Ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός (1118 – 12 Σεπτεμβρίου 1185) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1183 έως το 1185. Ήταν γιος του Ισαάκιου Κομνηνού. Η προσωπικότητα του Ανδρόνικου Α΄ κατέχει ιδιαίτερη θέση στη βυζαντινή ιστορία.
Πέρασε τη ζωή του ως τυχοδιώκτης, περιπλανώμενος στις ανατολικές περιοχές του κράτους υπό τις στρατιωτικές εντολές του εξαδέλφου του Αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού. Είχε μεγάλη αδυναμία προς το αντίθετο φύλο, μαρτυρία δε αυτού είναι οι θυελλώδεις έρωτες και αποπλανήσεις πριγκιπισσών και άλλων ευγενών γυναικών. Είχε επίσης σαφή ροπή προς την ευζωία, αλλά και τη χρήση σκληρής βίας. Ήδη πριν τη στέψη του όμως, είχε δώσει σαφή δείγματα ηγετικών και διοικητικών ικανοτήτων στις διάφορες αποστολές που του είχε αναθέσει ο εξάδελφός του.
Μετά το θάνατο του Μανουήλ, το γεγονός ότι ο μόνος διάδοχος του θρόνου ήταν ανήλικος, καθώς και η, ως απογόνου αυτοκράτορα, φιλοδοξία του για την αναρρίχηση στον βυζαντινό θρόνο, τον οδήγησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου, αφού πρώτα έγινε συν-Αυτοκράτορας του ανήλικου ανιψιού του, με μηχανορραφίες και συνωμοσίες απομάκρυνε τον Αλέξιο και τη μητέρα του Μαρία της Αντιόχειας. Στη συνέχεια πιθανώς ο Αλέξιος και η μητέρα του στραγγαλίστηκαν από τον Ανδρόνικο. Ο Ανδρόνικος, αν και ηλικίας 65 ετών, δε δίστασε να παντρευτεί την μόλις 12 ετών χήρα του Αλέξιου Γαλλίδα πριγκίπισσα Άννα για να νομιμοποιήσει την εξουσία του.
Μετά την ανάληψη του θρόνου ο Ανδρόνικος Α΄ φέρεται να άλλαξε πλήρως τον τρόπο ζωής του και του δόθηκε η προσωνυμία «λαόφιλος». Ο έντονος εθνισμός και απολυταρχισμός του τον οδήγησαν το 1182 στο να διατάξει τη σφαγή όποιου διέπραττε αδίκημα ή υπεξαιρούσε χρήματα ή κώλυε το κράτος και τη σφαγή όλων των Λατίνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, γεγονός που συγκλόνισε. Ταυτόχρονα όμως τα άδεια αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια γέμισαν, και οι καταπιεσμένοι πολίτες βρήκαν μία ανάπαυλα. Διατάχθηκαν επίσης οι κατασκευές οχυρών και κάστρων, με παράδειγμα το κάστρο της Λήμνου.
Η τελευταία εντολή του Ανδρόνικου Α΄ ως αυτοκράτορα φαίνεται να είναι προς τους πλούσιους γαιοκτήμονες, καθώς τους διέταξε να κάνουν ανακαταμερισμό της γης, ώστε να μην υπάρχει άνθρωπος χωρίς ένα κομμάτι γης να καλλιεργήσει. Με αφορμή αυτή τη διαταγή, ο Οίκος των Αγγέλων (οι επόμενοι αυτοκράτορες των Κομνηνών, με την πιο σύντομη στα χρονικά διάρκεια βασιλείας στην αυτοκρατορία) χρησιμοποιεί τη δύναμη των ήδη ταλαιπωρημένων από τον Ανδρόνικο Α΄ γαιοκτημόνων και τον ανατρέπει από το θρόνο.
Στη συνέχεια ο Ανδρόνικος Α΄ προσπαθεί ανεπιτυχώς με τη νεαρή σύζυγό του Άννα να δραπετεύσει στην Κριμαία. Συλλαμβάνεται και βρίσκει μαρτυρικό θάνατο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ κατά άλλη παράδοση τον λιντσάρουν ή εξοστρακίζουν στην Κύπρο (η συνήθης ιστορία θέλει να τον λιντσάρουν).
Συμπεράσματα
Ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας των Κομνηνών ήταν ευφυής, ικανότατος, αλλά ταυτόχρονα και απερίσκεπτος και βίαιος. Ελάττωσε τους φόρους, πέτυχε βελτίωση της ζωής των ασθενέστερων τάξεων, μείωσε τα κρατικά έξοδα και βελτίωσε τη διοίκηση.
Είχε όλα τα προσόντα να γίνει ο καλύτερος των Κομνηνών, κάτι που δεν του το επέτρεψε τελικά η έλλειψη σύνεσης και ηθικών φραγμών. Ταυτόχρονα έδειξε αδιαφορία στην αντιμετώπιση εχθρών του κράτους του που εμφανίσθηκαν στην εποχή του, όπως οι Νορμανδοί, που κυρίευσαν την Θεσσαλονίκη έκαναν πολλές λεηλασίες στο δρόμο τους προς την Κωνσταντινούπολη, την οποία και θα κυρίευαν αν δεν ανατρεπόταν ο Ανδρόνικος από τον θρόνο.
Οικογένεια
Ο Ανδρόνικος Α΄ νυμφεύτηκε πρώτα μια γυναίκα από την οικογένεια των Παλαιολόγων και έπειτα την χήρα του Αλεξίου Β΄, την Αγνή των Καπέτων (που είχε μετονομασθεί σε Άννα), κόρη του Λουδοβίκου Ζ΄ βασιλιά της Γαλλίας. Από τα παιδιά του:
– o Μανουήλ Κομνηνός νυμφεύτηκε τη Ρουσουδάν των Βαγρατιδών, κόρη του Γεωργίου Γ΄ βασιλιά της Γεωργίας (1156-84)
Ο γιος τους Αλέξιος Α΄ Μέγας Κομνηνός θα ιδρύσει την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Ο Ανδρόνικος Α΄ είχε δύο ερωμένες, την Ευδοκία Κομνηνή, κόρη του Ανδρόνικου (γιου του Ιωάννου Β΄) και τη Θεοδώρα «Καλουσινή» Κομνηνή, κόρη του Ισαακίου (γιου του Ιωάννου Β΄) με τις οποίες είχε από δύο (νόθα) τέκνα.
Νομίσματα
Επί της εποχής του κόπηκαν ένα υπέρπυρον, ένα άσπρον τραχύ από ήλεκτρο, ένα άσπρον τραχύ από κράμα χαλκού με λίγο άργυρο και ένα χάλκινο τεταρτηρόν. Μερικά κόπηκαν και στη Θεσσαλονίκη.
Στο υπέρπυρον οι παραστάσεις είναι: η Θεοτόκος ένθρονη, μετωπική, φορώντας πάλλιον και μαφόριον, κρατά το θείο βρέφος. Στην άλλη όψη ο Ανδρόνικος Α΄, ως γέρων διχαλογένειος φορεί διβιτίσιον, λώρον και σαγίον. Στέκεται κρατώντας στο δεξί το λάβαρον (του Κωνσταντίνου Α΄) και τη σταυροφόρο σφαίρα. Επιγραφή: ΑΝΔΡΟΝΙΚΩ ΔΕCΠΟΤΗ. Ο Χριστός που φορεί πάλλιον και κολόβιον κρατεί στο αριστερό το Ευαγγέλιο και με το δεξί ακουμπά το κεφάλι του αυτοκράτορα.
wikipedia
Φωτογραφίες: mixanitouxronou