Ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης (1877 – 30 Σεπτεμβρίου 1911) ήταν Έλληνας Μικρασιάτης θεολόγος και επίσκοπος, Mητροπολίτης Γρεβενών με σημαντική δράση για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας.
Ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης γεννήθηκε το 1877 στα Πέρματα, κωμόπολη Ελλήνων τουρκόφωνων ορθοδόξων (Καραμανλήδων), στην επαρχία Ικονίου της Μικράς Ασίας.
Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και, μετά την αποφοίτησή του, υπηρέτησε ως εφημέριος στην Ιερά Μητρόπολη Κυζίκου της Μικράς Ασίας και αργότερα ως Πρωτοσύγκελλος στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Εκεί προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα, συνεργαζόμενος με τον Πρόξενο της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρο Κορομηλά και τον Μακεδονομάχο Αθανάσιο Σουλιώτη. Το 1906 εντάχθηκε στην αντιστασιακή «Οργάνωση Θεσσαλονίκης» του Αθανασίου Σουλιώτη που συντόνιζε τη δράση των Ελλήνων κατά τον Μακεδονικό Αγώνα.
Στη συνέχεια, κλήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε ως εφημέριος και ιεροκήρυκας στον ιερό ναό της Αγίας Τριάδας στο Πέραν, στη συνοικία Σταυροδρομίου, όπου διακρίθηκε για την καλοσύνη και την ευσέβειά του.
Η δράση του στο Μοναστήρι
Στο Μοναστήρι υπηρέτησε ως καθηγητής των Θρησκευτικών του εκεί ελληνικού Γυμνασίου. Χειροτονήθηκε επίσης βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ Φοροπούλου (με έδρα το Μοναστήρι της Άνω Μακεδονίας), υπό τον τίτλο του επισκόπου Πέτρας. Ως βοηθός του μητροπολίτη Πελαγονίας ανέπτυξε πλούσια δράση σε εθνικό και θρησκευτικό επίπεδο, σε μια δύσκολη περίοδο για τη Μακεδονία.
Για την περίοδο αυτή η Βρετανική Κυανή Βίβλος μαρτυρεί: Η δολοφονία είναι το κυριώτερον όπλον των βουλγαρικών Κομιτάτων. Προ ουδενός υποχωρούσιν. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδας εφονεύθησαν οι Έλληνες κατά τα τελευταία πέντε ή έξ έτη…. αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείαι, δολοφονίαι, ανδρών και γυναικών, ανελεήμονα βασανιστήρια ιερέων, ιατρών, διδασκάλων κατακρεουργήσεις, ναών εμπρησμοί… καταστροφή χριστιανών Ορθοδόξων… γενική τρομοκρατία, πλήμμυρα αίματος.
Tον Μάρτιο του 1910 εξελέγη Μητροπολίτης Γρεβενών.
Η δράση του στα Γρεβενά
Ο Μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός αποτέλεσε στυλοβάτη του Μακεδονικού Ελληνισμού, προασπίζοντας την ταυτότητα των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής των Γρεβενών. Ενίσχυε ουσιαστικά την προσπάθεια υποστήριξης και διαφύλαξης των Ελλήνων Ορθοδόξων που ήταν απαραίτητη παρά την τυπική λήξη του Μακεδονικού Αγώνα.
Στην προσπάθειά του να στηρίξει το ποίμνιό του πραγματοποιούσε περιοδείες σε όλα τα χωριά της περιοχής, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο και ενθαρρύνοντας τους χριστιανούς. Φρόντισε για την ίδρυση και τη συντήρηση ελληνικών σχολείων και ορθόδοξων ναών. Μέριμνά του στο θέμα της παιδείας ήταν και ο εναρμονισμός της διδακτέας ύλης μεταξύ των σχολείων της πόλης και αυτών της επαρχίας, η επιλογή και η διάθεση βιβλίων στους μαθητές, η πρόσληψη και η αμοιβή δασκάλου για την Αστική Σχολή των Γρεβενών.
Επίσης, κράτησε σθεναρή στάση έναντι των οθωμανικών αρχών και κατήγγειλε την βία και τους ξυλοδαρμούς που υφίσταντο οι χριστιανοί. Τόλμησε μάλιστα μαζί με τον αρχιερατικό του επίτροπο να επισκεφθεί τον Μπεκήρ Αγά, για να τον συνετίσει.
Προς τον νομάρχη Τρικάλων -υπό την ευθύνη του οποίου υπαγόταν τότε η περιοχή Γρεβενών- έγραφε Μητροπολίτης Αιμιλιανός: «Παρακαλώ θερμώς, θερμότατα γράφων, να μεριμνήσητε περί της τύχης των χωρικών μας, των οποίων η θέσις κατέστη εσχάτως απελπιστική… Πώς να εμπνεύσω ζωήν εις ανθρώπους, οίτινες υπό ηθικήν και υλικήν άποψιν ένεκα της απογυμνώσεως αυτών κατέστησαν πτώματα;… Τί αναμένετε παρ’ ανθρώπων απηλπισμένων; Διατί υποθέτετε ότι άνθρωποι καταδυναστευόμενοι και πάσχοντες τα πάνδεινα θα είναι εις θέσιν να σκεφθώσι περί του απωτερου αυτών μέλλοντος;».
Λόγω της πολυεπίπεδης εθνικής και θρησκευτικής του δράσης τέθηκε στο στόχαστρο των Νεότουρκων αλλά και των συμμάχων τους, των Βουλγάρων κομιτατζήδων και των Ρουμάνων που δρούσαν στην περιοχή.
Το μαρτύριό του
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1911, κατά τη μετάβασή του στην εκκλησία του χωριού Γκριντάδες όπου θα λειτουργούσε, δολοφονήθηκε μαζί με το διάκονο Δημήτριο και τον συνοδό-αγωγιάτη Αθανάσιο, από τους κομιτατζήδες. Καθώς η δολοφονία έγινε σε δάσος και εν κρυπτώ, ο Αιμιλιανός και η συνοδεία του θεωρούνταν ως «εξαφανισμένοι» από τους κατοίκους.
Αγωνία για την τύχη του μητροπολίτη Αιμιλιανού, στις 3 Οκτωβρίου του 1911, εξέφρασε δημοσίως η δημογεροντία Γρεβενών, και μια μέρα αργότερα ανακοινώνει ότι ανακάλυψε προσωπικά του αντικείμενα. Μετά από έρευνες των κατοίκων βρέθηκε το σώμα του Αιμιλιανού σε γειτονικό δάσος στις 6 Οκτωβρίου 1911 μαζί με αυτά των δυο συνοδοιπόρων του. Κηδεύτηκε την Κυριακή 8 Οκτωβρίου 1911 στα Γρεβενά.
Η μνήμη του
Ο ποιητής Γεώργιος Σουρής αποτυπώνει το πνέυμα της εποχής αφιερώνοντας ποίημά του στον μαρτυρικό ιεράρχη.
Τὸν ἔσφαξαν τῶν Γρεβενῶν τὸν ἄφοβο Δεσπότη,
τὸν ἔσφαξαν τὸν ἄξιο τοῦ γένους στρατιώτη·
θρήνησε σκλάβα, θρήνησε κι ἄλλη μεγάλη μίτρα,
ποῦ τὴν αἱματοκύλισαν τῆς ‘λευθεριᾶς τὰ φύτρα.
Τυλίξου πάλι, δύστυχη, μὲ μάτια βουρκωμένα σὲ ῥάσα ‘ ματωμένα.
Βλέπεις τὴν ἄτιμη σφαγὴ κι’ ἐκδίκησί μου μόνη,
μένουν καμπόσα δάκρυα καὶ βογγητὰ καὶ πόνοι.
Καὶ τὄχεις γιὰ παρηγοριὰ στὴν μαύρη τὴν ὀρφάνια,
νὰ πλέκῃς μὲ τἀγκάθια σου μαρτυρικὰ στεφάνια.
Κι ἄν ἕνας εἶναι σήμερα μ’ ἄλλων καιρῶν αἰσθήματα,
ποῦ νὰ πονῇ τοὺς μάρτυρας, τῶν ἰδεῶν τὰ θύματα,
ἐκεῖνος ἄς τρανολαλῇ ‘στὰ δάκρυα πνιγμένος:
Κατάρα σ’ ὅσους ἔκαναν νὰ σφάζεται τὸ γένος. (Γ.Σουρής)
Από τους πολλούς επιμνημόσυνους λόγους που εκφωνήθηκαν ξεχωρίζει ο λόγος του Χρυσοστόμου Σμύρνης: «Όταν αρχιερείς καίωσιν εαυτούς ως λαμπάδας ενώπιον του ειδώλου της πατρίδος, ο δε μαρτυρικός θάνατός των γίνεται ζωής και δόξης υπόθεσις και θεμέλιον αγιωτέρου βίου, το μνημόσυνόν των δεν εναρμονίζεται με δάκρυα και θλίψιν, αλλά με υπερηφάνειαν και αγαλλίασιν. Ημίν εξ όλων εχαρίσθη όχι μόνον το εις Χριστόν ορθώς πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού αγογγύστως πάσχειν, γενναίως μαρτυρείν και ενδόξως θνήσκειν». Ο Χρυσόστομος Σμύρνης θα μαρτυρήσει λίγα χρόνια αργότερα από τους Τούρκους, το 1922 στη Σμύρνη.
Επιστολές και συλλυπητήρια τηλεγραφήματα μέσα από τα αρχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποκαλύπτουν τη θλίψη του λαού και του κλήρου της εποχής για τον μαρτυρικό θάνατο του μητροπολίτη Αιμιλιανού. Οι επιστολές αυτές δόθηκαν για πρώτη φορά στη δημοσιότητα και αναγνώσθηκαν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο κατά την επίσκεψή του στα Γρεβενά το 2011.
Τιμή της μνήμης του
Οι κάτοικοι των Γρεβενών αλλά και οι Έλληνες μικρασιατικής καταγωγής (καθώς ο Αιμιλιανός ήταν Μικρασιάτης), τον τιμούν ως ιεροεθνομάρτυρα. Στη μνήμη του, το χωριό Γκριντάδες μετονομάστηκε σε Αιμιλιανός και το Σχίνοβο σε Δεσπότης, καθώς στο δάσος μεταξύ αυτών μαρτύρησε.
Στο ακριβές σημείο όπου δολοφονήθηκε κατασκευάστηκε ναός και κενοτάφιο, όπου τελείται θεία Λειτουργία και Τρισάγιο το πρώτο Σάββατο του Οκτωβρίου κάθε έτους. Επίσης, το κοντινό χωριό Λιμπίνοβο μετονομάστηκε σε Διάκος στη μνήμη του διακόνου Δημητρίου που μαρτύρησε μαζί με τον Μητροπολίτη Αιμιλιανό.
Προς τιμήν του Αιμιλιανού Γρεβενών, οδοί που φέρουν το όνομά του βρίσκονται στη Νέα Σμύρνη και τη Νέα Ιωνία, στη Θεσσαλονίκη, τη Σταυρούπολη, τη Μενεμένη, την Καλαμαριά, το Πανόραμα, την Κομοτηνή, την Κοζάνη και την Καστοριά. Προτομές του υπάρχουν στα Γρεβενά, στην κεντρική πλατεία Αιμιλιανού, καθώς και στην οδό Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης που ανεγέρθηκε από Μικρασιάτες συμπατριώτες του. Ακόμη, ανδριάντας του ανεγέρθηκε στο Επισκοπείο Γρεβενών.