Γιατί η Εποχή των Εναλλακτικών Γεγονότων ίσως να είχε εκνευρίσει ακόμα και τον Νίτσε – Είμαστε μάρτυρες ενός πολιτικού κόσμου αποκομμένου από τις αξίες που ο Ντοστογιέφσκι δήλωσε ως άχρηστες χωρίς τον Θεό και που ο Νίτσε ανακήρυξε νεκρές μαζί με τον Θεό.
Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν την Γαλλική Επανάσταση ως την πηγή των ιδεολογιών που έχουν διαμορφώσει την μοντέρνα και την μεταμοντέρνα εποχή. Για κάθε -ισμό -από τον φιλελευθερισμό, τον συντηρητισμό και τον κομμουνισμό έως τον εθνικισμό, τον ολοκληρωτισμό και τον αναρχισμό- οι ιστορικοί μπορούν να κάνουν την υπόθεση ότι πηγάζει από τον χείμαρρο των γεγονότων που ξεκίνησαν το 1789. Ωστόσο, ένας –ισμός που συνήθως δεν καταφέρνει να μπει στην λίστα είναι αυτός που τώρα φαίνεται να βρίσκεται στην άκρη της πένας κάθε ειδήμονα -δηλαδή, ο μηδενισμός.
Σε μια από τις πιο παράξενες υποσημειώσεις της επανάστασης, ο βαρώνος της Cloots, Jean-Baptiste du Val-de-Grâce -πιο γνωστός με το ψευδώνυμο Anacharsis Cloots, αν όχι από τον επιλεγμένο από τον ίδιο τίτλο του ως «Ομιλητής της Ανθρώπινης Φυλής»- υιοθέτησε τον όρο «νιχιλισμός» [“nihilism”, μηδενισμός]. Αποφασισμένος ότι η νεοσύστατη Γαλλική Δημοκρατία θα είναι πραγματικά κοσμική, ο Cloots επέμεινε οι πολίτες της να αποφεύγουν κάθε αναφορά στον Θεό. Ακόμη και οι αθεϊστές, προειδοποίησε, με την άρνησή τους προς την ύπαρξη του Θεού κρατούν το όνομα του Θεού ζωντανό. Για τον λόγο αυτό, τόνισε, «η δημοκρατία των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν μιλά αυστηρά ούτε θεολογικά ούτε αθεϊστικά, αλλά μηδενιστικά».
Ενώ ο επίδοξος μηδενιστής δεν έζησε αρκετά ώστε να υλοποιήσει την ελπίδα του να ιδρύσει μια δημοκρατία στο φεγγάρι -ο Cloots έχασε κυριολεκτικά τα μυαλά του κατά την διάρκεια της Τρομοκρατίας- ο όρος που εισήγαγε είχε μια μακρά και ποικίλη ζωή. Πράγματι, τώρα βιώνει κάτι σαν αναγέννηση. Ακόμα και ο πιο τυχαίος καταναλωτής ειδήσεων σκοντάφτει συνεχώς πάνω στον όρο, ειδικά όταν πρόκειται για το θέατρο της αμερικανικής πολιτικής. Κάπως σαν τις γειτονικές φυλές που, σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους, κατηγορούν η μια την άλλη ότι εμπλέκονται σε κανιβαλισμό, τα πολιτικά μας κόμματα καταγγέλλουν το ένα το άλλο για την συμμετοχή τους στον μηδενισμό.
Ο Victor Davis Hanson του Ινστιτούτου Hoover κατακρίνει τον «νεο-νιχιλισμό» [2] του Δημοκρατικού Κόμματος, ενώ ο Alex Pareene της The New Republic επικρίνει τον αρχηγό της πλειοψηφίας της Γερουσίας, Mitch McConnell, ως «επικεφαλής μηδενιστή» [3]. Μια αναζήτηση στο Google για [τις λέξεις] «Trump» και «μηδενισμός» φέρνει πάνω από μισό εκατομμύριο απαντήσεις, γεμίζοντας την οθόνη και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος: Ο συντηρητικός αρθρογράφος Ross Douthat [4] επιφυλάσσει τον [τίτλο τού] «επικεφαλής μηδενιστή» για τον πρόεδρο, ενώ ο φιλελεύθερος αρθρογράφος E.J. Dionne, ως σαν ο μηδενισμός να μην ήταν από μόνος του αρκετά κακός, κατακρίνει τον Trump για τον «ασυνάρτητο μηδενισμό» του [5].
Ωστόσο, δεν πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο μηδενισμός βρίσκεται στο μυαλό εκείνων που θέλουν να μειώσουν τους άλλους. Ο «φασισμός», για παράδειγμα, εδώ και πολύ καιρό θεωρείται ως ένα ρητορικό μαστίγιο για να χτυπά άλλους -έτσι που ξεχνάμε ότι η λέξη αναφέρεται σε μια ξεκάθαρη και ασυμβίβαστη αντίληψη της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Το ίδιο και με τον μηδενισμό, αν και σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Με την επέτειο των 200 ετών από τα γενέθλια του Fyodor Dostoyevsky να επίκειται -η ρωσική κυβέρνηση, ακαδημαϊκά ιδρύματα και παγκόσμιες οργανώσεις όπως η UNESCO, βρίσκονται για τα καλά [βυθισμένες] στον σχεδιασμό των εκδηλώσεων για το 2021- πού θα ήταν καλύτερα να στραφούμε για να πιαστούμε από μια ιδέα τόσο άπιαστη αλλά και τόσο ζωτική;
Βεβαίως, ο Ντοστογιέφσκι ούτε επινόησε τον όρο ούτε του έδωσε αξιοπιστία. Η λέξη εφαρμοζόταν χαλαρά σε ημιπαράνομες ομάδες φοιτητών στην Ρωσία στα μέσα του 19ου αιώνα, οι οποίες ήταν εξοργισμένες η μία εναντίον της άλλης σχετικά με την στρατηγική, αλλά ήταν ενωμένες στην αποφασιστικότητά τους να ανατρέψουν το κατασταλτικό τσαρικό κράτος. Η έκδοση του [βιβλίου] «Πατέρες και Παιδιά» του Ιβάν Τουργκένεφ το 1862 καθιέρωσε σταθερά τον όρο στην λαϊκή φαντασία.
Ο χαρισματικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, Evgeny Vasilich Bazarov, ενσαρκώνει μια ηρωική αντίληψη του μηδενισμού. Όταν ρωτήθηκε ποιος [είναι μηδενιστής] ή τι είναι μηδενιστικό, ο Bazarov απαντά με υπερηφάνεια: «Ενεργούμε με βάση αυτό που αναγνωρίζουμε ως χρήσιμο. … Σήμερα το πιο χρήσιμο από όλα είναι η απόρριψη -απορρίπτουμε». Όταν ο σοκαρισμένος συνομιλητής του επιμένει ότι η οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου είναι επίσης σημαντική, ο Bazarov τον κόβει σύντομα: «Αυτό δεν δική μας δουλειά να το κάνουμε. … Πρώτα πρέπει να καθαριστεί το έδαφος».
Φοβισμένος από τις τρομοκρατικές ενέργειες των νεαρών μηδενιστών στους οποίους βάσισε τον Μπαζάροφ ο Τουργκένεφ, ο Ντοστογιέφσκι μεταμόρφωσε το πολιτικό δόγμα τους σε κάτι πολύ μεγαλύτερο και πιο φοβερό. Στα μεταγενέστερα μυθιστορήματά του, που κυμαίνονται από το «Έγκλημα και Τιμωρία» μέχρι το «Οι Διάβολοι» και το «Οι Αδελφοί Καραμαζόφ», ο Ντοστογιέφσκι πρότεινε ότι το πραγματικό φάσμα που στοιχειώνει την Ευρώπη δεν ήταν ο κομμουνισμός, αλλά ο μηδενισμός. Ήταν ένας -ισμός που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο μέχρι τότε, καθόσον έκρινε ότι το κουφάρι του παρελθόντος δεν άξιζε να διατηρηθεί, ότι η δυστυχία του παρόντος απαιτούσε από κάποιον να δράσει, και ότι η υπόσχεση του μέλλοντος επέτρεπε σε κάποιον να κάνει ό, τι ήταν απαραίτητο για να την επιφέρει. Ενώ ο Μπαζάροφ του Τουργκένεφ έκανε δηλώσεις, ο Raskolnikov του Ντοστογιέφσκι έκανε σχέδια και ενεργούσε με βάση αυτά.
Ο Ντοστογιέφσκι τράβηξε τον μηδενισμό από το πεδίο της πολιτικής και της ηθικής σε εκείνο της μεταφυσικής. Αν όλα όσα έχουμε σκεφτεί είναι ένα διήγημα που λέγεται από έναν ηλίθιο, αν όλα όσα έχουμε κάνει συμποσούνται σε έναν σωρό από φασόλια, βρισκόμαστε δίχως πρόσδεση όχι μόνο από την ηθική αλλά από την δυνατότητα να δώσουμε νόημα στον εαυτό μας. Όλα επιτρέπονται, όπως δηλώνει ο Ivan Karamazov, όταν δεν πιστεύεις σε τίποτα και δεν θεωρείς τίποτα ως σημαντικό. Εκεί που ο πολιτικός μηδενισμός ο οποίος κινείται πάνω από τους χαρακτήρες στο [βιβλίο] «Πατέρες και Παιδιά» θέτει σε αμφισβήτηση πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, ο μεταφυσικός μηδενισμός που κυνηγά τους δρώντες στο «Αδελφοί Karamazov», αποκηρύττει την ίδια την ύπαρξη.
Για να κατανοήσουμε την σημασία αυτού του ισχυρισμού για την δική μας εποχή, πρέπει να δούμε το έργο του ανθρώπου, τον οποίο η ανάγνωση του Ντοστογιέφσκι οδήγησε στον ορισμό του μηδενισμού με τον οποίο εξακολουθούμε να παλεύουμε. Το 1887, ο Friedrich Nietzsche έγραψε με ενθουσιασμό σε έναν φίλο του μια ανακάλυψη που μόλις είχε κάνει: «Δεν ήξερα τίποτα για τον Dostoyevsky πριν από λίγες εβδομάδες. … Το ένστικτο της συγγένειας (ή πώς να το ονομάσω;) μου μίλησε ακαριαία -η χαρά μου ήταν πέρα από τα όρια». Όπως αντιλήφθηκε ο Νίτσε, ο Ρώσος μυθιστοριογράφος δεν είχε απλώς πυροδοτήσει τον πολιτικό μηδενισμό αλλά επίσης ανατίναξε σε θρύψαλα τα φωτισμένα θεμέλια, χτισμένα με το κονίαμα της λογικής και των μέσων της τεχνολογίας.
Την ίδια χρονιά, ενώ ακόμα μελετούσε τον Dostoyevsky, ο Nietzsche έθεσε το ερώτημα των 64.000 δολαρίων: «Τι σημαίνει μηδενισμός;». Ο Nietzsche, επειδή ήταν ο Νίτσε, είχε ήδη την απάντηση, την οποία έγραψε με πλάγια γράμματα: «Ότι οι υψηλότερες αξίες υποτιμούνται οι ίδιες». Με τον όρο «αξίες» ο Νίτσε δεν εννοεί τίποτα λιγότερο από την αλήθεια και την λογική. Το οξύ της λογικής, με το να διαλύει κάθε πίστη που είχαμε ποτέ, τελικά διαλύει τον εαυτό του. Φαίνεται να μας εγκαταλείπει σε ένα κοσμικό αδιέξοδο, αφήνοντάς μας με ένα θλιβερό βραβείο παρηγοριάς -την παράδοξη επιβεβαίωση ότι «απλά δεν υπάρχει κανένας πραγματικός κόσμος». Αυτό που ετούτο προσφέρει σε κάποιον που πεθαίνει για νόημα, φυσικά, είναι εκείνο που προσφέρει ένα άδειο ποτήρι σε κάποιον που πεθαίνει από δίψα.
Όμως ο Ντοστογιέφσκι και ο Νίτσε έδωσαν συνταγές [θεραπείας] μαζί με τις περιγραφές τους για την κοινή μας δυσχέρεια. Για τον πρώτο, η απάντηση ήταν η θρησκευτική πίστη -και όχι μόνο οποιαδήποτε θρησκεία, αλλά συγκεκριμένα ο Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός- ενώ για τον δεύτερο, η απάντηση ήταν η αισθητική πίστη, ή η πεποίθηση ότι μόνο η τέχνη θα μπορούσε να επιβάλλει νόημα στον κόσμο.
Αλλά για πολλούς από εμάς σήμερα, αυτές οι απαντήσεις είναι ελλειμματικές. Ζούμε σε έναν κόσμο που έχει μια παράξενη ομοιότητα με εκείνον που προέβλεπαν ο Ντοστογιέφσκι και ο Νίτσε. Είναι γεμάτος με ισχυρισμούς και αντι-ισχυρισμούς ψεύτικων ειδήσεων και καθοδηγείται από έναν πρόεδρο ο οποίος έχει κάνει πάνω από 12.000 ψευδείς ισχυρισμούς [6] από τότε που ανέλαβε το αξίωμα. Στον κόσμο μας, οι προεδρικοί σύμβουλοι έχουν βαθμονομηθεί από την γελοιοποίηση των «βασισμένων στην λογική κοινοτήτων» [7] μέχρι την απόφαση ότι «τα εναλλακτικά γεγονότα» [8] είναι όλα τα γεγονότα που χρειαζόμαστε. Ο δικός μας κόσμος είναι ένας κόσμος όπου οι ισχυρισμοί της αντικειμενικής αλήθειας δεν αντηχούν σχεδόν καθόλου μέσα από την οχλοβοή των φυλετικών αληθειών.
Ακόμα κι έτσι, ο μηδενιστής δεν πρέπει να συγχέεται με τον ναρκισσιστή ή τον μυθογράφο, το «μισθωμένο όπλο» ή τον συκοφάντη. Αντίθετα, ένας μηδενιστής προσφέρει ένα είδος σταθερότητας και ελπίδας. «Ο μηδενιστής είναι ένας άνθρωπος που κρίνει ότι ο κόσμος είναι όπως δεν θα έπρεπε να είναι», δήλωσε ο Nietzsche, «και [κρίνει] τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι αλλά που δεν υπάρχει». Αν και αυτή η παρατήρηση έρχεται σε αντίθεση με το ερμηνευτικό ανάγλυφο των περισσότερων Νιτσεϊστών, υποδηλώνει ότι ένας μηδενιστής –ο Νίτσε περιγράφει τον εαυτό του, τελικά, ως τον «πρώτο τέλειο Ευρωπαίο μηδενιστή»- αντιλαμβάνεται τις πλήρεις διαστάσεις της κατάστασης, σταθμίζει την σημασία της, και αναζητά μια απάντηση. Επιπλέον, και πάλι σε αντίθεση με τον ναρκισσιστή, ο μηδενιστής του Nietzsche επιδιώκει να ξεπεράσει αυτή την κατάσταση με το να κυριαρχήσει στον εαυτό του, όχι με το να τον χαϊδέψει.
Ούτε ο Ντοστογιέφσκι ούτε ο Νίτσε προσποιήθηκαν ότι ήταν πολιτικοί θεωρητικοί. Κάποιος όμως μπορεί να υποπτευθεί ότι εάν ήταν, θα είχαν σκεφτεί δύο φορές πριν απορρίψουν τα ιδανικά των σύγχρονων δημοκρατιών. Είμαστε μάρτυρες ενός πολιτικού κόσμου αποκομμένου από τις αξίες που ο Ντοστογιέφσκι δήλωσε ως άχρηστες χωρίς τον Θεό και που ο Νίτσε ανακήρυξε νεκρές μαζί με τον Θεό.
Εάν η σημερινή μας κατάσταση είναι τόσο τρομερή όσο πιστεύουν πολλοί, θα μπορούσαμε να αφήσουμε σε άλλους το καθήκον να ξεδιαλύνουν το καθεστώς του Θεού και αντί γι’ αυτό να ενσκήψουμε στις αξίες του κόσμου όπως ήταν κάποτε και όπως πρέπει να είναι και πάλι.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Catherine-Diderot-Empress-Philosopher-Enlightenme…
[2] https://www.hoover.org/research/new-nihilism
[3] https://newrepublic.com/article/153275/mitch-mcconnell-profile-nihilist-…
[4] https://www.nytimes.com/2019/08/06/opinion/trump-el-paso-dayton-shooting…
[5] https://www.washingtonpost.com/opinions/global-opinions/the-steep-price-…
[6] https://www.washingtonpost.com/politics/2019/08/12/president-trump-has-m…
[7] https://www.nytimes.com/2004/10/17/magazine/faith-certainty-and-the-pres…
[8] https://www.washingtonpost.com/news/the-fix/wp/2017/01/22/kellyanne-conw…
Ο ROBERT ZARETSKY είναι καθηγητής Σύγχρονης Γαλλικής Ιστορίας στο κολέγιο Honors του Πανεπιστημίου του Χιούστον και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Catherine & Diderot: The Empress, The Philosopher, and the Fate of the Enlightenment.