Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Η 5η Οκτωβρίου 1912 υπήρξε για την Ελλάδα, η αφετηρία ενός σύντομου αλλά ένδοξου αγώνα, που κατέληξε εντός δεκαμήνου περίπου από της ενάρξεώς του, σχεδόν στον διπλασιασμό του ελληνικού Κράτους (το έδαφός του αυξήθηκε κατά 90%, από 63,2 σε 120,3 τ.χ. και ο πληθυσμός του κατά 80% από 2,6 σε 4,7 κατοίκους), με την απελευθέρωση σημαντικών τμημάτων τού μέχρι τότε υπόδουλου ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Ελληνισμού, δίνοντας ελπίδες, έξι περίπου χρόνια αργότερα, αμέσως μετά τη λήξη το Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου για την απελευθέρωση και των υπόλοιπων υπόδουλων προαιώνιων ελληνικών εδαφών, μια ελπίδα όμως που πνίγηκε στην παραλία της Σμύρνης ακριβώς δέκα χρόνια μετά την έναρξη των βαλκανικών πολέμων το 1912. Τα επιτεύγματα των βαλκανικών πολέμων, υπήρξαν καθοριστικά για την ίδια την μακροπρόθεσμη επιβίωση του ελληνικού Κράτους.
Στα απελευθερωθέντα στους πολέμους αυτούς εδάφη (τόσο στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ των βαλκάνιων Συμμάχων Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο, εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ της Βουλγαρίας και των πρώην Συμμάχων της -ανωτέρω-, αλλά, επιπλέον της Τουρκίας και Ρουμανίας) ο Ελληνισμός κατείχε αδιαμφισβήτητους εδώ και χιλιάδες χρόνια τίτλους «ιστορικής ιδιοκτησίας», και τα επ’ αυτών ιστορικά του δικαιώματα, δεν μπορούν να παραβλέπονται στα πλαίσια των βίαιων και υπό καθεστώς κατοχής δημογραφικών εξελίξεων, που τόσο πολύ, και πολύ ευκολότερα την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε αλλά και την πριν απ’ αυτήν, μπορούσαν να διαστρέψουν τη πραγματικότητα, (ασφαλώς τη δημογραφική μονάχα και όχι την ιστορική), μέσω σφαγών, διωγμών και υποχρεωτικών μετακινήσεων εθνοτήτων ή ακόμα και βίαιου προσηλυτισμού (που ιδιαίτερα στο χώρο της Μακεδονίας και Θράκης κατά καιρούς εναλλάσσονταν ως προς τη μορφή μεταξύ ενός βίαιου εκβουλγαρισμού και εκτουρκισμού (ο τελευταίος εντάθηκε αλλά και επισημοποιήθηκε ως πολιτική με τους Νεότουρκους) ακριβώς για να αλλοιώνεται η εθνική σύσταση σε βάρος κάποιων και σε όφελος κάποιων άλλων).
Όμως, ουδείς μπορεί να ιδιοποιηθεί «ιστορικούς τίτλους ιδιοκτησίας» είτε εκδιώκοντας, είτε/και εκβιάζοντας, είτε/και διαστρεβλώνοντας είτε/και σφάζοντας τους «ιστορικούς ιδιοκτήτες», ούτε μπορούν να ιδιοποιηθούν από τους βίαια και παράνομα εκδιωχθέντες ιστορικούς «ιδιοκτήτες».
Εν προκειμένω, στα 1912, η ιστορική ευκαιρία ήταν η ωρίμανση μιας σειράς γεγονότων και πραγμάτων που είχαν να κάνουν τόσο με την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο και με τις υπόδουλες εθνικότητες οι οποίες δεν ανέμεναν παρά ακριβώς τη κατάλληλη στιγμή για να αποτινάξουν οριστικά την σκλαβιά από πάνω τους, ό,τι δηλαδή αναμένει κάθε υπόδουλο έθνος και λαός το οποίο επιθυμεί και επιδιώκει την εθνική του ανεξαρτησία. Δεν αρκεί όμως η ευκαιρία, πρέπει και να αγωνιστείς γι’ αυτήν εφόσον επιθυμείς να την αδράξεις και ασφαλώς να έχεις την αυτογνωσία του βαθμού των ικανοτήτων σου για να την πετύχεις αλλά και της πραγματικής κατάστασης του Κατακτητή, ώστε να καταστρώσεις τη πιο αποτελεσματική στρατηγική.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αυτή έπνεε τα λοίσθια ήδη από πολλού χρόνου ιδίως δε σε ό,τι αφορά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και τη πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα (Επανάσταση των Νεοτούρκων), υπήρξαν ορισμένες καθοριστικές εξελίξεις, που επιτάχυναν τις εξελίξεις. (Δεν θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε πως το «εναρκτήριο λάκτισμα» της ευρωπαϊκής τουλάχιστον συρρίκνωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δόθηκε με την Ελληνική Επανάσταση του 1821). Έτσι, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, είχαμε τη κρίση του 1875-1876 στις βαλκανικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας, με τις εξεγέρσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη το 1875, τη βουλγαρική εξέγερση το 1876, τον πόλεμος Σέρβων κατά Οθωμανών (1986), και κυρίως ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877 που οδήγησε αρχικά στη ρωσο-τουρκική Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878 με την οποία ανεξαρτοποιούνταν η Σερβία και Ρουμανία και δημιουργούνταν αυτόνομο βουλγαρικό Κράτος που περιλάμβανε τη σημερινή Βουλγαρία, τη Μακεδονία (εκτός από τη Θεσσαλονίκη) ενώ δίνονταν εδάφη της Βεσσαραβίας και Αρμενίας στη Ρωσία, και ακολούθως οδήγησε στη Συνθήκη του Βερολίνου (με την οποία, μεταξύ άλλων, «ψαλιδίζονταν» η «Μεγάλη Βουλγαρία», η Μακεδονία και Θράκη παρέμειναν στο Οθωμανικό Κράτος, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη περιήλθαν στην Αυστροουγγαρία και η Κύπρος «κληρώθηκε» στην Αγγλία. Σημαντική υπήρξε επίσης και η πολεμική εμπλοκή της Ιταλίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία όταν, η χώρα αυτή, στις 16/29 Σεπτεμβρίου του 1911 της κήρυξε τον πόλεμο, καταλαμβάνοντας την υπό Οθωμανική κατοχή Κυρηναϊκή, (με αφορμή προσκόμματα που επέβαλε η Πύλη στο ιταλικό εμπόριο εκεί), ενώ λίγο αργότερα, στα 1912, ο ιταλικός στόλος θα βομβαρδίσει τα Δαρδανέλλια και καταλάβει τα Δωδεκάνησα.
Η ιταλοτουρκική σύρραξη, πρόσφερε στρατηγικά πολύτιμο χρόνο στην Ελλάδα αλλά και στα άλλα βαλκανικά κράτη, προκειμένου να προετοιμαστούν αρτιότερα και σχετικά ανετότερα πριν πάρουν τη σκυτάλη του πολέμου από την Ρώμη εναντίον της Πύλης. Η αναπότρεπτη πλέον διαδικασία συρρίκνωσης της Αυτοκρατορίας, θα συνεχιστεί μέχρι και τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε και θα αντιμετωπίσει το φάσμα του περιορισμού της υπό τη μορφή ενός μικρού όσο και αμιγώς τουρκικού Κράτους στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, όχι μονάχα στα 1912 αλλά και πριν, διατηρούνταν εν ζωή, χάρη στο ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, δεν είχαν αποφασίσει μεταξύ τους τούς όρους του διαμελισμού της εξαιτίας των μεταξύ τους διαφορών αλλά και των μεταξύ τους καχυποψιών και του φόβου μήπως κάποια καταστεί ισχυρότερη της άλλης στο στρατηγικά ζωτικό χώρο της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής γενικότερη, ενώ επίσης, ήταν ζωτικής σημασίας και η συμφωνία μεταξύ τους για τις ζώνες επιρροής της καθεμιάς τους επί των νέων Κρατών που θα αναδύονταν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από την άλλη, ο ολέθριος χειρισμός εκ μέρους των Νεοτούρκων, των υποθέσεων της Αυτοκρατορίας, ιδίως στο ζήτημα της πολιτικής τους απέναντι στις μη τουρκικές και κυρίως τις μη μουσουλμανικές εθνότητές της, οδήγησε, παρά τις αρχικές αντίθετες ελπίδες, στην υποδαύλιση των αισθημάτων των υπόδουλων εθνοτήτων για ανεξαρτησία και αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας από πάνω τους. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι όποιες σκοπιμότητες (των Μεγάλων Δυνάμεων περιλαμβανομένων) διατήρησης της Αυτοκρατορίας, δεν μπορούσαν να ανακόψουν την διαφαινόμενη αναπόφευκτη κατάρρευσή της και οι πάντες έσπευδαν να λάβουν θέση έναντι αυτής της εξέλιξης των πραγμάτων, πολύ δε περισσότερο, τα υπόδουλα σ’ αυτή έθνη. Στη βαλκανική, ο ιταλοτουρκικός πόλεμος του 1911, επιτάχυνε τις εξελίξεις, οδηγώντας (με τη ρωσική μεσολάβηση και παρότρυνση) στη Βαλκανική Συνεννόηση που συγκεκριμενοποιήθηκε με την υπογραφή Συνθήκης Συμμαχίας μεταξύ της Βουλγαρίας και Σερβίας στις 29 Φεβρουαρίουτου 1912, (που συμπληρώθηκε λίγο μετά, στις 29 Απριλίου του ίδιου χρόνου και με μια πρόσθετη που προέβλεπε την από κοινού αντιμετώπιση τυχόν πολέμου, εκτός με τη Τουρκία, και με τη Ρουμανία ή στην Αυστρία) στην οποία περιλαμβάνονταν και μυστική συμφωνία για την μεταξύ τους διανομή της Μακεδονίας. (Αν και μεγάλο μέρος έμεινε αδιανέμητο και εκτός Συμφωνίας, αφού η Συμφωνία προσδιόριζε ότι η Βουλγαρία, δε περίπτωση νίκης, θα ελάμβανε τα εδάφη ανατολικά της Ροδόπης και του Στρυμόνα, η δε Σερβία, τα εδάφη που βρίσκονταν βορειοδυτικά του όρους Σκάρδου στα βορειοδυτικά σύνορα των Σκοπίων που εκτείνεται εντός των νοτίου Κοσσόβου προς Βορρά και λίγο εντός της βόρειας Αλβανίας προς Δυσμάς).
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βλέποντας αυτές τις εξελίξεις, ορθώς επεδίωξε την πάση θυσία ενεργή συμμετοχή της Ελλάδας στις εξελίξεις, και, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις του Βούλγαρου πρωθυπουργού Γκέσοφ στο υποβληθέν από τον Βενιζέλο αίτημα σύναψης Ελληνοβουλγαρικής συνθήκης συμμαχίας, τελικώς, κατόπιν επίπονων διαπραγματεύσεων και υπό την φανερή επιθυμία Ρωσίας και Μεγάλης Βρετανίας να ενταχθεί στη σερβοβουλγαρική συμμαχία και η Ελλάδα, (κυρίως λόγω του Στόλου της ο οποίος θα απέτρεπε τη δυνατότητα της Πύλης να ενεργεί αποβιβάσεις στρατευμάτων της κατά μήκος της Θράκης και της Μακεδονίας), αυτή υπογράφτηκε στη Σόφια στις 16 Μαΐου του 1912, στην οποία ο Βενιζέλος, κατόρθωσε να μην περιληφθεί καμία ουσιαστική συμφωνία για τη διανομή των απελευθερούμενων εδαφών φοβούμενος -όχι άδικα- ότι αυτό θα οδηγούσε εξ αρχής σε ναυάγιο των διαπραγματεύσεων και τον Σεπτέμβριο το ίδιου έτους υπογράφεται πάλι στη Σόφια και η ελληνοβουλγαρική Στρατιωτική Σύμβαση.
Ο Βενιζέλος, προκειμένου να μην προκαλέσει τη Τουρκία κατέβαλε κάθε προσπάθεια διατήρησης πολύ καλών σχέσεων με την Πύλη, (φτάνοντας στο σημείο, να απαγορεύσει την είσοδο των Κρητών βουλευτών στην ελληνική Βουλή στις 18 Μαΐου 1912) έτσι ώστε να κερδίσει πολύτιμο χρόνο για την καλύτερη προετοιμασία της Ελλάδας. Τέλος, συνάπτεται αρχές Ιουνίου 1912 και μια Συμφωνία μεταξύ Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου, με αντίστοιχο πνεύμα και όρους συνεργασίας όπως μεταξύ της Βουλγαρίας με τη Σερβία και την Ελλάδα.
Το πού πήγαινε πλέον το πράγμα στα Βαλκάνια ήταν σε όλους ορατό. Εξάλλου, οι εξελίξεις το καλοκαίρι του 1912 ήταν ραγδαίες, με τους Αλβανούς να εξεγείρονται και να ζητούν αυτονομία, ενώ στο Κοσσυφοπέδιο οι Οθωμανοί προέβησαν σε σφαγές αμάχων τον Ιούλιο στα Κότσανα σε αντίποινα για κάποια επίθεση από εκεί δρώντα αντάρτικα σώματα που έγινε εναντίον τους. Ο Γκέσοφ, αδημονεί να ξεκινήσει τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, και αναζητά αφορμή, ζητώντας από τον Βενιζέλο, (ο οποίος πάντως, επιθυμούσε οι επιχειρήσεις με τη Τουρκία να μην αρχίσουν ενωρίτερα από την Άνοιξη του 1912), να προκαλέσει τη Τουρκία επιτρέποντας στους Κρήτες βουλευτές να μετάσχουν των εργασιών της ελληνικής Βουλής. Στις 16 Σεπτεμβρίου, η Τουρκία κήρυξε επιστράτευση και την επομένη το ίδιο κάνουν Σερβία και Βουλγαρία, ενώ η Ελλάδα ακολουθεί στις 18 Σεπτεμβρίου.
Οι ωροδείκτες και λεπτοδείκτες του Ιστορικού Χρόνου, άρχισαν πλέον να τρέχουν με φρενήρη ρυθμό. Στις 27 Σεπτεμβρίου, Αυστρία και Ρωσία επιχείρησαν να διασώσουν την ειρήνη και προσφέρθηκαν να συζητήσουν με την Πύλη τρόπους εφαρμογής των όρων της Συνθήκης του Βερολίνου, όμως, τα σύμμαχα βαλκανικά Κράτη (Βουλγαρία, Σερβία, Ελλάδα) απάντησαν ότι η Τουρκία αρνούνταν κάθε συζήτηση μαζί τους για το θέμα αυτό παρά το ότι από 20 Σεπτεμβρίου της είχαν ζητήσει την εφαρμογή των όρων της Συνθήκης του Βερολίνου, ενώ, στις 30 Σεπτεμβρίου, κοινή τελεσιγραφική διακοίνωση που επιδόθηκε στη τουρκική κυβέρνηση από τους πρεσβευτές της Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας, έθετε ένα αριθμό όρων και απαιτήσεων στη Τουρκία αναφορικά με τα πολιτικά και οικονομικά δικαιώματα των διάφορων εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας, όπως τη συμμετοχή τους στη κρατική (πολιτική και στρατιωτική) μηχανή του Κράτους αλλά και την εκ μέρους τής Αυτοκρατορίας επικύρωση της αυτονομίας των εθνοτήτων αυτών.
Η Πύλη απέρριψε τη άνω διακοίνωση ως θρασεία επέμβαση στα εσωτερικά της και διατάσσονταν οι πρεσβευτές της στις πρωτεύουσες των ανωτέρω Κρατών να τις εγκαταλείψουν αμέσως. Μετά ταύτα στην Ελλάδα στις 1 Οκτωβρίου οι Κρήτες βουλευτές έγιναν δεκτοί στην Ελληνική Βουλή και οι πρέσβεις των Συμμάχων εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη στις 4 Οκτωβρίου αφού προηγούμενα επέδωσαν τη διακοίνωση για την κήρυξη του πολέμου με τη Πύλη. Βουλγαρία και Σερβία εισήλθαν στον πόλεμο στις 4 Οκτωβρίου 1912 και την επομένη εισήλθε σ’ αυτόν και η Ελλάδα στο πλευρό των Συμμάχων της (το Μαυροβούνιο βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση ήδη από τις 25 Σεπτεμβρίου). Η πρώτη φάση (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος) έληξε με νίκη των Συμμάχων και τη Συνθήκη Ειρήνης (Συνθήκη του Λονδίνου) στις 17 Μαΐου 1913 η οποία όμως κατέστη ανίσχυρη πριν καλά-καλά στεγνώσει το μελάνι της εκτυπώσεώς της, διότι εν τω μεταξύ ανεφύησαν σοβαρότατες διαφωνίες μεταξύ των πρώην βαλκάνιων Συμμάχων (με τη Σερβία και Ελλάδα να διαφωνούν με Βουλγαρία ως προς το ζήτημα των εθνικών διεκδικήσεων επί των απελευθερωθέντων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία εδαφών -κυρίως της Μακεδονίας).
Ήδη η Σερβία ζητούσε την αναθεώρηση της Σερβοβουλγαρικής Συνθήκης της 29ης Φεβρουαρίου 1912 με βάση τα προκύψαντα νέα δεδομένα που δεν προβλέπονταν στη παραπάνω Συνθήκη με τη Βουλγαρία να αντιτίθεται σ’ αυτή την αναθεώρηση, ενώ, στις 19 Μαΐου 1913, η Ελλάδα υπογράφει με την Σερβία στην Αθήνα Αμυντική Συμμαχία σε συνέχεια σχετικού Πρωτοκόλλου που υπογράφτηκε μεταξύ των δύο αυτών χωρών στις 20 Απριλίου. Παρά τη προσπάθεια της Ρωσίας να διασώσει τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου της 17ης Μαΐου, και ενώ ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας Σαζόνοφ κάλεσε τους πρωθυπουργούς των τεσσάρων συμμαχικών κυβερνήσεων (Βουλγαρίας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Ελλάδας) να προσέλθουν στην Αγία Πετρούπολη ώστε να διαβουλευτούν υπό την προεδρία του τσάρου Νικολάου Β’ και βρουν τρόπο να διασωθεί η ειρήνη στη περιοχή, η Βουλγαρία (στην οποία ο διαλλακτικός Ιβάν Γκέσοφ που ευνοούσε μια πολιτική ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών με Ελλάδα και Σερβία αντικαταστάθηκε τον Ιούνιο στη πρωθυπουργία από τον αδιάλλακτο Στογιάν Ντάνεφ) επιτέθηκε αιφνιδίως εναντίον Σερβίας και Ελλάδας σε Γευγελή και Ελευθερές / Τσάγεζι αντίστοιχα, ξεκινώντας έτσι, τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο θα εισέλθουν μετ’ ολίγον Ρουμανία και Τουρκία εναντίον της Βουλγαρίας, και η Βουλγαρία θα οδηγηθεί εντός μηνός, σε ολοκληρωτική ήττα, που οδήγησε, στις 28 Ιουλίου 1913 στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, τα προς ανατολάς σύνορα της χώρας μας επεκτάθηκαν ώστε να περιληφθεί και η Καβάλα σ’ αυτά Πάντως, το ζήτημα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου Πελάγους και της Βορείου Ηπείρου, δεν αντιμετωπίστηκαν στα πλαίσια της παραπάνω Συνθήκης.
Αυστροουγγαρία και Ιταλία υποστήριζαν σθεναρά το νέο αλβανικό Κράτος και την εδαφική του ακεραιότητα με τη Γαλλία να συντάσσεται με τις ελληνικές αξιώσεις επί της Βορείου Ηπείρου, ενώ τα ελληνικά συμφέροντα στο Αιγαίο υποστηρίζονταν εκτός από τη Γαλλία και τη Βρετανία, με τη Γερμανία να συντάσσεται με την Πύλη.
Η Ελλάδα, το 1912, εκμεταλλεύθηκε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ιστορικές συγκυρίες εκείνης της εποχής, και τύχη αγαθή για την ίδια, η χώρα βρέθηκε με μια διεκδικητική και ικανή για τις περιστάσεις πολιτική ηγεσία, που δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει να χαθεί αυτή η ιστορική ευκαιρία, αξιοποιώντας τα υπάρχοντα ευνοϊκά δεδομένα στη χώρα, ενώ, επίσης πολύ σημαντικό, το κίνημα του Γουδή, είχε θέσει εκτός μάχης τον Παλαιοκομματισμό αν και, μονάχα εκτός μάχης και μονάχα για τη κρίσιμη περίοδο των βαλκανικών πολέμων, αφού τελικώς, ήταν ο Παλαιοκομματισμός που επικράτησε του Νέου, μετά από μια σύντομη κυριαρχία του τελευταίου, το οποίο αποδείχτηκε λιγότερο αποφασιστικό αλλά και ικανό να επιβληθεί μακροπρόθεσμα.
Αρκεί κανείς να σκεφτεί ποια θα ήταν η Ελλάδα σήμερα, αν είχε αρνηθεί να επιχειρήσει την στρατιωτική απελευθέρωση των ελληνικών εδαφών της (Μακεδονία -το μεγαλύτερο μέρος της, Ήπειρος (πλην του Βορείου τμήματός της), Νησιά Αιγαίου πλην Δωδεκανήσων, Κρήτη) αρνούμενη να εμπλακεί σε πολεμικές περιπέτειες με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, είτε για λόγους οικονομικούς, είτε για λόγους πολιτικούς, είτε για λόγους στρατιωτικούς. Ας μη ξεχνάμε ότι το 1897, δεν αποτελούσε στα 1912 μια και τόσο μακρινή ανάμνηση, όταν η χώρα είχε υποστεί ταπεινωτική ήττα κατά τον πόλεμο του έτους εκείνου με την Τουρκία, (οι Τούρκοι μέσα μικρό χρονικό διάστημα από την έναρξη του πολέμου είχαν φτάσει στη Λαμία) και λίγο έλειψε, αν δεν επενέβαιναν οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία και Ρωσία με τις προσωπικές παρεμβάσεις των Μοναρχών τους προς τη Πύλη, αλλά και της Γαλλίας και Ιταλίας), να περιόριζε τα σύνορα του ελληνικού Κράτους περίπου εκεί που βρίσκονταν στην εποχή του Όθωνα. Ένα τέτοιο Ελληνικό Κράτος, είτε στο βαλκανικό πόλεμο που θα διεξάγονταν ερήμην μας νικούσαν οι Σέρβοι και Βούλγαροι, είτε οι Τούρκοι, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο για μας : θα αποτελούσαμε μια ασταθή και αδύναμη κρατική οντότητα, με τη Βουλγαρία και τη Σερβία -εάν νικούσαν την Τουρκία- να φαντάζουν στα μάτια μας ως τοπικές «Μεγάλες Δυνάμεις», για να μη μιλήσουμε τι θα συνέβαινε αν η Τουρκία εξέρχονταν νικήτρια στον πόλεμο αυτό σε βάρος των δύο παραπάνω χωρών. Η αποτίμηση των ιστορικών συνεπειών τέτοιων γεγονότων, δεν θα πρέπει να γίνεται στη βάση των βραχυπρόθεσμων συνεπειών τους.
Πράγματι, είναι αληθές ότι οι συνέπειες εκείνων των πολέμων ήταν η χώρα να ανακόψει την διαφαινόμενη τότε αναπτυξιακή της πορεία, να επιβαρύνει τη δημοσιονομική της κατάσταση, όμως, δυστυχώς, οι ιστορικές ευκαιρίες όταν παρουσιάζονται ούτε ερωτούν αν η χώρα που πρόκειται να επωφεληθεί από αυτές είναι έτοιμη οικονομικά και δημοσιονομικά, ούτε πρόκειται να της κάνει τη χάρη, τη χώρα αυτή, να επανέλθει αργότερα όταν η οικονομική και δημοσιονομική της κατάσταση θα είναι καλύτερη, όπως και δεν γνωρίζω καμία χώρα να έχει αρνηθεί να υπερασπιστεί την εθνική της ανεξαρτησία όταν δέχτηκε στρατιωτική επίθεση από άλλη χώρα, εν ονόματι της άσχημης οικονομικής και δημοσιονομικής της κατάστασης!
Η Ελλάδα, έπραξε το 1912 το εθνικό της χρέος. Δεν απεμπόλησε τις ευθύνες της έναντι του αδούλωτου Ελληνισμού, δεν απέφυγε το εθνικό της χρέος όχι προφασιζόμενη αλλά επικαλούμενη τις ορατές και τεράστιες οικονομικές συνέπειες που θα είχε ένας τέτοιος πόλεμος τη στιγμή που μόλις είχε αρχίσει να ανακάμπτει από την οικονομική δυσανεξία της δεκαετίας του 1890 που περιέκλειε και μια πτώχευση της εθνικής της οικονομίας.
Ήταν η εποχή, που ο υπόδουλος Ελληνισμός, από τη Βόρειο Ήπειρο ίσαμε τη Κύπρο, προσδοκούσε την αποτίναξη του προαιώνιου ζυγού και την ενσωμάτωσή του σε ένα ενιαίο Ελληνικό Κράτος. Ήταν η εποχή, που η Ελλάδα δεν διέγραφε τμήματα του Ελληνισμού είτε στα πλαίσια της θεωρίας των «Χαμένων Πατρίδων», είτε στα πλαίσια της θεωρίας ότι μερικά από αυτά τα προαιώνια ελληνικά εδάφη, βρίσκονταν «μακριά». Ούτε η μακραίωνη δουλεία από ξένο ζυγό ερμηνεύθηκε πως απέκτησε ο Κατακτητής ένα είδος «χρησικτησίας» επί των εδαφών των υποδούλων του εθνών, ούτε καμία νομοθεσία ήταν δυνατόν να διαμορφώσει, ριζώσει ή ξεριζώσει εθνικές συνειδήσεις εκεί όπου δεν υπήρχαν (ή υπήρχαν).
Η τύχη όλων των Κρατών (ιδίως των πολυεθνικών) που θεμελιώθηκαν σε κατασκευασμένες «εθνικές συνειδήσεις», είναι γνωστή, με πιο γνωστά παραδείγματα το πώς οι (πολυεθνικές) χώρες του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ κατέρρευσαν οδηγώντας τα καθέκαστα έθνη τους στην αυτονόμησή τους, εθνική και κρατική, και μένοντας στην ιστορική περίοδο που εξετάζουμε, δεν είναι τυχαίο ίσως, πως οι χώρες που κυριολεκτικώς εξαφανίστηκαν από το χάρτη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν οι δύο ηττημένες πολυεθνικές Αυτοκρατορίες : η Αυστροουγγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία.