανεξεταστεί άμεσα η προτεραιοποίηση της κάλυψης μίας εξαιρετικά σημαντικής απαίτησης, της αντιαεροπορικής – αντιπυραυλικής άμυνας.
- Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Ας σημειωθεί ότι τη σημερινή μορφή της ελληνικής αντιαεροπορικής – αντιπυραυλικής αεράμυνας διαμόρφωσαν προγράμματα προμηθειών που υλοποιήθηκαν μετά την κρίση των Ιμίων, κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας, δηλαδή πριν από περίπου 20 χρόνια. Δυστυχώς έκτοτε μείζονα προγράμματα προμηθειών δεν υλοποιήθηκαν ούτε έγιναν οι απαραίτητες αναβαθμίσεις διαθέσιμων συστημάτων, που πλέον έχουν συμπληρώσει σε υπηρεσία περισσότερες από δύο δεκαετίες.
Ταυτόχρονα, το ίδιο διάστημα έχουν γίνει μεγάλης κλίμακας αλλαγές στη φύση και στα χαρακτηριστικά της απειλής και τα συστήματα παλαιότερης τεχνολογικής γενεάς έχουν εξ ορισμού πρόβλημα αποτελεσματικής αντιμετώπισης απειλών που αναδύθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και αυτών που αναμένεται να εμφανιστούν τα επόμενα, καθώς δεν έχουν σχεδιαστεί για αυτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην πρώτη περίπτωση είναι τα Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη (ΜΕΑ), εξοπλισμένα ή μη, και τα περιφερόμενα πυρομαχικά (loitering munitions), που καταγράφουν συνεχώς αυξανόμενη παρουσία στον σύγχρονο χώρο επιχειρήσεων.
Συνδυάζοντας μηδενικές ανθρώπινες απώλειες και πολύ χαμηλότερο κόστος προμήθειας σε σχέση με επανδρωμένες πλατφόρμες ή στην περίπτωση των περιφερόμενων πυρομαχικών σε σχέση με τα τυπικά κατευθυνόμενα βλήματα, επωφελούμενα από την ταχεία ωρίμανση τεχνολογιών, που τελικά θα τα καταστήσουν πλήρως αυτόνομης λειτουργίας, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η μηχανική μάθηση, καθιστούν πλέον πραγματικότητα τη δυνατότητα να επιχειρούν ως σμήνη (swarming) προκαλώντας κορεσμό της φίλιας αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας.
Υπερηχητικά όπλα
Στη δεύτερη περίπτωση εντάσσονται τα υπερηχητικά (ταχύτητα μεγαλύτερη της ταχύτητας του ήχου που ανέρχεται σε 343 μέτρα/δευτερόλεπτο – 1.235 χλμ./ώρα) και τα πολυηχητικά(ταχύτητας πολλαπλάσιας του ήχου) όπλα που ήδη βρίσκονται σε πολύ προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης ή έχουν ενταχθεί σε υπηρεσία. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των όπλων αυτών των κατηγοριών είναι η πολύ μεγάλη ταχύτητά τους, που μειώνει δραματικά τον χρόνο εντός του οποίου καλείται να αντιδράσει η φίλια αντιαεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα.
Είναι ευρέως γνωστό ότι στον τομέα των ΜΕΑ η τουρκική βιομηχανική και τεχνολογική βάση παρουσιάζει έντονη δραστηριότητα στην έρευνα και ανάπτυξη, σχεδίαση και παραγωγή, και πλέον εκτός της κάλυψης των εθνικών αναγκών έχει επιτύχει να καθιερωθεί στην παγκόσμια αγορά ως προμηθευτής συστημάτων της κατηγορίας. Ο πόλεμος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ το 2020 και ο εν εξελίξει πόλεμος στην Ουκρανία ενίσχυσαν σημαντικά την εμπορική προώθηση των τουρκικής σχεδίασης και παραγωγής συστημάτων που διαφημίζονται ως «δοκιμασμένα στη μάχη».
Για παράδειγμα, το μεσαίου υψομέτρου – μακράς αυτονομίας (MALE) Bayraktar TB2 έχει σημειώσει αξιοσημείωτη εξαγωγική επιτυχία σε Αζερμπαϊτζάν, Αιθιοπία, Κατάρ, Μαρόκο, Ουκρανία, Πακιστάν, Πολωνία κ.α. Εξίσου έντονη είναι η τουρκική δραστηριότητα και στους τομείς των περιφερόμενων πυρομαχικών (ήδη διαφημίζεται η ύπαρξη συστημάτων που ενσωματώνοντας τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να επιχειρούν πλήρως αυτόνομα ως σμήνη), της ανάπτυξης βαλλιστικών βλημάτων (βλέπε σχετική αναφορά) και υπερηχητικών/πολυηχητικών όπλων (σε πιο πρώιμο στάδιο ανάπτυξης σε σχέση με τα προηγούμενα).
Εξ ορισμού η αύξηση του βεληνεκούς των τουρκικής σχεδίασης συστημάτων καταργεί το ελληνικό στρατηγικό βάθος και καθιστά κρίσιμες στρατιωτικές ή μη υποδομές, στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, στόχους δυνάμενους να προσβληθούν. Αυτή ακριβώς τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται ήθελε να επισημάνει (και φυσικά να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά τόσο στο εσωτερικό όσο και το εξωτερικό) η Αγκυρα, με τη δημοσιοποίηση, αμέσως μετά την πρόσφατη δοκιμή του βαλλιστικού βλήματος TAYFUN, των διαγραμμάτων που απεικονίζουν το σύνολο της ελληνικής επικράτειας εντός του βεληνεκούς του βλήματος.
Μείζονα επιχειρησιακά προβλήματα
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, δημιουργούνται μείζονα επιχειρησιακά προβλήματα στην ελληνική αντιαεροπορική – αντιπυραυλική άμυνα, η οποία πλέον καλείται να αναπτύξει τερματική άμυνα σε κρίσιμους στόχους που πριν από μερικά χρόνια βρίσκονταν εκτός βεληνεκούς (π.χ. το ενεργειακό κέντρο της Πτολεμαΐδας).
Επίσης, η ευρεία χρήση ΜΕΑ εξοπλισμένων ή μη και περιφερόμενων πυρομαχικών επιβάλλει στην ελληνική πλευρά να ανασχεδιάσει εκ βάθρων την αντιαεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα σε επίπεδο πλατφόρμας, μονάδων, σχηματισμών, υποδομών κ.λπ., και να αρχίσει άμεσα την ταχεία ενσωμάτωση και ολοκλήρωση στην υφιστάμενη αρχιτεκτονική τεχνολογιών στους τομείς των αισθητήρων (για τον έγκαιρο εντοπισμό, αναγνώριση και εγκλωβισμό των απειλών), των συστημάτων διοίκησης, ελέγχου και επικοινωνιών, του ηλεκτρονικού πολέμου (εντοπισμός – παρεμβολή) και των μέσων εκπομπής πυρών (πυροβόλα, κατευθυνόμενα βλήματα, όπλα κατευθυνόμενης ενέργειας, όπως π.χ. λέιζερ και μικροκυμάτων υψηλής ενέργειας) για την αποτελεσματική εξουδετέρωση των νέων απειλών.
Σε αρκετές περιπτώσεις οι τεχνολογίες είναι διαθέσιμες, ενώ σε άλλες είναι δυνατόν να συμμετάσχει η εγχώρια βιομηχανική και τεχνολογική βάση σε εθνικά, διμερή ή ευρωπαϊκά/πολυεθνικά προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης, σχεδίασης και παραγωγής.
Πολύ κοντά ο παροπλισμός των ρωσικών όπλων
Το σημαντικότερο πρόβλημα την παρούσα περίοδο, εκτός βεβαίως της ανάγκης αναβάθμισης και ενίσχυσης λόγω της προαναφερθείσας ποιοτικής αναβάθμισης της τουρκικής απειλής, είναι η τύχη των ρωσικής προέλευσης συστημάτων που βρίσκονται σε υπηρεσία.
Λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της συνεπεία αυτής διάρρηξης των σχέσεων μεταξύ Δύσης (NATO / Ευρωπαϊκή Ενωση) και Ρωσικής Ομοσπονδίας, είναι πιθανό να έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τον παροπλισμό των TOR-M1, OSA-AK/AKM και S-300PMU1. Με βάση τα ισχύοντα σήμερα, η υπογραφή της ανανέωσης των συμβάσεων Εν Συνεχεία Υποστήριξης (ΕΣΥ) των ανωτέρω συστημάτων και της σύμβασης για την επέκταση του επιχειρησιακού ορίου ζωής των βλημάτων TOR-M1, που επρόκειτο να λάβει χώρα εντός του 2022, έχει στην καλύτερη περίπτωση αναβληθεί για απροσδιόριστο μέλλον. Επιπρόσθετα είναι άγνωστη η τύχη των παραδόσεων υλικών για τα ανωτέρω συστήματα στο πλαίσιο συμβάσεων ΕΣΥ που είχαν ανατεθεί το 2017.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζει ο Ελληνικός Στρατός, που βρίσκεται αντιμέτωπος με τον αρκετά πιθανό παροπλισμό του συνόλου των συστημάτων SHORADS και την εξάντληση της επιχειρησιακής ζωής του συνόλου των συστημάτων μέσου βεληνεκούς (Improved HAWK PIP Phase III). Ας σημειωθεί εδώ ότι στη μελέτη εκσυγχρονισμού του εν λόγω συστήματος προβλεπόταν η αντικατάστασή του το 2020.
Στο πλαίσιο αυτό γίνεται πλέον επιτακτική η ανάγκη άμεσης σύνταξης ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την αντιμετώπιση του προβλήματος και ταυτόχρονης ικανοποίησης των επιχειρησιακών απαιτήσεων που δημιουργούν η αναβάθμιση της απειλής, η εξέταση των διαθέσιμων επιλογών και η προετοιμασία της διαδικασίας για την έναρξη της αντικατάστασης αυτών των συστημάτων. Δυστυχώς, θα απαιτηθούν χρόνος και διάθεση σημαντικού ύψους οικονομικών πόρων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σε μελέτες που είχαν συνταχθεί πριν από μερικά χρόνια προσδιόριζαν το κόστος για την κάλυψη των αναγκών του Ελληνικού Στρατού σε περίπου 3 δισ. ευρώ.
Οι συμβάσεις που υπέγραψε η χώρα μας για την προμήθεια αμυντικών συστημάτων την περίοδο 1998-2004
Με βάση επίσημες ανακοινώσεις της εποχής και πληροφορίες από ανοικτές πηγές την περίοδο 1998-2004 για την προμήθεια συστημάτων αντιαεροπορικής – αντιπυραυλικής άμυνας ανατέθηκαν συμβάσεις συνολικού ύψους (με την τρέχουσα ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ) τουλάχιστον 2,8 δισ. ευρώ.
Αναλυτικά:
- 1998. Εντάχθηκαν σε υπηρεσία 16 συστήματα OSA-AKM που η προμήθειά τους έγινε από τη Ρωσία στο πλαίσιο σύμβασης ύψους 33 δισ. δραχμών (94.183.770 ευρώ). Η σύμβαση περιελάμβανε δικαίωμα προαίρεσης για επιπλέον τέσσερα συστήματα και τον εκσυγχρονισμό στο επίπεδο OSA-AKM των αρχικών 12 συστημάτων OSA-AK, που το 1992 αποκτήθηκαν από τη Γερμανία, από τα αποθέματα του Στρατού της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, σε εφαρμογή της συνθήκης μείωσης εξοπλισμών CFE (Convential Forces Europe). Επίσης, στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών ωφελημάτων της προμήθειας των TOR-M1 αποκτήθηκαν επιπλέον επτά συστήματα του τύπου.
- Φεβρουάριος 1999. Σύμβαση ύψους 552.000.000 δολαρίων με τη ρωσική εταιρία Antey για την προμήθεια 21 συστημάτων TOR-M1.
- 19 Φεβρουαρίου 1999. Σύμβαση συνολικού ύψους 1,139 δισ. δολαρίων με την αμερικανική Raytheon για την προμήθεια τεσσάρων πυροβολαρχιών PAC-3 (FU) των έξι εκτοξευτών Μ901 η καθεμία, 200 βλημάτων PAC-2 GEM, δύο κέντρων πληροφοριών και συντονισμού ICC, και δύο επιπλέον του δικαιώματος προαίρεσης.
- Μάρτιος 1999. Σύμβαση με την εταιρία HKV (κοινοπραξία της αμερικανικής Raytheon και της νορβηγικής Kongsberg) για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος Improved HAWK στη διαμόρφωση Φάσης ΙΙΙ, τελικού κόστους 152.833.370 δολαρίων, ενώ στις 14 Ιουνίου 2002 υπεγράφη η ύψους 22.100.000 δολαρίων ΗΠΑ σύμβαση ανακατασκευής (overhaul) των υλικών του συστήματος Improved HAWK.
- 22 Ιουνίου 1999. Σύμβαση ύψους 81,4 δισ. Δραχμών (238.000.000 ευρώ) με τη γαλλική Thales για την προμήθεια 11 συστημάτων Crotale NG/GR (εννέα για την Πολεμική Αεροπορία και δύο για το Πολεμικό Ναυτικό) και των βλημάτων τους.
- 2000. Υπεγράφησαν με τη ρωσική εταιρία Antey δύο νέες συμβάσεις, συνολικού ύψους 300.000.000 δολαρίων ΗΠΑ για την προμήθεια έξι και τεσσάρων συστημάτων TOR-M1, αντίστοιχα. Εξ αυτών τα έξι παραδόθηκαν στην Κύπρο, ως αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση των S-300PMU1 στην Ελλάδα, ενώ τα τέσσερα παραχωρήθηκαν στην Πολεμική Αεροπορία για την εγγύς αντιαεροπορική προστασία των S-300PMU-1.
- 3 Αυγούστου 2000. Σύμβαση ύψους 134.000.000 ευρώ με την STN Atlas Elektronik GmbH (στη συνέχεια Rheinmetall Defence Electronics GmbH) για την προμήθεια των 54 συστημάτων ASRAD-HELLAS που οι παραδόσεις τους άρχισαν το 2004. Επίσης, περί τα τέλη του 2000, σύμβαση ύψους 47.500.000 δολαρίων ΗΠΑ για την προμήθεια 432 βλημάτων FIM-92C Stinger RMP για τον εξοπλισμό των συστημάτων.
- 15 Νοεμβρίου 2002. Σύμβαση ύψους 84.100.000 ευρώ με την ελβετική εταιρία Oerlikon Contraves (νυν εταιρία του ομίλου Rheinmetall) για τη γενική επισκευή και αναβάθμιση των συστημάτων «ΒΕΛΟΣ», με σκοπό την εξασφάλιση της εφοδιαστικής υποστήριξης σε βάθος χρόνου και την προσθήκη της χρήσης των πυρομαχικών AHEAD κατά στόχων περιορισμένου μεγέθους, όπως βλήματα αεροδυναμικής πτήσης, ΜΕΑ και βλήματα αντιραντάρ υψηλής ταχύτητας. Στις 4 Σεπτεμβρίου 2004 εξασκήθηκε το ύψους περίπου 79.000.000 ευρώ δικαίωμα προαίρεσης της ανωτέρω σύμβασης.
Το τουρκικό πρόγραμμα βαλλιστικών βλημάτων έχει… παρελθόν
Αυτό καθαυτό το βλήμα TAYFUN τη δεδομένη χρονική στιγμή και για το ορατό μέλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί απειλή η οποία μπορεί να ανατρέψει δραματικά τον συσχετισμό ισχύος Ελλάδας – Τουρκίας. Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, το βλήμα, εκτοξευόμενο από κινητό εκτοξευτή επί οχήματος που είχε ταχθεί στο αεροδρόμιο Ρίζε-Αρτβιν, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, επέτυχε βεληνεκές 561 χλμ.
Πληροφορίες, όμως, για το μέγεθος και την καταστρεπτικότητα της πυροκεφαλής και ειδικότερα για την ακρίβειά του, η οποία μετρείται με την αποκαλούμενη πιθανότητα κυκλικού σφάλματος (CEP: Circular Error Probable), δηλαδή η ακτίνα ενός κύκλου με κέντρο τον στόχο, εντός του οποίου θα γίνει η πρόσπτωση του 50% των βλημάτων που εκτοξεύονται κατά του στόχου, δεν αναφέρθηκαν σε ανοικτές πηγές.
Σε μερικά χρόνια, όμως, εφόσον δεν σημειωθούν τεκτονικές αλλαγές στην τουρκική εθνική στρατηγική, το TAYFUN και πιθανώς και άλλα βλήματα της κατηγορίας που θα αναπτυχθούν, θα αποτελέσουν σημαντικό πρόβλημα για την άμυνα της χώρας και στην περίπτωση που η Αγκυρα πορευτεί στην οδό της απόκτησης όπλων μαζικής καταστροφής (πυρηνικών – βιολογικών – χημικών), θα μετατραπούν σε υπαρξιακή απειλή. Επισημαίνεται ότι τόσο κατά το παρελθόν όσο και μετά τη δοκιμή του TAYFUN έγιναν δηλώσεις για την ανάγκη «πυρηνικοποίησης» της Τουρκίας, ως το επόμενο βήμα καθιέρωσής της μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων παγκοσμίως.
Σε κάθε περίπτωση, η δοκιμή του TAYFUN δεν μπορεί να θεωρηθεί αιφνιδιαστική εξέλιξη. Η επίσημη απαρχή του τουρκικού προγράμματος τοποθετείται το 1990, όταν σε συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας αποφασίστηκε η απόκτηση βλημάτων εδάφους – εδάφους (Ε-Ε) με πρόφαση να αντιμετωπιστεί η απειλή, κατά της Τουρκίας, από γειτονικές χώρες (Συρία – Ιράκ – Ιράν) που διέθεταν βλήματα Ε-Ε μεγάλου βεληνεκούς. Σε εφαρμογή της απόφασης και προκειμένου να αποκτήσει ανάλογη τεχνογνωσία, η Τουρκία ήλθε σε επαφή με ΗΠΑ, Ισραήλ, Κίνα και Πακιστάν για τη συμπαραγωγή πυραύλων Ε-Ε, ενώ το 1991 στρατολόγησε 200 επιστήμονες τουρκικής καταγωγής, από την πρώην Σοβιετική Ενωση.
Κατά πληροφορίες, το 2009, η Τουρκία είχε κατασκευάσει ή ανέπτυσσε:
- Συστήματα Πολλαπλών Εκτοξευτών Πυραύλων (ΠΕΠ) Τ-302 KASIRGA διαμετρήματος 302 χλστ., Τ-122 και Τ-107.
- Σύστημα Βαλλιστικών Πυραύλων Μικρού Βεληνεκούς J-600T YILDIRIM.
- Πυραυλικά Συστήματα Ε-Ε TOROS 230A-260A, BABUR ΗΑΝ και στο πλαίσιο των προγραμμάτων «J» και ŐZGŰN.
Το δε οπλοστάσιό της περιελάμβανε 1.500 βλήματα Ε-Ε, βεληνεκούς 100 – 200 χλμ. (YILDIRIM J-600T, JAGUAR, TOROS 230A-260A, MGM-140 ATACMS Block I και T-302 KASIRGA).