Ο κύριος μαχητικός βραχίονας του Τουρκικού στρατού, οι Χερσαίες Δυνάμεις (Kara Kuvvetleri), θα δυσκολευτούν να βρουν στρατεύματα έτοιμα για να αναπτυχθούν σε περίπτωση πολέμου. Το ενδεχόμενο μάλιστα στρατιωτικής αντιπαράθεσης με την Ελλάδα, προκαλεί τρόμο στους στρατιωτικούς διοικητές!
Μια εμπιστευτική τουρκική στρατιωτική έκθεση που έλαβε το Nordic Monitor αποκάλυψε ότι οι στρατιωτικοί διοικητές ανησυχούν για την επιδείνωση των δυνατοτήτων των χερσαίων δυνάμεων, προτείνοντας διορθωτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εμποδίζουν τις επιχειρησιακές και υλικοτεχνικές δυνατότητες του Τουρκικού στρατού.
Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει πλήρως την ανάλυση μας για την απόλυτη ανικανότητα των τουρκικών χερσαίων δυνάμεων, γεγονός φυσικά που το γνωρίζει και ο ίδιος ο Ερντογάν, γι’ αυτό ακριβώς και επενδύει σε μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ισλαμιστές μισθοφόρους και εσχάτως, βαλλιστικούς πυραύλους.
«Δυσκολευόμαστε να βρούμε μια έτοιμη για μάχη ίλη Τεθωρακισμένων η μηχανοκίνητη ταξιαρχία, που να μπορούμε να στείλουμε στη μάχη. Επομένως, η κορυφαία προτεραιότητά μας ως Χερσαίες Δυνάμεις θα πρέπει να είναι να βρούμε μια λύση στην ανάγκη για μάχιμα στρατεύματα», τονίζει η έκθεση.
Η έκθεση προέβλεψε ότι οι χερσαίες δυνάμεις ενδέχεται να κληθούν να αναπτυχθούν, αν και σε περιορισμένη εμπλοκή, και να προβάλουν ισχύ κατά μήκος των συνόρων με την Ελλάδα, καθώς και κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας. Προέβλεψε ότι η αστάθεια στη Συρία και το Ιράκ θα συνεχιστεί και ότι ορισμένα στρατεύματα ενδέχεται να δεσμευτούν στη δημιουργία ζώνης ασφαλείας εκεί.
Σημείωσε επίσης ότι το ΝΑΤΟ μπορεί να επηρεάσει περαιτέρω τη Ρωσία και να απαιτήσει από την Τουρκία να δεσμεύσει δυνάμεις σε διάφορα επίπεδα ενάντια στη ρωσική απειλή, ενώ ο στρατός μπορεί να κληθεί να παράσχει εκπαιδευτικά προγράμματα για περισσότερες ξένες χώρες.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ζήτηση για χρήση χερσαίων στρατευμάτων θα αυξηθεί πιθανότατα στο μέλλον στην προβλεπόμενη προοπτική ασφάλειας, οι χερσαίες δυνάμεις πρέπει να είναι σε θέση να εκσυγχρονιστούν γρήγορα για να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις και να λύσουν προβλήματα για να μπορέσουν να επιτύχουν τέτοια καθήκοντα, υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Ο συντάκτης της έκθεσης κρούει επίσης κώδωνα κινδύνου για την έλλειψη εξελιγμένων στρατιωτικών συστημάτων, όπως μονάδες αντιπυραυλικής άμυνας, συστήματα ακριβείας καθοδήγησης και εντοπισμού στόχων και πυραύλους κρουζ μεγάλης εμβέλειας.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι Χερσαίες Δυνάμεις δέχονται περαιτέρω πλήγμα λόγω έλλειψης επαρκούς ανθρώπινου δυναμικού.
«Υπάρχει ένα γεγονός που δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Οι στρατευμένοι δεν καλύπτουν τις στρατιωτικές ανάγκες των Χερσαίων Δυνάμεων. Δεν φαίνεται δυνατό να αλλάξει αυτή η κατάσταση βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα», αναφέρει η έκθεση, προσθέτοντας: «Αντίθετα, οι κοινωνικές τάσεις τα τελευταία είκοσι χρόνια, η συντόμευση της [υποχρεωτικής] στρατιωτικής θητείας, που έγινε με πολιτικά κίνητρα εκτός της εμπλοκής των TAF [Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων] και η [εισαγωγή] πρακτικών όπως η αμειβόμενη στρατιωτική θητεία έχουν επιδεινώσει περαιτέρω αυτή την προοπτική».
Σημαντικό μέρος των χερσαίων δυνάμεων είναι ήδη δεσμευμένο σε πολεμικές εμπλοκές που προέρχονται από τη φύλαξη των συνόρων και τον αγώνα κατά κουρδικών ομάδων, σημείωσε. Αυτό παρεμποδίζει τα σχέδια του στρατού για αναδιάρθρωση και συνδέει σημαντικό αριθμό στρατευμάτων σε συνοριακές περιπολίες και αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις.
Η έκθεση προτείνει ότι τέτοια καθήκοντα μπορούν να μεταφερθούν στην αστυνομία των συνόρων και στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου όπως η χωροφυλακή για να απελευθερώσουν στρατεύματα για τις Χερσαίες Δυνάμεις. Ωστόσο, προειδοποίησε ότι εάν εγκρινόταν μια τέτοια μετατόπιση, τα υπάρχοντα στρατεύματα που είχαν ήδη δεσμευτεί για την καταπολέμηση των Κούρδων μαχητών που αναπτύχθηκαν για συνοριακά καθήκοντα πιθανότατα θα έμεναν στις νέες τους μονάδες, στερώντας έτσι από τις χερσαίες δυνάμεις το ανθρώπινο δυναμικό που χρειάζεται.
Η έκθεση παραδέχτηκε την αποτυχία ολοκλήρωσης της αναδιάρθρωσης των στρατευμάτων στις χερσαίες δυνάμεις που ξεκίνησε πριν από μια δεκαετία, με αποτέλεσμα την αβεβαιότητα μεταξύ των μονάδων και την αποτροπή των απαιτούμενων επενδύσεων σε προσωπικό και εξοπλισμό. Τα μικρά προβλήματα έγιναν τεράστια ζητήματα όταν οι μονάδες που αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης για διάλυση ή αναδιάρθρωση δεν υπέστησαν καμιά αλλαγή λόγω των οικονομικών συνθηκών.