Η κυβέρνηση Μητσοτάκη (αυτή που ευθύνεται για την 108η θέση στην ελευθερία του Τύπου) έθεσε σε διαβούλευση νόμο ο οποίος προβλέπει Επιτροπή λογοκρισίας για τα έντυπα και τα site. Την Επιτροπή αυτή ονόμασε, όπως είναι φυσικό, Επιτροπή Δεοντολογίας. Μέχρι εδώ τίποτα παράξενο. Ο Μητσοτάκης, ο οποίος προσπαθούσε και προσπαθεί να κλείσει εφημερίδες, χαρακτηρίζοντας παράλληλα τις μεγαλύτερες ξένες εφημερίδες που γράφουν για τα πεπραγμένα του ως όργανα δυνάμεων που τον επιβουλεύονται, θα σταματούσε σε έναν νόμο; Αλίμονο.
Το παράξενο σε όλη αυτή την ιστορία είναι ότι η ΕΣΗΕΑ αποδέχθηκε τον νόμο ως μια καλή εξέλιξη για τη δημοσιογραφία, ενώ την ίδια ώρα οι «Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα» και οργανώσεις όπως το European Centre for Press and Media Freedom έχουν κάνει δηλώσεις επικριτικές για την προσπάθεια λογοκρισίας. Θα μου πείτε, και αυτό δεν είναι τόσο παράξενο. Η ΕΣΗΕΑ εδώ και χρόνια έχει αφήσει τη δημοσιογραφία στο έλεος των κυβερνήσεων. Μόνο στην Ελλάδα η Αστυνομία, μπορεί να συλλάβει με χειροπέδες δημοσιογράφο για κάτι που έγραψε. Μόνο στην Ελλάδα μέσα ενημέρωσης αποκλείονται από τη διαφημιστική δαπάνη με μεθόδους Γεωργαλά.
Στη συστημική αντίληψη της ΕΣΗΕΑ, υπεράσπιση της δημοσιογραφίας είναι η εξ ανάγκης και επιλεκτική έκδοση ανακοινώσεων για καμιά παράβαση εργασιακών. Από τον πυρήνα της δράσης της λείπει κάθε υπεράσπιση της δημοσιογραφικής λειτουργίας με την έννοια της ελευθερίας του Τύπου και του δημοσιογράφου. Έχει εκπέσει τόσο πολύ το επαγγελματικό μας σωματείο που μπορεί ένας Υπουργός να απειλεί δημόσια δημοσιογράφο ότι θα τον βάλει φυλακή και η ΕΣΗΕΑ να κάνει την ανήξερη. Αλήθεια, θα τολμούσε κάποιος υπουργός να απειλήσει δικηγόρο χωρίς να αντιμετωπίσει την κατακραυγή όλου του κλάδου; Όσα ζούμε σήμερα ως κατάντια της δημοσιογραφίας τα έχει συνυπογράψει το όργανο που οφείλει να διαφυλάξει θεσμικά και τους δημοσιογράφους και τη δημοσιογραφία. Και δεν εννοώ αυτούς που σκοτώνονται για να καταλάβουν μια καρέκλα στο ΔΣ της ΕΣΗΕΑ.
Το αναμφίβολα παράξενο όμως είναι ότι την άποψη πως η Επιτροπή λογοκρισίας είναι καλή τη συνυπογράφει και η παράταξη της Αριστεράς στην ΕΣΗΕΑ, ο Δούρειος Τύπος, της οποίας είμαι ψηφοφόρος. Όχι μόνο τη συνυπογράφει, αλλά μέλη της στο ΔΣ της ΕΣΗΕΑ ανέλαβαν με αρθρογραφία να σηκώσουν το βάρος για να μας πείσουν ότι η Επιτροπή είναι καλή. Δεν το κάνει η παράταξη της Δεξιάς στην ΕΣΗΕΑ, το κάνουν οι Δουσουάρχες της Αριστεράς. Γιατί; Αυτή είναι η άποψή τους ή οι υποχρεώσεις τους απέναντι στους εταίρους της συγκυβέρνησης στην ΕΣΗΕΑ; Ας πάμε λίγο στην ουσία.
Δύο εκπρόσωποι του Δούρειου Τύπου στην ΕΣΗΕΑ εξέφρασαν δημόσια την άποψη ότι η καθιέρωση της «Επιτροπής Δεοντολογίας» είναι μια προσπάθεια ρύθμισης του τοπίου στην ενημέρωση και όχι λογοκρισίας. Δηλαδή είναι θετικό μια ομάδα διορισμένη από τον Υπουργό να κανονίζει ποιοι θα αποκλειστούν από τη διαφήμιση για λόγους «δεοντολογίας». Κατ’ αρχάς θα συμφωνήσουμε νομίζω ότι για το τι είναι δεοντολογικό και δημοσιογραφικό άλλη άποψη έχουν οι κυβερνήσεις και άλλη οι δημοσιογράφοι. Έχει άλλη ο Πέτσας και άλλη τα δημοσιογραφικά όργανα. Αλλά έχουν ίδια άποψη ο Φουρθιώτης με τον Πέτσα που του έδωσε διαφήμιση.
Από όσα γνωρίζω όσα χρόνια ασκώ τη δημοσιογραφία, η σχέση του δημοσιογράφου με το κοινό, τους πολίτες, είναι αδιαμεσολάβητη. Κανένας δεν πρέπει να ασκεί λογοκρισία ή να κάνει τον δημοσιογράφο να λειτουργεί αυτολογοκριτικά με τον φόβο. Γι’ αυτό άλλωστε λέμε ότι οι καταχρηστικές αγωγές SLAPPs αποτελούν προσπάθεια φίμωσης του δημοσιογράφου.
Μοναδικά όργανα που μπορούν να κρίνουν τον δημοσιογράφο για την τήρηση της δεοντολογίας είναι τα πειθαρχικά όργανα των Δημοσιογραφικών Ενώσεων. Έχουμε και κώδικα δεοντολογίας, και όργανα. Δεν μπορεί η κυβέρνηση ή κάποιος διορισμένος εκπρόσωπός της να αποφαίνεται και να παίρνει μέτρα τιμωρίας για τα δημοσιογραφικά κείμενα. Όποιος πολίτης αδικείται από την εκτροπή του δημοσιογράφου μπορεί να πάρει νομικά και αστικά μέτρα τιμωρίας.
Υπάρχει πρόβλημα με την τήρηση της δεοντολογίας σήμερα; Φυσικά υπάρχει, ακριβώς επειδή η ΕΣΗΕΑ, αντί να αποτελεί τον θεσμικό παράγοντα ανάπτυξης και ελέγχου της δημοσιογραφίας, γίνεται παρακολούθημα της πολιτικής και των απαιτήσεών της. Αν η ΕΣΗΕΑ νοιάζεται για τη δεοντολογία, ας καλέσει στα Πειθαρχικά της όσους δημοσιογράφους διαφημίζουν στις εκπομπές τους και στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης σερβιέτες και βούτυρα σαν κοινοί διαφημιστές. Υπάρχει πρόβλεψη στον κώδικα δεοντολογίας. Δεν το κάνει. Αν νοιάζεται για τη δεοντολογία και την ποιότητα της δημοσιογραφίας, ας καλέσει για παράδειγμα τον Άρη Πορτοσάλτε που προχθές έλεγε στο ΣΚΑΪ ότι οι Ρώσοι έκαναν κανάλι στην Ελλάδα και έβαλαν διευθυντή τον Βαξεβάνη. Να τον καλέσουν, να του ζητήσουν στοιχεία και να τιμωρήσουν έναν από τους δυο μας. Αν η ΕΣΗΕΑ νοιαζόταν για τη δεοντολογία και τη δημοσιογραφία, θα έβγαζε μια ανακοίνωση όταν δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Novartis αντιμετωπίζονταν σαν ποινικοί από τα μέσα ενημέρωσης και αποκαλούνταν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό «συμμορίτες».
Η στήριξη του συγκεκριμένου νόμου δεν οφείλεται στη δεοντολογία την οποία οι επιτήδειοι έχουν μετατρέψει σε μαυσωλείο, το προσκυνούν κατά περίπτωση και επιδεικνύουν το ταριχευμένο σώμα της ως ζωντανό ενώ είναι νεκρό και βαλσαμωμένο. Η στήριξη του άθλιου νόμου είναι αποτέλεσμα συναλλαγής με την κυβέρνηση, ένα ρουσφέτι που κάνουν στην κυβέρνηση Μητσοτάκη με ανταλλάγματα.
Με ποιο επιχείρημα στηρίζουν τον νόμο οι Δουσουάρχες του Δούρειου Τύπου; Από αυτά που δημοσιεύτηκαν και διάβασα, το κάνουν γιατί αποτελεί ένα «νόμο ρύθμισης του τοπίου». Ως απειλή μάλιστα για τη δεοντολογία, άλλοτε ψιθυριστά και άλλοτε φωναχτά, επικαλούνται το «Μακελειό». Είναι δυνατόν λένε, να παίρνει κρατική διαφήμιση το «Μακελειό»; Δηλαδή με το πρόσχημα του «Μακελειού» και του Στέφανου Χίου δεχόμαστε να υπάρχει αποκλεισμός με βάση το περιεχόμενο; Ο αποκλεισμός στη διαφήμιση έχει να κάνει με την αγορά, όχι με το τι γράφει ο καθένας. Αν γίνει το λάθος να υπάρξει αποκλεισμός περιεχομένου, τότε είναι θέμα χρόνου πόσο και πού θα επεκταθεί;
Αλλά αφού χρησιμοποιεί η κυβέρνηση προσχηματικά το «Μακελειό» και το αποδέχονται και οι υπόλοιποι, να σημειώσω ότι η φυλλάδα αυτή δεν παίρνει κρατική διαφήμιση. Άρα πώς θεσπίζεται νόμος για να μην παίρνει κρατική διαφήμιση; Το επιχείρημα είναι ψεύτικο και απλώς επειδή οι συσχετισμοί είναι βολικοί για τον Μητσοτάκη, προσπαθεί να καθιερώσει ένα νόμο τον οποίο θα χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν. Για ενοχλητικούς, για κανένα «Μακελειό».
Θέλω επίσης να πω στους αγαπητούς συναδέλφους στο ΔΣ της ΕΣΗΕΑ ότι ο Χίος και το «Μακελειό» υπάρχουν επειδή η ίδια η δημοσιογραφία είναι άρρωστη. Αν το δημοσιογραφικό τοπίο ήταν υγιές, το «Μακελειό» θα ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Επειδή όμως είναι παθογενές, επειδή η δημοσιογραφική αθλιότητα και οι παρακοιμώμενοι δημοσιογράφοι είναι μια μιντιακή κανονικότητα, υπάρχει το «Μακελειό». Ως το πιο άθλιο κομμάτι ενός πλουραλισμού αθλιότητας.
Και ας πάμε στα πιο δύσκολα για τα οποία δεν αρκούν οι βεβαιώσεις για τον έρωτα στη δεοντολογία. Αναρωτιέται η συνάδελφος και μέλος του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ, Μάχη Νικολάρα, υπερασπιζόμενη τον νόμο Μητσοτάκη σε άρθρο της στην ΕΦΣΥΝ: «Πώς δηλαδή πρέπει να διοχετεύεται το δημόσιο χρήμα στα ΜΜΕ, αν όχι και με κριτήριο τη δεοντολογία;». Αυτό το «ΚΑΙ» στο άρθρο της συναδέλφου είναι πιο αποκαλυπτικό από το άρθρο ολόκληρο. Η διοχέτευση του δημοσίου χρήματος πρέπει, όπως ομολογεί και η ίδια, να έχει διάφορα κριτήρια. Πώς δίνεται το κρατικό χρήμα σήμερα μέσω διαφήμισης; Το Documento δεν παίρνει ούτε ευρώ. Η ΕΦΣΥΝ παίρνει ελάχιστα σε σχέση με τα «Παραπολιτικά» του Κουρτάκη, που δεν τηρούν ούτε κριτήρια δεοντολογίας ούτε κυκλοφορίας, και διάφορα site τύπου «Φουρθιώτη» ξεκοκαλίζουν δημόσιο χρήμα. Άρα, αν μας ενδιαφέρει το δημόσιο χρήμα, η απρόσκοπτη κυκλοφορία και η ελευθερία του Τύπου, η ΕΣΗΕΑ οφείλει να ζητήσει νόμο για τη διανομή της κρατικής διαφήμισης. Επίσης οφείλει να διαμαρτυρηθεί που υπάρχει αποκλεισμός εφημερίδων και sites και να καταθέσει προτάσεις για πραγματική ρύθμιση του μιντιακού τοπίου. Ούτε το έκανε, ούτε το κάνει. Αντιθέτως τα μέλη της Διοίκησης της ΕΣΗΕΑ που ψηφίζουν τον νόμο για χάρη της «δεοντολογίας» ήταν αυτά που έδωσαν πιστοποιητικό δεοντολογίας στον Φουρθιώτη και τον άφησαν να κυκλοφορεί με πλαστή ταυτότητα της ΕΣΗΕΑ.
Είναι δυνατόν μια δημοσιογραφική Ένωση να είναι αυτή που δίνει δικαίωμα στον Υπουργό να ορίζει Επιτροπή που θα καθορίζει τα της δημοσιογραφίας; Αλήθεια, θεωρείται ότι είναι στήριξη της δεοντολογίας να παίρνει αποφάσεις για το τι είναι σωστό και τι όχι ο εκπρόσωπος του Ιδρύματος Μπότση που βράβευσε τον Γρηγόρη Μιχαλόπουλο της «Ελεύθερης Ώρας» και τον Νίκο Ευαγγελάτο; Από κοινού μάλιστα με τους ιδιοκτήτες εφημερίδων και sites;
Για να υπάρχει δεοντολογία πρέπει να υπάρχει Τύπος. Και για να υπάρχει Τύπος αξιοπρεπής και με κριτικό ρόλο απέναντι στην εξουσία, πρέπει να λειτουργεί ελεύθερα, χωρίς κρατικές παρεμβάσεις. Τα μέλη του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ που εκπροσωπούν τον Δούρειο Τύπο θεωρώ ότι εγκληματούν απέναντι σε ένα θέμα το οποίο στο εξωτερικό αποτελεί ιερό κανόνα για κάθε δημοσιογράφο: Να κρατηθεί μακριά η παρέμβαση των κυβερνήσεων από τα δημοσιογραφικά θέματα. Θεωρώ επίσης ότι η άποψή τους δεν εκφράζει όσους ψηφίσαμε την παράταξη. Τα υπόλοιπα που επικαλούνται, περί μητρώου που είναι αναγκαίο, αυτό δεν αποτελεί πρόβλεψη του νόμου Μητσοτάκη, αλλά του νόμου Παππά – Κρέτσου, τον οποίο ακύρωσε η ΝΔ για να μοιράσει λεφτά μέσω ενός άλλου μητρώου, του μητρώου Πέτσα – Φουρθιώτη.
Όταν είχε ξεκινήσει ο πόλεμος ενάντια στο Documento, είχαμε ενημερώσει την ΕΣΗΕΑ (η οποία σιώπησε) ότι στόχος στην πραγματικότητα δεν είναι το Documento αλλά κάθε αντίθετη άποψη. Δυστυχώς επιβεβαιωθήκαμε. Η Ελλάδα είναι στη θέση 108, και εκατοντάδες ικανοί και αξιοπρεπείς δημοσιογράφοι δίνουν κάθε μέρα μάχη για να κρατήσουν σε ένα επίπεδο τη δημοσιογραφία που καταρρέει. Την ίδια προειδοποίηση κάνουμε και σήμερα. Ο νόμος με την Επιτροπή λογοκρισίας δεν είναι ξαφνική κάψα για τη δεοντολογία αλλά εμπροσθοφυλακή για τελειωτικό χτύπημα σε κάθε ανεξάρτητη φωνή. Τώρα θα μου πείτε αν αυτή η ΕΣΗΕΑ έχει αποδεχτεί ως κανονικότητα τη λογοκρισία και τις επιθέσεις στον Τύπο, σιγά μην έχει πρόβλημα να εκφραστεί και με νόμο.
Μόνο που το βάρος της ευθύνης σε όσους από την Αριστερή παράταξη δώσουν άλλοθι σε αυτό τον νόμο είναι τεράστιο. Και ιστορικό, ακόμη και αν αυτοί που το δίνουν δεν έχουν τίποτα το ιστορικό στο επάγγελμα.