Σκλάβοι δεμένοι για είκοσι χρόνια στα έγκατα των περιβόητων πλοίων. Ζούσαν στους πάγκους τους μαζί με τα περιττώματα τους, δίχως να μετακινούνται ποτέ. Η φρικτή τους μοίρα σε ναυμαχίες, οι εισβολές των ζωυφίων που τους αποτέλειωναν.
Στις 7 Οκτωβρίου του 1571, στη Ναύπακτο έγινε η περίφημη ναυμαχία που ανέκοψε τον επεκτατισμό των Οθωμανών, αλλάζοντας οριστικά την κατάσταση στη μεσόγειο. Οι Τούρκοι, αν και βρίσκονταν ακόμα στην ακμή τους, σταμάτησαν να απειλούν τη δυτική Ευρώπη.
Σ’ εκείνη την κολοσσιαία ναυτική σύγκρουση, οι ενωμένοι στόλοι του Πάπα, των Ενετών και των Ισπανών, κατέστρεψαν τον τουρκικό στόλο αν και αυτός ήταν αρκετά μεγαλύτερος και μέσα στα νερά της επικράτειας του. Όμως η σύγκρουση αυτή έμεινε στην ιστορία και για έναν άλλο λόγο: Ήταν η τελευταία μεγάλη ναυμαχία ανάμεσα σε γαλέρες, τα περιβόητα σκαριά που διέπλεαν τη μεσόγειο για πάνω από 1000 χρόνια.
Η γαλέρα ήταν μια απλή συνέχεια της αρχαίας τριήρους. Τα πλοία του Θεμιστοκλή στη Σαλαμίνα και του Δον Χουάν στη Ναύπακτο, δεν διέφεραν σχεδόν καθόλου στο μέγεθος ή στην προώθηση. Η ναυπηγική τέχνη έμεινε σχετικά στάσιμη για δυο χιλιάδες χρόνια και άρχισε ν’ αλλάζει όταν εμφανίστηκαν τα βαριά κανόνια στον εξοπλισμό τους και η ανάγκη να γίνουν ταξίδια στους ωκεανούς τα νερά των οποίων διέφεραν πολύ απ’ αυτά της ήρεμης μεσογείου.
Το 1571 (που έγινε η ναυμαχία), είχε ήδη ανακαλυφθεί η Αμερική, ενώ τα ευρωπαϊκά πλοία είχαν αρχίσει να προσαρμόζουν κανόνια στην πλώρη και την πρύμνη τους.
Η Ναύπακτος ήταν πάνω στο μεταίχμιο.
Η γαλέρα έμεινε όμως στη λαϊκή συνείδηση και σαν το κολαστήριο των ναυτικών της, αλλά κυρίως των κωπηλατών της. Στη Ναύπακτο, πάνω από 120.000 αλυσοδεμένοι σκλάβοι κωπηλάτες γαλερών κι απ’ τις δυο πλευρές συγκρούστηκαν μέσα σε μια στενή θαλάσσια περιοχή.
(Τότε ολόκληρος ο Κορινθιακός ονομαζόταν κόλπος της Ναυπάκτου. Η ναυμαχία δεν έγινε κοντά στην πόλη Ναύπακτο όπως πιστεύουμε, αλλά έξω από την είσοδο του, δίπλα στα νησάκια Εχινάδες απέναντι από τον Αστακό.)
Στα πάνω καταστρώματα υπήρχαν ακόμα 60.000 ναύτες, πεζικάριοι, τοξότες, αρκεβουζιοφόροι και γενίτσαροι που αλληλοσφάζονταν. Επρόκειτο για μια κόλαση, ειδικά για τους αλυσοδεμένους και ανυπεράσπιστους σκλάβους.
Ο σκλάβος της γαλέρας ήταν δεμένος με αλυσίδες στον πάγκο του μαζί με άλλους τέσσερις. Έτρωγε, κοιμόταν, ουρούσε, αφόδευε, ξερνούσε στις θαλασσοταραχές, μάτωνε και ξεκοιλιαζόταν στις ναυμαχίες σε κείνο το σημείο.
Αν το πλοίο εμβολιζόταν ή βομβαρδιζόταν και πήγαινε στον βυθό, ο δεμένος σκλάβος πήγαινε μαζί του. Δεν υπήρχε καμία φροντίδα, κανένα έλεος γι αυτούς τους ανθρώπους, ούτε από τους αφέντες, ούτε από τους εχθρούς αν καταλάμβαναν το πλοίο.
Στη Ναύπακτο, οι ευρωπαίοι που κατέλαβαν τουρκικά πλοία απελευθέρωσαν μεν όσους ήταν χριστιανοί αιχμάλωτοι, αλλά εκτέλεσαν όλους τους άλλους σκλάβους κωπηλάτες.
Οι τρύπες για τα κουπιά τους ήταν πολύ χαμηλά, με αποτέλεσμα να είναι βρεγμένοι με θαλασσινό νερό χειμώνα- καλοκαίρι.
Σκέπαζαν τη μύτη τους μ’ ένα πανί για να μπορούν ν’ αντέξουν τη βρώμα και την αποφορά του σκαριού που είχε ποτίσει από τις ανθρώπινες εκκρίσεις. Δεν έβγαιναν ποτέ στη στεριά και τρέφονταν μόνο με παξιμάδι και ένα κύπελλο κρασί, σε αντίθεση με τις αρχαίες Αθηναϊκές τριήρεις όπου κωπηλατούσαν ελεύθεροι πολίτες και τη διατροφή τους κανόνιζε με αποφάσεις της η εκκλησία του δήμου.
Στις βενετσιάνικες, τις γενουάτικες, τις ισπανικές ή τις τουρκικές γαλέρες, υπήρχαν κωπηλάτες που έκαναν πέντε χρόνια να βγουν στη στεριά και είκοσι χρόνια να φάνε μαγειρεμένο ή ζεστό φαί.
Όταν στα έγκατα μιας γαλέρας έκαναν έφοδο οι ψύλλοι, οι ψείρες, οι κατσαρίδες και τα ποντίκια, ήταν ζήτημα χρόνου πότε θα εμφανιστεί μαζί τους η χολέρα ή ο τύφος. Λοιμώδεις νόσοι εξαφάνιζαν ολόκληρους στολίσκους.
Οι Ενετοί, σε μια προσπάθεια να καταπολεμήσουν τα παράσιτα, όταν μια γαλέρα είχε βρωμίσει πολύ, τη βύθιζαν ελεγχόμενα σε ανάβαθα νερά και την επανέφεραν μετά από μέρες στην επιφάνεια, ελπίζοντας ότι το θαλασσινό νερό θα τις απολυμάνει στοιχειωδώς.
Κανένας δεν μπορεί να υπολογίσει πόσες εκατοντάδες χιλιάδες τέτοιες δυστυχισμένες υπάρξεις πέρασαν από την ανθρώπινη ιστορία.
Κανένας ιστορικός κατάλογος δεν τους ανέφερε ποτέ.
Μία σταγόνα ιστορία με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη.