Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε τη ρητορική για το «1922» εκ μέρους της Τουρκίας σε σχέση με το σήμερα (και πάλι από πλευράς της)

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης 

Η εμμονή με την στοχοποίηση της Ελλάδας ως Χώρας εχθρικής και επικίνδυνης για τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα, όχι μονάχα εκ μέρους του Τούρκου Προέδρου αλλά εκ μέρους όλου του πολιτικού συστήματος της γείτονος, δεν θα έπρεπε ίσως να μας εκπλήσσει και τόσο. Αυτή η στοχοποίηση είναι διαχρονική και σταθερή, παρά τις κάποιες κατά καιρούς βελτιώσεις των σχέσεων αυτών, ο πρόσκαιρος χαρακτήρας των οποίων ήταν εν τούτοις εμφανής και παρά τις ενίοτε μακρές περιόδους «ηρεμίας» (αναφερόμαστε εδώ σε όλη την περίοδο των τελευταίων εκατό ετών) της εξωτερικής τουρκικής πολιτικής σε σχέση με την Ελλάδα.

Για την Τουρκία και την πολιτική της ηγεσία, διαχρονικά και σταθερά, το Ανατολικό Αιγαίο και ο θαλάσσιος χώρος της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτελούν γι’ αυτή περιοχές αμφισβητούμενες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την οικονομική τους εκμετάλλευση και εφόσον είναι ανάγκη αυτή η αμφισβήτηση να θεμελιωθεί ακόμα πιο ισχυρά εκ μέρους της Τουρκίας, τότε, αμφισβητείται εκ μέρους της και η ελληνική εθνική κυριαρχία επί των ελληνικών νησιών των περιοχών αυτών, με οποιοδήποτε νομικό επιχείρημα όσο φαιδρό και αν είναι. Άλλωστε, αποτελεί δίδαγμα αρυόμενο από την παγκόσμια ιστορική εμπειρία, πως η φαιδρότητα των επιχειρημάτων, ουδέποτε αποτέλεσε ανασχετικό παράγοντα, ιδίως εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων (αλλά και όχι μόνο), ώστε το Διεθνές Δίκαιο να μην μπορεί να προσαρμόζεται εκάστοτε στο επίπεδο της ερμηνείας του (και της φιλοσοφίας του) και εκείθεν της εφαρμογής του, στις εκάστοτε απαιτήσεις των επιδιώξεων (ηγεμονικών, τυχοδιωκτικών κ.λπ) των παραπάνω Δυνάμεων (και όχι μόνο), όσο προφανής και αν είναι η φαιδρότητα των προβαλλόμενων επιχειρημάτων.

Ασφαλώς δε το Αιγαίο και η ελληνική μεσογειακή θάλασσα στα ανατολικά της Κρήτης, έχει για την Τουρκία μα και για την Ελλάδα μια ιδιαίτερη όσο και κρίσιμη γεωστρατηγική σημασία. Η περιοχή αυτή για την Ελλάδα ενώνει τον ελληνισμό της ανατολικής Μεσογείου (Ελλάδα – Κύπρος) παρέχοντας όχι μονάχα προφανή (δυνητικά) οικονομικά οφέλη μα και γεωστρατηγικά, για ολόκληρο το χώρο της Μέσης Ανατολής και της ανατολικής Βορείου Αφρικής. Το «δυνητικά» τέθηκε, προκειμένου να υπογραμμίσω την κατά την άποψή μου απαράδεκτα υποβαθμισμένη σχέση μεταξύ των δύο ελλαδικών Κρατών, σε αντίθεση με τις σχέσεις που η Τουρκία διατηρεί με το τουρκοκυπριακό στοιχείο και το ψευδοκράτος του στη Μεγαλόνησο.

Η Τουρκία από την άλλη αισθάνεται να «πνίγεται» μέσα στο εδαφικό εθνικό της πλαίσιο, και η επινόηση της «γαλάζιας πατρίδας», δεν αποτελεί παρά ένα αφήγημα για το πώς θα ξεδιπλώσει την κυριαρχία της (οικονομική μα και στρατιωτική αν απαιτηθεί) στην Ανατολική Μεσόγειο μα και στο Αιγαίο, έτσι ώστε το θαλάσσιο τόξο Μαύρη Θάλασσα – Δαρδανέλια – Ανατολικό Αιγαίο – Ανατολική Μεσόγειος, να καταστεί ένας αμιγώς τουρκικός γεωστρατηγικός χώρος, πράγμα που θα επιτρέψει στη Τουρκία να καταστεί αυτό που ονειρεύεται : η αδιαμφισβήτητη κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και την ανατολική Βόρεια Αφρική αλλά και στην Κεντρική Ασία.

Όμως αυτή η επιδίωξη, δεν μπορεί να λάβει σάρκα και οστά, χωρίς η Τουρκία να αναβιώσει εν μέρει τουλάχιστον το αυτοκρατορικό οθωμανικό της παρελθόν και να επιδιώξει εν ανάγκη μέσα από νέες στρατιωτικές περιπέτειες, να αμφισβητήσει και ιδιοποιηθεί τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο ανατολικό Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο (μαζί με αυτά της Κύπρου στη τελευταία αυτή περίπτωση), αφού ήδη στα ανατολικά και νοτιοανατολικά της σύνορα (Συρία, Ιράκ) φαίνεται πως έχει φτάσει στα όρια των επεκτατικών δυνατοτήτων της. Αν όμως αυτό το τελευταίο δεν διαψευστεί, αποδεικνύει και τα περιορισμένα όρια των στρατιωτικών επεκτατικών επιχειρήσεων της Τουρκίας, εφόσον επιχειρήσει να αναμετρηθεί με μια ισχυρή στρατιωτικά και οικονομικά Χώρα, όπως η Ελλάδα.

Η εμμονή της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας και οι συχνές της αναφορές στο «1922», δεν είναι καθόλου τυχαίες, και η Ελλάδα, θα πρέπει να αποκωδικοποιήσει σωστά αυτή την ιστορική επιλογή (του «1922»), η οποία, τουλάχιστον στη δική μου εκτίμηση των πραγμάτων, αποτελεί ένα μήνυμα urbi et orbi, με άλλα λόγια, και προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, έναντι των οποίων η Τουρκία εμφανίζει όλο και πιο έντονα φυγόκεντρες τάσεις της, κι αυτό άσχετα με το πού ΤΕΛΙΚΩΣ θα καταλήξει αυτό, για τα ίδια της τα ζωτικά εθνικά της συμφέροντα.

Κατά βάση, το ορόσημο του «1922» οριοθετεί την απαρχή της δημιουργίας του ιστορικού αφηγήματος της Τουρκίας που τότε, ένα χρόνο μετά με τη Συνθήκη της Λωζάνης συγκροτούνταν επισήμως και ως τουρκικό Κράτος. Το «1922» αποτελεί για τους Τούρκους και τη Τουρκία περίπου ό,τι για μας το 1821. Την ανάδυση της νέας τουρκικής κρατικής οντότητας αποτινάσσοντας τις δυσμενείς επιπτώσεις της Συνθήκης των Σεβρών, τουλάχιστον εκείνων που καθιστούσαν τη Τουρκία μια περιορισμένη κρατική οντότητα στα βάθη της Ανατολίας. Είναι επομένως, πολύ φυσιολογικό, να αναζητούν εκεί τις ρίζες τής εθνικής τους υπόστασης, την όποια μεγάλη ιδέα μπορούν να διασώσουν από το οθωμανικό αυτοκρατορικό τους παρελθόν και το όποιο μεγαλείο του αποδίδουν.

Το «1922», για την Τουρκία, σήμανε το τέλος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μια αυτοκρατορία που είχε ως κυρίαρχο και ηγεμονικό πυρήνα της το τουρκικό έθνος το οποίο κυριαρχικά ασκούσε την ηγεμονία του επί των υπολοίπων εθνοτήτων, των οποίων τα όποια δικαιώματα εκχωρούνταν και αφαιρούνταν από την εκάστοτε τουρκική (οθωμανική) κυβέρνηση κατά το δοκούν.

Όμως, το «1922», δεν σήμανε και το τέλος του εθνικού «πυρήνα» αυτής της αυτοκρατορίας, δηλαδή της ίδιας της Τουρκίας και κυρίως, δεν σήμανε το τέλος της θέλησης να διασώσει τον τουρκικό «εθνικό» της χώρο, όχι τις οθωμανικές κτήσεις, αυτές είχαν απολεσθεί και διαμοιρασθεί ως χώροι επιρροής επί των αναδυομένων νέων εθνικών κρατών μεταξύ των Συμμάχων της Αντάντ, σε βαθμό ώστε ό,τι απέμενε στην Τουρκία δεν ήταν παρά ένας περίκλειστος χώρος κάπου εκεί στα κεντρικά της εδάφη πέριξ της Άγκυρας. Αν αυτό το τελευταίο υλοποιούνταν, θα σήμαινε και το τέλος της Τουρκίας ως ενός Κράτους που θα είχε την οποιαδήποτε επιρροή ή και λόγο στα τεκταινόμενα στην περιοχή. Θα μπορούσαμε να πούμε χωρίς δόση υπερβολής, πώς η λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε την Τουρκία στο χείλος του αφανισμού της.

Όμως, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, έλαμψε το άστρο του Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ), όχι τόσο ως στρατιωτικού όσο ως πολιτικού, αν και ο παράγων της «τύχης» που τόσο τον ευνόησε, συνήθως δεν υπογραμμίζεται στο βαθμό της σημασίας που της αναλογεί. Ο Κεμάλ μάζεψε κυριολεκτικά από τα ερείπια ό,τι είχε απομείνει ακόμα ως Τουρκία (από άποψη εδάφους και πληθυσμού), μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και κατόρθωσε να οικοδομήσει πάνω σ’ αυτά τα ερείπια τη σημερινή Τουρκία, εμφυσώντας στους Τούρκους την ελπίδα και την θέληση να αγωνιστούν, από τη θέση του ηττημένου προκειμένου να αντιστρέψουν τους όρους ειρήνης που τους είχαν επιβληθεί και επιβάλλουν τους δικούς τους.

Είναι ίσως από τις ελάχιστες φορές στην Παγκόσμια Ιστορία, που μια κρατική οντότητα, έχοντας ηττηθεί κατά κράτος από υπέρτερες Δυνάμεις, εν τέλει να ορθώνεται και από τη θέση του ηττημένου να επιβάλλει σε μεγάλο βαθμό τις δικές της αξιώσεις στους ίδιους τους νικητές της. Ασφαλώς αυτός ο άθλος, δεν είναι άσχετος με τις ταυτόχρονες τότε σοβαρές έριδες μεταξύ των νικητριών Μεγάλων Δυνάμεων της Αντάντ, που εξικνούνταν έως και τους ίδιους τους όρους ειρήνης που θα έπρεπε να επιβληθούν στην οθωμανική αυτοκρατορία και τη στάση τους έναντι του «αντάρτη» Κεμάλ, και που σε κάθε περίσταση έδιναν χώρο και κυρίως χρόνο στον τελευταίο να οργανώνει τις δυνάμεις του.

Το «1922», την ίδια στιγμή που αποτελούσε την ταφόπλακα της ελληνικής Μεγάλης Ιδέας να ενσωματώσει στον «εθνικό κορμό» τις ακόμα αλύτρωτες πατρίδες πέριξ του Αιγαίου, αλλά και στο Πόντο, τη Βόρειο Ήπειρο και την Κύπρο, ολοκληρώνοντας έτσι ιδανικά την Επανάσταση του 1821, αναδύονταν για την Τουρκία η δική της Μεγάλη Ιδέα, η οποία στον πυρήνα της εξ αρχής έθετε ως στόχο την εν ευθέτω χρόνω αναβίωση της οθωμανικής ισχύος και πολιτικής / οικονομικής / διπλωματικής επιρροής τουλάχιστον στο χώρο της Μέσης Ανατολής, της βόρειας Αφρικής και των Βαλκανίων, και όταν οι συγκυρίες θα το επιτρέπουν, την εδαφική επέκταση της Τουρκίας εκεί όπου θεωρεί ότι ισχυροποιούνται τα σύνορά της έναντι εξωτερικών απειλών (π.χ. Συρία) ή οι οικονομικές της (οριοθέτηση της παράνομης ΑΟΖ με την Λιβύη) και ευρύτερα γεωστρατηγικές της επιδιώξεις (π.χ., Κύπρος, Αιγαίο). Χθες μόλις ο Τούρκος Πρόεδρος, μίλησε για τα όρια της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, τα οποία καθορίζονται, όπως είπε «από τα 78 νεκροταφεία μαρτύρων που έχουμε σε 32 χώρες».

Ο σημερινός τουρκικός νέο-οθωμανικός μεγαλοϊδεατισμός, δεν αναδύθηκε ως αντίληψη και ως περιεχόμενο σήμερα, αλλά, μαζί με την ίδρυση του τουρκικού κράτους πριν εκατό χρόνια. Σε αντίθεση με την -τότε- επίσημη οθωμανική κυβέρνηση, ο Μουσταφά Κεμάλ, δεν έδειξε ίχνος υποχωρητικότητας και κυρίως ενδοτισμού και φοβίας, απέναντι στο σύνολο των Μεγάλων Δυνάμεων που ήδη βρίσκονταν στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας ταυτόχρονα αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις σε όλα σχεδόν της παραθαλάσσια εδάφη της, έναντι των οποίων, δεν έπαψε να αξιώνει την πλήρη κυριαρχία της ηττημένης Τουρκίας σε ό,τι αυτή θεωρούσε (τουρκικό) «εθνικό έδαφος» (περίπου η σημερινή Τουρκία) κοιτάζοντας «στα μάτια» τους πανίσχυρους νικητές της, έστω κι αν το έδαφος πάνω στο οποίο πατούσε δεν ήταν τίποτα άλλο παρά από ερείπια και εντελώς ασταθές. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε τις «αρχικές πολιτικές συνθήκες» που ανάγονται στον χρόνο της συγκρότησης μιας κρατικής οντότητας.

Κι όμως, σε ελάχιστο χρόνο, αυτή η πραγματικότητα αντιστράφηκε στο αντίθετό της, ακριβώς μέσα απ’ αυτά τα ερείπια.

Ο Τούρκος ηγέτης, είχε διαγνώσει ορθά τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των νικητριών Μεγάλων Δυνάμεων στη Μικρά Ασία μα και στη Μέση Ανατολή, και επομένως για τον ρόλο της Τουρκίας στο χώρο αυτό, και ασφαλώς δεν του διέφευγε η σημασία της (ηχηρής) εχθρικής στάσης της Ιταλίας έναντι της Ελλάδας, ούτε η θέση της Γαλλίας για τον μελλοντικό ρόλο της Ελλάδας στην Μικρά Ασία (ουσιαστικά δεν επιθυμούσε καν την εκεί παρουσία της, όπως και η Ιταλία), ούτε η αδιαφορία των ΗΠΑ για τα εκεί ζητήματα και όχι μόνο (π.χ., στη Θράκη η αμερικανικός φιλοβουλγαρισμός δεν κρύβονταν), ούτε έδινε μεγαλύτερη σημασία από ό,τι της άξιζε στη βρετανική στήριξης της Ελλάδας (κυρίως του πρωθυπουργού της Λόιντ Τζωρτζ, όχι όμως κατ’ ανάγκην και του συνόλου της κυβερνήσεώς του) και του ρόλου της στη Μικρά Ασία, (σε αντίθεση με μας που είχαμε κυριολεκτικά αφεθεί στη καλή θέληση της Βρετανίας) και είχε σοφά επενδύσει επ’ αυτών των αντιθέσεων και κυρίως τις είχε σοφά διαχειριστεί από άποψη πολιτικής, ώστε να ισχυροποιήσει την δική του θέση, αφήνοντας ολίγον κατ’ ολίγον έκθετη την Ελλάδα από άποψη συμμαχικής συνδρομής στο ήδη δύσκολο έργο της, να επιβάλλει τους όρους ειρήνης στη Μικρά Ασία στη βάση μιας συνθήκης (των Σεβρών), μια συνθήκη που ήταν νεκρή (αν δεν ήταν εξ αρχής) και καμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχε τη διάθεση να την στηρίξει «επί του πεδίου», καθιστώντας την παρουσία της Ελλάδας στη Μικρά Ασία από καθαρά συμμαχική υπόθεση, σε καθαρά ελληνική υπόθεση και επομένως τον εκεί πόλεμο με την Τουρκία από συμμαχική υπόθεση σε καθαρά ελληνοτουρική.

Νομίζω δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, πως αν οι Μεγάλες Δυνάμεις πράγματι επιθυμούσαν την επιβολή στην Τουρκία των όρων Ειρήνης που ήδη είχαν ληφθεί ακόμα και πριν τη λήξη του παγκοσμίου πολέμου και λίγο αργότερα συγκεκριμενοποιήθηκαν ως όροι στη Συνθήκη των Σεβρών, τότε, ουδείς Κεμάλ θα ήταν σε θέση να αντισταθεί στην αποφασιστικότητά τους αυτή (αν όντως υπήρχε) και στις στρατιωτικές τους δυνατότητες να επιβάλλουν τη θέλησή τους, έστω και δι’ αντιπροσώπου (την Ελλάδα εν προκειμένω). Αντί οι Μεγάλες Δυνάμεις να αδρανοποιήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία και αξιοποιήσουν και τις δυνατότητες προσβολής του Κεμάλ και από τα βόρεια, δηλαδή από την Μαύρη Θάλασσα, αντ’ αυτού, πρόσφεραν πολύτιμο χρόνο στον Τούρκο ηγέτη να εξοπλίζεται και εκγυμνάζει τα στρατεύματά του ώστε εν τέλει να συγκροτήσει αξιόλογο και αξιόμαχο στράτευμα. Όμως, αυτή η αποφασιστικότητα των Μεγάλων Δυνάμεων να τελειώνουν με το «Ανατολικό Ζήτημα», πολύ απλά δεν υπήρχε. Ούτε βεβαίως, πρέπει να μείνει ασχολίαστο το γεγονός, πως οι συστηματικές τουρκικές θηριωδίες και σφαγές σε βάρος των Ελλήνων (και άλλων εθνοτήτων ασφαλώς) στη Μικρά Ασία και τον Πόντο, όχι μόνο από τον Μουσταφά Κεμάλ μα και πριν απ’ αυτόν, (αναφέρομαι κυρίως σ’ ολόκληρη τη δεκαετία του 1910), θηριωδίες και σφαγές που υποκινούνταν και υποστηρίζονταν από της επίσημες οθωμανικές ή κεμαλικές αργότερα διοικήσεις, εν τούτοις, ούτε αυτές, για τις «πεπολιτισμένες» Δυτικές Δυνάμεις, στάθηκαν ικανές να συγκινήσουν και επηρεάσουν το κατά πού έπρεπε να γείρει η ζυγαριά της υποστήριξης.

Συνεπώς, όταν η τουρκική πολιτική ηγεσία και ο Ταγίπ Ερντογάν υπενθυμίζουν το «1922», ουσιαστικά το υπενθυμίζει και στις σημερινές Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες είναι εξίσου διαιρεμένες και με επαμφοτερίζουσες πολιτικές έναντι των επεκτατικών τουρκικών επιδιώξεων (όρα Κύπρο, Συρία και όχι μόνο) καλώντας τες, την κάθε μια ξεχωριστά, να διαγνώσουν και «εκμεταλλευτούν» τις δυνατότητες που τους παρέχει η τεράστια τουρκική αγορά, η Τουρκία γενικότερα, αλλά και η όποια «συμμαχία» μαζί της, ενώ ταυτόχρονα, σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζεται πως σύμμαχος της Τουρκίας εν τέλει είναι όποιος εξυπηρετεί το εθνικό τουρκικό συμφέρον. Και μάλιστα το λένε, όταν π.χ. υπενθυμίζουν στη «Δύση» (κυρίως στις ΗΠΑ), αντιδρώντας στο ζήτημα των περιορισμών που έχουν επιβληθεί σε στρατιωτικά οπλικά συστήματα και οπλισμό, πως υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή όταν εκβιάζουν στο ζήτημα της ένταξης νέων μελών στο ΝΑΤΟ (π.χ. Σουηδίας, Φινλανδίας) ή όταν δηλώνουν (προφανής αποδέκτης οι ΗΠΑ) πως σύμμαχο σαν την Τουρκία δεν βρίσκει κανείς εύκολα.

Διότι αν το «1922» οι Μεγάλες Δυνάμεις (που είναι οι ίδιες με τις σημερινές) ΤΕΛΙΚΩΣ, ήταν αυτές που υποχώρησαν έναντι των (πλέον κρίσιμων τουλάχιστον) αξιώσεων της ηττημένης και ταπεινωμένης Τουρκίας του 1918, ως απόρροια των μεγάλων διαφορών τους στα εθνικά τους συμφέροντα στο χώρο αυτό, πόσο μάλλον σήμερα, εκτιμά ίσως η τουρκική ηγεσία, είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν μια Τουρκία που ασφαλώς, δεν είναι η ηττημένη και ταπεινωμένη Τουρκία του 1918 ή του 1919 ενώ ασφαλώς, παρά τις σήμερα επίσημες διπλωματικές και πολιτικές δηλώσεις και παρά την προβαλλόμενη ενότητά τους (κυρίως οι Δυνάμεις που ανήκουν και στην Ευρωπαϊκή Ένωση), σε ζητήματα σεβασμού (εκ μέρους της Τουρκίας) του Διεθνούς Δικαίου στις ελληνοτουρκικές και τουρκοπυπριακές σχέσεις, εν τούτοις, είναι κάτι παραπάνω από ορατές δια γυμνού οφθαλμού, πόσο τα επί μέρους εθνικά τους συμφέροντα κατισχύουν έναντι κάθε άλλου ευρωενωσιακού ή νατοϊκού συμφέροντος και επομένως, η Άγκυρα μπορεί να ευελπιστεί πως αργά ή γρήγορα, και πάλι θα ανακτήσει τουλάχιστον τις παραδοσιακές της φιλίες στην Ευρώπη (αλλά και στις ΗΠΑ) αξιοποιώντας αυτές τις υπαρκτές αντιθέσεις!

Η Τουρκία, χαράσσει την αυτοκρατορική νέο-οθωμανική της στρατηγική με γνώμονα τι η ίδια πιστεύει ότι αυτή σημαίνει για την ισχύ και το κύρος της Χώρας της και με γνώμονα την ευνοϊκότητα των εκάστοτε συγκυριών. Άλλωστε, έχει υπέρ αυτής και απτές αποδείξεις για το πώς το Διεθνές Δίκαιο μπορεί να μην εφαρμόζεται από τους ίδιους τους τιμητές του, όταν έρχεται σε σύγκρουση με τα κρίσιμα εθνικά τους (πόσο μάλλον τα παγκόσμια) συμφέροντά τους. Η κατοχή της βόρειας Κύπρου, το αποδεικνύει περίτρανα. Δεν αναφέρομαι τόσο στο ότι τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ήδη από το 1975 και ακολούθως σταθερά εγγράφονται από την Τουρκία στα παλαιότερα των υποδημάτων της, αναφέρομαι στο ότι είναι ο ίδιος ο ΟΗΕ που με το Σχέδιο Ανάν με το οποίο επιχειρήθηκε να δοθεί μια οριστική «λύση» στο κυπριακό, ουσιαστικά, τι έκανε; Ουσιαστικά νομιμοποιούσε τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής και κατοχής, αναγνωρίζοντας ένα είδος «χρησικτησίας» εκ της μακροχρονίου τουρκικής κατοχής επί τμήματος του κυπριακού εδάφους και θέτοντας ως συνομιλητές με ίσα δικαιώματα θύτες και θύματα!

Εν κατακλείδι : Η επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας προκύπτει και εκ του λόγου ότι ο «ζωτικός» γεωστρατηγικός χώρος που διεκδικεί προκειμένου να εγκαθιδρύσει την ηγεμονία της στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, ανήκει κυριαρχικά σε Ελλάδα και Κύπρο (η κάθε μία με την δική της επικράτεια), με την Ελλάδα ασφαλώς, ως η πλέον ισχυρή Χώρα στην περιοχή αυτή, να μην της προσφέρεται ως ένα είδος εύκολου (στρατιωτικού) στόχου προκειμένου να της υφαρπάξει εθνικό της έδαφος, και επομένως, να ελπίζει πως με την συνεχή πολεμική της ρητορική και με την «βοήθεια» ενός «θερμού επεισοδίου» μάλλον παρά με έναν ανοιχτό πόλεμο, να την σύρει σε κάποιο τραπέζι διαπραγματεύσεων, στο οποίο προσδοκά ότι με την λογική των «δίκαιων» «αμοιβαίων υποχωρήσεων», η οποία μάλιστα ίσως προταθεί (αν δεν υποστηριχθεί πιεστικά) και από όσους σήμερα καλούν την Τουρκία σε σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, τελικώς, κάτι να αποσπάσει από την Ελλάδα, κυρίως στο επίπεδο των δικαιωμάτων συνεκμετάλλευσης θαλασσίων περιοχών που σήμερα δεν τίθενται καν υπό συζήτηση.

Βεβαίως, από πλευράς Ελλάδας, διακηρύσσεται, και δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά, πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση «δίκαιης αμοιβαίας υποχώρησης», (ο κάθε «συμβιβασμός» αυτό σημαίνει σε κάποιο βαθμό), διότι η Τουρκία ό,τι ζητά να «μοιραστεί» μαζί μας «δίκαια», τίποτα δεν της ανήκει, αντιθέτως, κυριαρχικά μας ανήκει και επομένως η Ελλάδα, δεν έχει περιθώριο καμιάς «υποχώρησης» επί κανενός ζητήματος εξ εκείνων που η Τουρκία επιδιώκει. Επομένως, με αυτό το δεδομένο, και μαζί με το επίσης δεδομένο, πως ακόμα και αν όλο το αφήγημα περί «γαλάζιας πατρίδας» ξεκίνησε ως μια ρητορική (πιθανότατα) για καθαρά εσωτερική κατανάλωση, εν τούτοις, ακριβώς επειδή το αφήγημα διαχύθηκε και αφομοιώθηκε ως εθνικός τουρκικός στόχος σε σημαντικό τμήμα του τουρκικού λαού, είναι πλέον πολύ δύσκολο για το σύνολο της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας να πάψει να το προβάλλει και το πιο επικίνδυνο, ότι ίσως να κληθεί από εσωτερικές πλέον εξελίξεις και πιέσεις, να «αποδείξει» πόσο πολύ πιστεύει στη «γαλάζια πατρίδα» και κυρίως να την υλοποιήσει. Αυτό καθιστά την πολιτική ηγεσία δέσμια της ίδιας της τής πολεμικής ρητορικής έναντι του ίδιου του λαού της και επομένως, ουσιαστικά, είναι αδύνατη κάθε συνεννόηση μεταξύ των δύο Χωρών, υπό αυτά τα δεδομένα και ιδίως εκ μέρους της Ελλάδας, διότι ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ αυτή καλείται (από την Τουρκία) να εκχωρήσει δικαιώματά της στην Τουρκία.

Η Ελλάδα, ασφαλώς και είναι έτοιμη για την υπεράσπιση της εθνικής της κυριαρχίας, όμως, οφείλει να επεξεργαστεί εκ νέου κάποια ζητήματα φιλοσοφίας της εξωτερικής της πολιτικής, όπως π.χ. η σαφής διακήρυξη πως για την Ελλάδα, τίποτα δεν μπορεί να προτεραιοποιηθεί έναντι των εθνικών της συμφερόντων, στα πλαίσια του συνόλου του διεθνών της σχέσεων και συμμετοχών. Οι διεθνείς σχέσεις της Χώρας γίνονται αποδεκτές στο μέτρο και το βαθμό που στηρίζουν και προωθούν τα εθνικά μας συμφέροντα, κάθε δε «αμοιβαίος συμβιβασμός» με άλλα εθνικά ή «συμμαχικά» συμφέροντα, θα πρέπει να είναι όντως «αμοιβαίος» και «δίκαιος» και κυρίως, που δεν θα συνεπάγεται ουδέ εκατοστό απώλειας εθνικής εδαφικής κυριαρχίας ούτε και περιορισμό της εθνικής μας ανεξαρτησίας.

Αυτό το τελευταίο, αποτελεί μια παρεξηγημένη έννοια.

Π.χ., η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, (ας εστιάσουμε σ’ αυτό) συνεπάγεται ένα είδος (εθελούσιου και κατ’ αρχήν -αλλά και κατ’ αρχάς- επιθυμητού) περιορισμού της εθνικής μας ανεξαρτησίας (και κυριαρχίας, ασφαλώς όχι σε εδαφικό επίπεδο), όπως και για τα άλλα Κράτη – Μέλη, αφού αποφάσεις που μας αφορούν λαμβάνονται από υπερεθνικά όργανα της ΕΕ. Όμως, όπως και σε παλαιότερα άρθρα μου έχω σημειώσει στο ζήτημα αυτό, αυτή η «εκχώρηση» εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, ουσιαστικά εξουδετερώνεται, υπό την αυστηρά όμως προϋπόθεση, ότι το ίδιο ισχύει για το σύνολο και των υπολοίπων Κρατών – Μελών (ότι δηλαδή κι αυτά παραιτούνται των αυτών ακριβώς και με τους αυτούς ακριβώς όρους ιδίων κυριαρχικών δικαιωμάτων) και της ουσιαστικής ισότητας των Κρατών – Μελών στη διαμόρφωση και λήψη των ενωσιακών συλλογικών αποφάσεων. Άλλως, η όποια εκχώρηση καθίσταται ετεροβαρής, με κάποια Κράτη – Μέλη να απολαμβάνουν περισσότερα οφέλη (οικονομικά, πολιτικά, γεωστρατηγικά, εθνικά, διεθνή) από κάποια άλλα και, επομένως, να ενισχύουν την εθνική τους κυριαρχία και ανεξαρτησία την ίδια στιγμή που άλλα χάνουν «βαθμούς» εθνικής κυριαρχίας ακριβώς λόγω του ουσιαστικά ετεροβαρούς χαρακτήρα μιας τυπικώς δίκαιης αμφοτεροβαρούς σχέσης.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ