Πριν από λίγες ημέρες ο Αλέξης Τσίπρας είχε καλέσει την Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε μια «δημόσια τοποθέτηση στην ουσία, σε ό,τι αφορά την επίκληση του απορρήτου». «Όλοι οφείλουμε να πάρουμε θέση σε όλα όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητα και ντροπιάζουν την κοινοβουλευτική Δημοκρατία», είπε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Χωρίς να λάβει απάντηση από την Πρόεδρο. Μάλιστα χθες η κ. Σακελλαροπούλου είχε την ευκαιρία, αν το επιθυμούσε βέβαια, να τοποθετηθεί: την επισκέφθηκε για να την ενημερώσει σχετικά με την παρακολούθησή του ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Ωστόσο η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν πήρε σαφή θέση και περιορίστηκε να επαναλάβει τη «γραμμή» της αρχικής και μοναδικής της τοποθέτησης, που ζητούσε την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης, κ.λπ., επισημαίνοντας το «πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της» και τα «όρια του αξιώματός της», καταλήγοντας ότι «οποιαδήποτε παράταση αυτής της εκκρεμότητας είναι επιζήμια για τη δημοκρατία μας».
Παραπέμποντας στην ουσία στη Βουλή και τη Δικαιοσύνη. Από την πλευρά του ο Ν. Ανδρουλάκης σχολίασε χαρακτηριστικά ότι «δεν έχουν συνωμοτήσει οι πλανήτες εις βάρος μου, αλλά ένας παρακρατικός μηχανισμός ο οποίος θα πρέπει να οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη». Η Πρόεδρος, εντέλει, ακολούθησε τη «σώφρονα» γραμμή της κυβέρνησης που δεν λέει τίποτε διαφορετικό από όσα είπε, και δεν τοποθετήθηκε στο κρίσιμο που έθεσε ο Αλ. Τσίπρα: την επίκληση του απορρήτου.
Τυπικά, εννοείται, δεν έχει κάποια υποχρέωση. Όμως σε μια περίοδο που τίθενται τόσο έντονα τα ζητήματα της παραβίασης του Συντάγματος, και μάλιστα από σειρά έγκριτων καθηγητών, η Πρόεδρος, έγκριτη νομικός και η ίδια, θα μπορούσε να είχε τολμήσει μια πιο σαφή τοποθέτηση και όχι τόσο θεωρητική προσέγγιση: «Σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου κάθε εξαίρεση από την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να υπόκειται σε έλεγχο και λογοδοσία». Στην περίπτωση Ανδρουλάκη «ερμηνεύτηκε στενά» η εξαίρεση αυτή; Ή όχι; Μια χαμένη, άλλη μία, ευκαιρία για την κ. Πρόεδρο…