Του Τσολάκη Πασχάλη
Τι είναι τούτα τα θεόρατα πλάσματα
που δρασκελίζουνε με μιας τα δύσβατα βουνά
κι οι μαντήλες που φορούν ακουμπούν τον ουρανό
ποια γης τις έκρυβε και ποια νερά τις πλέναν
άνοιξαν τα σπλάχνα της ιστορίας
πετάχτηκαν οι σπαρτιάτισσες, οι μάνες του Ζαλόγγου
οι χήρες των κλεφτοαρματολών, οι μαυροφορεμένες
μαζί κι οι ακριτοπούλες της ρωμιοσύνης
στις πλάτες βόλια- πολεμοφόδια-στο μέτωπο τραβάνε
το βάρος όλο του ουρανού-σε γυναικείες πλάτες
μα εκείνες σαν τον άτλαντα – τον ουρανό σηκώνουν
αέρηδες τις γρονθοκοπούν- ριπές τα αυτιά κουφαίνουν
μα αυτές περήφανες τραβούν- η μια πίσω από την άλλη
έπιασε ο χάρος όλα τα περάσματα
μα εκείνες τον φόβο τον θάψαν στις χαράδρες
αστράφτουν οι ουρανοί και μέσα τους πάλλεται η καρδιά
σφίγγουν τα δόντια να φτάσουνε στο μέτωπο
αγέλαστες κι άσκιαχτες – σαν τα βράχια
που τα διαβαίνουν- λες κι είναι στάχυα
ζύγωσαν – φτάσανε και το σταυρό τους κάνουν
γελούν οι μαχητές της λευτεριάς- το μπόι τους ψηλώνει
ολύμπιες γυναίκες – της ρωμιοσύνης φύτρα
το πρώτο γάλα που βυζάξαν στα παιδιά τους το λέγανε Ελλάδα
και το στερνό τους δάκρυ λευτεριά
κι έδειξαν με την πράξη τους
πώς η ψυχή υποτάσσει την ύλη
χαίρε ολύμπια – ανώνυμη γυναίκα!