Η Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (25 Οκτ. 1822- 31 Δεκ. 1822) που έλαβε χώρα κατά το αρχικό στάδιο του Απελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων (1821-29) είναι ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια της Ελληνικής Επανάστασης.
Θα ακολουθήσουν η δεύτερη και η τρίτη πολιορκία μέχρι τον Απρίλιο του 1826.
Μετά την συντριβή των ελληνικών σωμάτων, όπου σκοτώθηκαν και πολλοί φιλέλληνες στην Μάχη του Πέτα (4 Ιουλ. 1822) οι τουρκικές δυνάμεις υπό την αρχιστρατηγία του Ομέρ Βρυώνη κατευθύνονται προς τη Δυτική Ελλάδα και ανασυντάσσονται στο Βραχοχώρι (σημ. Αγρίνιο) δύο ώρες πεζοπορία από το Μεσολόγγι.
Η αντίσταση των ελληνικών σωμάτων στο Κεφαλόβρυσο Αιτωλοκαρνανίας,(κοντά στο Αιτωλικό) δεν κράτησε παρά ελάχιστες ώρες και κατά τον ιστορικό Τρικούπη «οι μεν εντόπιοι οπλαρχηγοί ανέβησαν στα βουνά, ο δε Κίτσος (Γεώργιος) και ο Μπότσαρης εισήλθαν καταδιωκόμενοι υπό των εχθρών και κακώς έχοντες εις Μεσολόγγι» (με τριάντα πέντε άνδρες), όπου είχε καταφύγει τέσσερις ημέρες προτού και ο Μαυροκορδάτος».
Τα προ της πολιορκίας
Οι πολιορκούμενοι ήταν 458 κατά Τόμας Γκόρντον, ενώ ο Τρικούπης κάνει αναφορά για 360 άνδρες. Ο Σπηλιάδης μετράει 550 Ρουμελιώτες και 50 Σουλιώτες.
«Και που, λοιπόν, να πάμεν είπε ( Μαυροκορδάτος). Και προς το Μάρκον στραφείς, μαζύ Σου θ΄αποθάνω Μπότζαρη. Και εγώ μαζύ σου πρίγγιψ (sic)
Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο ιερός των Ελλήνων Αγών, 1873.
«Αν φύγω οι αλβανικές ορδές θα περάσουν στην Πάτρα· η Πελοπόννησος θα συντριβεί κι αυτό θα είναι μοιραίο για την ελληνική υπόθεση. Εδώ πρέπει να πεθάνουμε (c΄est ici que nous devons perir)
Φρανσουά Πουκεβίλ (Pouqueville)»
Ο Μαυροκορδάτος, που είχε σπουδάσει οχυρωματική στη Γενεύηα[›] επιδιορθώνει το τείχος και τους προμαχώνες και καθαρίζει τις τάφρους και προσδένει πολλές ξιφολόγχες που είχε βρει στις αποθήκες σε ξύλα ώστε να φαίνονται οι αμυνόμενοι πολλοί.
Οι ανεπιθύμητοι επαναστάτες
Όσοι δεν πρόλαβαν να οχυρωθούν στο Μεσολόγγι επιβιβάστηκαν στο μικρό νησί της Καλάμου που τότε τελούσε υπό αγγλικήν κυριαρχία, αλλά ο αρμοστής Τόμας Μαίτλαντ τους θεώρησε ανεπιθύμητους επαναστάτες και τους κατεδίωξε με αποτέλεσμα να περιφέρονται πλέον στους καλαμώνεις του Αμβρακικού κόλπου και του Αχελώου επιδιδόμενοι σε κλεφτοπόλεμο.
Μετά τη λύση της πολιορκίας αυτοί οι συμφοριασμένοι και όχι απελπισμένοι, προξενούν σημαντικές ζημίες στις εφοδιοπομπές των Τούρκων. Το πόσοι επέζησαν απ΄αυτούς μετά την Έξοδος του Μεσολογγίου (Απρ. 1826) δεν μπορούμε να γνωρίζουμε.
Τα «καπάκια»
Ο Ομέρ Βρυώνης αποφασισμένος εξαρχής να μην καταστρέψει το Μεσολόγγι που θα το χρησίμευε ως ορμητήριο για τις περαιτέρω επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο εύκολα μεταπείσθηκε από τον Βαρνακιώτη, που σύμφωνα με τον Σπηλιάδη «τον κατέπεισε να προτιμήσει την δια συνθηκών παράδοσιν του Μεσολογγίου παρά την δια αιματοχυσίας καταστροφήν». Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε ο πασάς Άγο Βάσιαρι, παλαιός γνώριμος του Μάρκου Μπότσαρη. Έτσι Ο Μπότσαρης βγήκε από την πόλη σε απόσταση «βολής πιστόλας» και συναντήθηκε με τον Άγο Βάσιαρι που του υποσχέθηκε αμνηστία και πολλά άλλα ευεργετήματα. Ο Μπότσαρης θέλοντας να κερδίσει χρόνο επιχειρηματολογεί ότι χρειάζεται ακόμα λίγο χρόνο για να πείσει τους φράγκους του Μαυροκορδάτου.
Έτσι κερδίζεται χρόνος ανακωχής 8 ημερών οπότε καταφθάνουν οκτώ υδροσπετσιώτικα πλοιάρια και διασπούν τον κλοιό στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου των τριών τουρκικών πλοίων που καταδιωκόμενα το ένα με ζημίες κατεθύνθηκε στην Ιθάκη και τα άλλα δυο στη Ναύπακτο. Έτσι επιβιβάζονται 1.500 περίπου αγωνιστές με τον Μαυρομιχάλη, τον Λόντο και άλλους από την Πελοπόννησο και εκφορτώνονται τρόφιμα και πολεμοφόδια. Μετά από αυτό ο Μπότσαρης διαμηνύει στους Τούρκους «αν θέλετε τον τόπο μας ελάτε να τον πάρετε».
Η λύση της πολιορκίας
Μετά από την τρίμηνη σχεδόν σθεναρή αντίσταση των πολιορκημένων ο Ομέρ Βρυώνης σοφίζεται να γίνει γιουρούσι στα τείχη του Μεσολογγίου τη Μεγάλη γιορτή για τους Χριστιανούς ξημερώματα της 25ης Δεκεμβρίου που οι ντάπιες θα είχαν λιγοστούς άνδρες. Κατά καλή τύχη ένας Ηπειρώτης που βρίσκονταν στο στρατόπεδο των Τούρκων «εξ ανάγκης υπηρετών » κατά Σπηλιάδη, «διότι δεν ηδύνατο εκ των ιδίων περιστάσεων να τους πολεμήσει, ο Ιωάννης Γούναρης, ειδοποίησε τον γραμματικό του Μακρή για το σχέδιο των Τούρκων. Κατάπληκτοι οι αναρριχώμενοι στα τείχη «λυγάνε και αποτραβιούνται οι Αρβανίτες αφήνοντας πίσω ως πεντακόσια κουφάρια» κατά τον Δημήτριο Φωτιάδη. Τέλη Δεκεμβρίου και ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς όλο και χειροτερεύει και οι πασάδες καθώς πληροφορούνται πως ο «Λυσσέος», αφού έδιωξε από την Ανατολική Ελλάδα τον Κιοσέ Μεχμέτ, έρχεται στο Μεσολόγγι αποφασίζουν στην 31 Δεκεμβρίου να λύσουν την πολιορκία.
Σημειώσεις
^ α: Ο Μαυροκορδάτος ως ανιψιός του Ιωάννη Καρατζά ακολούθησε τον θείο του κατά τη φυγή του το Σεπτέμβριο του 1818 στη Γενεύη, όπου και σπούδασε οχυρωματική.
^ β: Τα καπάκια ήταν μυστικές συμφωνίες των οπλαρχηγών της Ρούμελης με τους Τούρκους προσποιούμενοι (πλαστές διαπραγματεύσεις) ότι ενδιαφέρονταν για ανακωχή προκειμένου να κερδίσουν χρόνο ή να αποφευχθούν λεηλασίες και σφαγές. Θεωρούνταν εθνοφελές έργο αν πετύχαινε το στρατήγημα και προδοσία ανάλογα με την αποτυχία ή τις ατομικές επιδιώξεις.