Καμπανάκι από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για τον πληθωρισμό και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. «Λιγότερο ενθαρρυντική είναι η εικόνα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου διευρύνθηκε κατά το δεύτερο τρίμηνο στα 10,8 δις έναντι 7,4 δις πέρυσι. Ακόμα λιγότερο ενθαρρυντική είναι η πορεία του πληθωρισμού που διαμορφώθηκε στο 11,2% τον Αύγουστο», προειδοποιεί και ζητά συναίνεση στην οικονομική πολιτική.
«Υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι που ενδέχεται να επηρεάσουν μεσοπρόθεσμα την
ελληνική οικονομία», τονίζει το Γραφείο αναφερόμενο στην εκτέλεση του προϋπολογισμού για το δεύτερο τρίμηνο του 2022. Όπως αναφέρει η έκθεση, υπάρχουν 4 κίνδυνοι.
1) ο πρώτος κίνδυνος «προέρχεται από τον πληθωρισμό που, παρά τη θετική του επίδραση στα δημόσια οικονομικά, αποτελεί τη βασική αιτία διάβρωσης των πραγματικών εισοδημάτων, κυρίως εκείνων που η ονομαστική τους αύξηση υπολείπεται του ρυθμού αύξησης των τιμών. Πρόκειται ουσιαστικά για τους μισθούς, τις συντάξεις και επιχειρηματικά εισοδήματα σε κλάδους που αδυνατούν να προσαρμόσουν τις τιμές τους στο γενικό επίπεδο».
«Να ληφθεί μέριμνα ώστε να αποτραπούν οι εισοδηματικές απώλειες, ιδίως στους χαμηλόμισθους, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι δεν θα υπάρξει πληθωριστική ανατροφοδότηση και απώλεια ανταγωνιστικότητας», ζητά το Γραφείο Προϋπολογισμού.
2) ο δεύτερος κίνδυνος προέρχεται από την αντίδραση των κεντρικών τραπεζών στον υψηλό πληθωρισμό, αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού. Μετά την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, «η μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής μετά από μια μακρά περίοδο χαμηλών επιτοκίων αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στο σύνολο των οικονομιών της Ευρωζώνης και να επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Ιδιαίτερα αρνητική θα είναι η επίπτωση σε χώρες με υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, όπως η Ελλάδα».
«Η κύρια ανησυχία αφορά την επίδραση των αυξημένων επιτοκίων στη δυναμική του δημόσιου χρέους και στο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του», τονίζει και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: «αν οι παραδοχές στις αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους (DSA) είναι τέτοιες που απαιτούν υψηλότερα μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα, η χώρα μας θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τη δημοσιονομική της στρατηγική».
3) ο τρίτος κίνδυνος συνδέεται με τις αβεβαιότητες για την πορεία της οικονομίας εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία και της εντεινόμενης ενεργειακής κρίσης.
4) ο τέταρτος κίνδυνος «είναι πολιτικός και συνδέεται με τις πιθανές δυσκολίες
σχηματισμού κυβέρνησης στις ερχόμενες εκλογές. Μια ενδεχόμενη πολιτική αστάθεια θα εντείνει την αβεβαιότητα σχετικά με τη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και πιθανότατα θα αποθαρρύνει την επίδειξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας από κάθε πλευρά».
«Είναι απαραίτητο να επιτευχθεί ένα ελάχιστος βαθμός συναίνεσης στους βασικούς άξονες της δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να μην εγείρονται αμφιβολίες για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας κατά την προεκλογική και μετεκλογική περίοδο. Στις δημοκρατικές κοινωνίες οι επιλογές του εκλογικού σώματος είναι κυρίαρχες και δεν μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί. Ωστόσο, οι πολιτικές επιλογές παράγουν οικονομικά αποτελέσματα που δεν εξαρτώνται μόνο από τη βούληση του εκλογικού σώματος αλλά και από τις συνθήκες και τους μηχανισμούς του οικονομικού περιβάλλοντος που θα ήταν χρήσιμο να λαμβάνονται υπόψη», καταλήγει το Γραφείο Προϋπολογισμού.