Η αντίστροφη μέτρηση για να καθίσει η Ρούλα Πισπιρίγκου στο εδώλιο του κατηγορουμένου ξεκίνησε με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Αθήνας με το οποίο παραπέμπεται σε δίκη στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας για την ανθρωποκτονία της 9χρονης κόρης της Τζωρτζίνας, αλλά και για την προηγούμενη απόπειρα δολοφονίας της τον Απρίλιο του 2021, μέσα στο νοσοκομείο των Πατρών.
Με βάση τις καταθέσεις γιατρών και ειδικών, οι δικαστές αναφέρουν ότι η 33χρονη μητέρα χορήγησε στην κόρη της μη επακριβώς ταχτοποιηθήσα ουσία, κατασταλτική του κεντρικού νευρικού συστήματος, με αποτέλεσμα το κορίτσι να μείνει τετραπληγικό μέχρι και τη δολοφονία της. Σύμφωνα με το σκεπτικό του βουλεύματος, η κεταμίνη συγκαταλέγεται σε εκείνες που είναι ικανές να προκαλέσουν ανακοπή και ευθύνεται για την πτώση των αφίξεων και μηδενισμό του κορεσμού στο οξυγόνο.
Τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου, ο πρόεδρος Πρωτοδικών Γεώργιος Κασίμης και οι Πρωτοδίκες Χαράλαμπος Γεωργακόπουλος και Θεοδώρα Τραϊανίδου, συντάχθηκαν με την παραπεμπτική πρόταση του Εισαγγελέα Γ. Νούλη, κρίνοντας πως η κατηγορουμένη τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που της αποδίδονται με δόλο και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, χορηγώντας τη θανατηφόρα δόση κεταμίνης στο παιδί της, ενώ ήταν μόνη της στο δωμάτιο μαζί του στο νοσοκομείο Παίδων.
Ως προς τα κίνητρα της κατηγορουμένης, οι δικαστές αναφέρονται στην εμμονή της με τον σύζυγό της Μάνο Δασκαλάκη, επισημαίνοντας ότι όλα τα περιστατικά σε βάρος της κόρης της συνέβησαν όταν ήταν σε διάσταση.
Το σκεπτικό του βουλεύματος
Το βούλευμα αναφέρει σχετικά:
«Η κινητροδότηση της κατηγορούμενης ως προς την εκπόρευση της ως άνω εξακολουθητικής αξιόποινης συμπεριφοράς της ελέγχεται στα δυσμενή και παθογενή χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς και της ιδιοσυγκρασίας της, που αποκρυσταλλώνονται, κυρίως, σε ιδέες μεγαλείου συνδεόμενες με τη δημοσιότητα / διασημότητα, αλλά μη έχουσες έρεισμα στην πραγματικότητα, στον ενστερνισμό της αντίληψης πως μπορεί κανείς να αποκτήσει δημοσιότητα / διασημότητα μέσα από παραβατικές πράξεις, στη διαρκή διαπραγμάτευση μεταξύ αλήθειας και ψέματος, πραγματικού και μη πραγματικού, σε αποστέρηση κάθε γνησίου συναισθήματος, σε επικέντρωση (κατά προεξάρχοντα ρόλο) σκέψεων και επενδύσεων γύρω από τον ήδη εν διαστάσει σύζυγό της και υποστηρίζοντα την κατηγορία, με ενδιάθετη έκφραση κτητικότητας επ’ αυτού, στη διακατοχή της από την ιδέα / φόβο της εγκατάλειψης, στην απόδοση μεγάλης σημασίας στο να βρίσκεται κανείς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος μέσω της διασημότητας που προσφέρει η δημοσιότητα, στην αντίληψη των παιδιών της ως μια ναρκισσιστικής προέκτασης του εαυτού της και σε προσέγγιση εξιδανίκευσης του θανάτου, καταδεικνύεται, κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου, θρασύτητα, έντονη αντικοινωνικότητα, αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή, ταπεινά ελατήρια και ιδιαίτερη επικινδυνότητα της κατηγορούμενης.»