13 Σεπτεμβρίου 1986. Σεισμός 6,2 Ρίχτερ συγκλονίζει την Καλαμάτα. Ολόκληρος ο νομός της Μεσσηνίας τραντάζεται από το χτύπημα του Εγκέλαδου, που αφήνει πίσω του 22 νεκρούς και περισσότερους από 300 τραυματίες. Η Ελλάδα σοκάρεται και αυτή τη φορά η έκφραση δεν είναι η συνηθισμένη δημοσιογραφική υπερβολή.
Τις πρώτες ώρες η πόλη ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι και στη σκόνη από τις καταρρεύσεις. Όσοι είχαν θέα στο βουνό Καλάθι, το είδαν να ανασηκώνεται. Ακολούθησαν πολλαπλοί μετασεισμοί, οι οποίοι έφτασαν μέχρι και τα 5,6 Ρίχτερ. Οι τραυματίες δε χωρούσαν στο νοσοκομείο, γι΄αυτό και τοποθετήθηκαν κρεβάτια στο προαύλιο. Δημιουργήθηκαν 30 καταυλισμοί, οι οποίοι φιλοξένησαν όλους τους κατοίκους που φοβούνταν να γυρίσουν στα σπίτια τους και δικαιολογημένα καθώς ήταν άκρως επικίνδυνο.
Ο απολογισμός ήταν δραματικός. 22 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ενώ περισσότεροι από 300 τραυματίστηκαν. Το 70% των κτιρίων κρίθηκαν ακατάλληλα για να κατοικηθούν ενώ το 20% των κτιρίων κρίθηκαν κατεδαφιστέα. Οι κάτοικοι της πόλης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη και να μεταφέρουν ότι είχαν προλάβει να σώσουν στα γύρω χωριά, όπου έμεναν σε σκηνές για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι εγκλωβισμένοι στα ερείπια και οι προσπάθειες διάσωσης
Στην γκρεμισμένη πόλη έφτασαν συνεργεία από τη νεοσύστατη ΕΜΑΚ αλλά και ομάδες διάσωσης από τη Γαλλία και τη Γερμανία. Οι προσπάθειες τους επικεντρώθηκαν στην περιοχή Νησάκι, στην οδό Αριστείδου 28. Στα συντρίμμια της νεόχτιστης πολυκατοικίας εγκλωβίστηκαν οι περισσότεροι ένοικοί της. Ανάμεσα τους η οικογένεια του Θόδωρου Αθανασόπουλου. Κανείς δεν πίστευε ότι οι εγκλωβισμένοι θα έβγαιναν ζωντανοί.
Ένα βρέφος, μόλις 10 ημερών χαροπάλευε στα συντρίμμια. Εντοπίστηκε από ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά των σωστικών συνεργείων. Η είδηση της διάσωσης του ράγισε καρδιές και έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες.
«Ουρλιάζαμε παγιδευμένοι»
Σωστικά συνεργεία σε όλη την πόλη αναζητούσαν κάτω από τα χαλάσματα επιζώντες. Έξω από τα κτίρια που είχαν καταρρεύσει ακούγονταν φωνές και κλάματα. Ήταν άγνωστο πόσοι είχαν καταπλακωθεί. Οι πυροσβέστες έσκαβαν με προσοχή και προσπαθούσαν να ακούσουν έστω μία κραυγή ή ένα λυγμό. Έναν ψίθυρο που θα τους οδηγούσε σε κάποιον θαμμένο-ζωντανό. Αναζητούσαν την ανάσα που θα αναπτέρωνε τις ελπίδες ότι ακόμη υπάρχουν επιζώντες…
«Μ’ ακούς; Είσαι καλά; Είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε, λέει ένας πυροσβέστης σε έναν εγκλωβισμένο. Ξαφνικά το πρόσωπο του φωτίστηκε. Βρισκόταν στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας που κατέρρευσε. «Δεν μπορώ να κουνηθώ», φώναζε απελπισμένος. Μαζί του ήταν η γυναίκα και τα δύο παιδιά του. Έδινε οδηγίες στους πυροσβέστες για να τους κατευθύνει. Ο εγκλωβισμένος δεν τα κατάφερε. Μέχρι να τον εντοπίσουν με ακρίβεια και να τον ανασύρουν οι πυροσβέστες είχε αφήσει την τελευταία του πνοή. Οι φωνές του όμως έσωσαν τη γυναίκα του, που βγήκε ζωντανή από τα χαλάσματα.
Οι σεισμοπαθείς στα λυόμενα
Λίγο πριν το χτύπημα του Εγκέλαδου στην Καλαμάτα, πολύς κόσμος είχε κατακλύσει το λιμάνι καθώς εγκαινιαζόταν η ακτοπλοϊκή σύνδεση Καλαμάτας-Κρήτης. Έτσι όταν έγινε ο σεισμός πολλοί βρίσκονταν εκτός των σπιτιών τους και σώθηκαν. Το πλοίο που θα εγκαινίαζε τη γραμμή, διέθεσε τις καμπίνες του για την φιλοξενία πολλών σεισμοπαθών.
Μήνες μετά την καταστροφή οι άστεγοι σεισμοπαθείς διέμεναν σε λυόμενα και σκηνές. Εκείνη τη χρονιά έγινε άλλο ένα ασυνήθιστο γεγονός. Το χειμώνα χιόνισε και οι σεισμοπαθείς είχαν να αντιμετωπίσουν και το κρύο. Ο χιονισμένος χειμώνας που ακολούθησε, ήταν για όλους τους σεισμοπαθείς ιδιαίτερα δύσκολος…
Η Καλαμάτα έμοιαζε με βομβαρδισμένη πόλη. Για τα επόμενα τουλάχιστον 5 χρόνια έγινε μια τεράστια προσπάθεια να ανασυγκροτηθεί η πόλη και να γίνει λειτουργική για τους κατοίκους της, αν και αρκετοί, προσωρινά την εγκατέλειψαν.
Το βράδυ της 13ης Σεπτεμβρίου του 1986 αποτελεί σταθμό για τη σύγχρονη ιστορία της Καλαμάτας, που τελικά οι κάτοικοι με την βοήθεια του δήμου και της πολιτείας κατάφεραν να την ζωντανέψουν και πάλι παρά τις αρχικές δυσοίωνες προβλέψεις…