Ένα Ιερό άκουσμα, ευχάριστο άκουσμα, πού έχει σχέση με την Πανάχραντο Δέσποινα του κόσμου είναι ή Ιερά Εικόνα Της στη Μονή Αγίου Νικολάου στην Άνδρο, πού όμως συνοδεύεται με το άκρως γλυκόηχο, τιμητικό και τόσο ελπιδοφόρο για τους πονεμένους κυρίως της ζωής επίθετο, «Παναγία ή Μυροβλύτισσα», ή «Κυρά Ανδριώτισσα».
Είναι ή κατ’ εξοχήν γνωστή σε πολλούς πιστούς ως «Μυροβλύτισσα» Εικόνα της Παναγίας. Σπάνιο το φαινόμενο της μυροβλυσίας ακόμη και στις ονομαστές εικόνες της Παναγίας. Διαφοροτρόπως το Θείο ενεργεί και μέσω των Εικόνων. Το γιατί έτσι ενεργεί και γιατί ή εν λόγω εικόνα μυροβλύζει, αυτό δεν είναι δικό μας θέμα.
Εμείς, με βάση το γεγονός, καταγράφουμε και λέμε ότι είναι μια ξεχωριστή και απτή προσφορά, δωρεά, ευλογία και χάρη για τους παντοιοτρόπως θλιμμένους της ζωής. Εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι και στο άκουσμα ότι ή Εικόνα αυτή μυροβλύζει, τονώνεται ή πίστη αναπτερώνεται το ηθικό, κρατύνετε ή ελπίδα και προσελκύονται οι πιστοί στη Χάρη Της στο να φθάσουν στην Άνδρο, να προσκυνήσουν και ζητήσουν έλεος, δια μέσου του μύρου.
Άπ’ όλες τις Εικόνες πού εδώ παραθέτουμε, είναι μάλλον ή τέταρτη πού δεν έχει επισκεφθεί ό γράφων το παρόν. Παρά ταύτα την γνωρίζω από πιστούς πού την έχουν επισκεφθεί. Εξαιρέτως όμως τη γνωρίζω από το μύρο της, από το μυρωμένο βαμβάκι πού μου έχουν προσφέρει προσκυνητές. Αυτό το άρωμα, αυτή ή ειδική ευωδιά, είναι διαπεραστική, δυνατή και ταυτόχρονα ευχάριστη. Χωρίς υπερβολή δεν ταυτίζεται με αλλά ευώδη πού πωλούν τα αρωματοπωλεία. Όπου δε συμβεί να ανοίξει κανείς το μυρωμένο βαμβάκι, γίνεται αισθητή ή ευωδία. Έτσι θέλει και ενεργεί ή Χάρη της Θεοτόκου. Άλλα περί αυτού και στη συνέχεια.
Με βάση ότι έχω ακούσει για τη Μυροβλύτισσα της νήσου Άνδρου και μάλιστα από την εμπειρία του ευώδους μύρου, ήταν πρέπον να συμπεριληφθεί στις εδώ Εικόνες και ή εν λόγω. Όμως ελάχιστα γνώριζα γύρω από το ιστορικό της Εικόνος. Συμβαίνει πολλές φορές αν δεν έλθει κανείς σε μια άμεση επαφή με την πηγή των θεμάτων μένει ημιμαθής. Μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με τον Καθηγούμενο της Μονής Αγίου Νικολάου Άνδρου Πανοσιολογιότατο Άρχιμ. και εν Χριστώ αδελφό π. Δωρόθεο Θεμελή, τον παρεκάλεσα να μου αποστείλει ότι υπάρχει για το σκοπό πού θέλω. Με προθυμία δέχθηκε και μου έστειλε, και από της θέσεως ταύτης τον υπέρ ευχαριστώ.
Το ιστορικό αυτής της παμπάλαιας Εικόνος είναι άκρως σύντομο. Είναι δε αλήθεια ότι πολλά του παρελθόντος μεταδόθηκαν με σύντομα κείμενα, και μάλιστα θέματα και πρόσωπα της Καινής Διαθήκης.
Τούτο υπάρχει ως εισαγωγή «πάσι τοις ευσεβέσιν» στο εκδοθέν υπό της Ί. Μονής Αγίου Νικολάου Άνδρου, με περιεχόμενο εγκώμια και υμνολογήματα ψαλλόμενα στην αγρυπνία της πανηγύρεως της Μονής 2 Ιουλίου. Προσθέτει και ό Καθηγούμενος από την εμπειρία του και διακονία του στο Προσκύνημα αυτό στο έτερο απόστειλε τον Παρακλητικό Κανόνα ολίγες περιεκτικές φράσεις, πού θα αναφερθούμε.
Σύμφωνα με το ολιγόγραπτο ιστορικό, «ή αγία αύτη είκών της Θεοτόκου της ρίζης Ίεσσαί προσεφέρθη ως δώρον εκ του περιωνύμου Ιερού Ναού της Ύπεραγίας Θεοτόκου των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως εις τους Πατέρας του Βλάχ-Σαράι, Μετοχίου της Ιεράς Μονής Αγ. Νικολάου Άνδρου εις Κων/πολιν. Οί Πατέρες του Μετοχίου Βλάχ-Σαράι μετέφεραν το μέγα τούτο κειμήλιο εις την Κυρίαν Μονήν του Αγίου Νικολάου Άνδρου τον 16ον αιώνα ως πολυτιμότατο θησαύρισμα εκχέον ανά τους αιώνας έως των ημερών μας το άγιον μύρον και άκτιστον ταύτην ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος ενεργούν δε άπειρα συνεχώς θαύματα και δηλοποιούν την αέναον ζώσαν παρουσία και παραμυθίαν και πρόνοια και άφατο άγάπην της Κυρίας Θεοτόκου εις τα χειμαζόμενα ποικιλοτρόπως και λιποψυχούντα τέκνα της ημάς τους σημερινούς αμαρτωλούς και απειθείς μεν Χριστιανούς, κλίνοντας δε ευλαβώς το γόνυ της ψυχής και του σώματος εις την άμετρο φιλανθρωπία Αυτής».
Σύμφωνα με αυτό, ή Εικόνα αυτή φέρει το χαρακτηριστικό γνώρισμα και την επωνυμία της ρίζης του Ίεσσαί, και τούτο επειδή δεξιά και αριστερά της κυρίως εικόνος ό αγιογράφος έχει αγιογραφήσει Προφήτες οί όποιοι μίλησαν και έγραψαν για την καταγωγή της Παναγίας από τον Ίεσσαί τον Δαυίδ. Ως προς την προέλευση της ή Εικόνα προσφέρθηκε ως δώρον στο Μετόχι της Μονής Αγίου Νικολάου Άνδρου πού υπήρχε στην Κων/πολη, από τον περιώνυμο Ναό των Βλαχερνών. Το πότε αυτό συνέβη δεν αναφέρεται παρά μόνο το ότι οί Πατέρες του Μετοχίου προσέφεραν την εικόνα στην κυρία μονή στην Άνδρο τον 16ο αιώνα.
Σύμφωνα με τα γραφόμενα, άγνωστο πότε μυρόβλυσε ή Εικόνα. Μπορούμε να πούμε κατ’ εικασία ότι ή μυρόβλυση είναι δύσκολο να είχε αρχίσει όταν ή Εικόνα ήταν στο Ναό των Βλαχερνών, διότι δεν θα εδωρίζετο. Ίσως να άρχισε στο Μετόχι στην Πόλη. Ας ληφθεί ως δεδομένο ότι μυρόβλυσε στο Μοναστήρι του Αγ. Νικολάου, στο μόνιμο πλέον θρονί της. Ή φράση «εκχέον ανά τους αιώνας έως των ήμερων μας μύρον», αφήνει να νοηθεί ότι ή Εικόνα στο Μοναστήρι μυροβλύζει αιώνες. Δεν διασώθηκε ή πρώτη εκκίνηση του
Περί της τιμίας Εσθήτος της Υπεραγίας Δεσποίνης Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, εις τον Ναόν των Βλαχερνών
Μια «κρυφή» εορτή αφιερωμένη στη «Μητέρα του Φωτός» είναι και ή «Κατάθεσις της τιμίας Εσθήτος της Ύπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχέρναις» (473). όπως αναφέρει το ημερολόγιο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 2 Ιουλίου, ημέρα πού εορτάζεται επίσημα αυτό το γεγονός. Μάλιστα είναι ή πρώτη και κυρία εορτή την ήμερα αυτή. Όντως είναι «κρυφή» εορτή, υπό την έννοια ότι ελάχιστοι γνωρίζουν για το θέμα αυτό, σε αντίθεση με την τίμια Ζώνη πού γνωρίζουν πολλοί. Επειδή έστω έμμεσα συνδέεται με το θέμα μας πού είναι ή Παναγία, θα κάνουμε λόγο.
Πώς λοιπόν έχει το θέμα, ή ιστορία του ιερού αυτού κειμηλίου της Θεοτόκου πού ονομάζεται Έσθήτα και πώς έφθασε στην Κωνσταντινούπολη ;
Όταν αυτοκράτορας ήταν ό Λέων ό Μεγάλος ό Μακέλλης περί το 470 μ.Χ.. δύο Πατρίκιοι (αξιωματούχοι) αυτού, ό Γάλβιος και ό Κάνδιδος. από θείο πόθο κινηθέντες πορεύθηκαν στους Αγίους Τόπους για προσκύνηση. Περιδιαβαίνοντας τα ιερά Προσκυνήματα μετά την Γαλιλαία και τη Ναζαρέτ. κατά θεία οικονομία, όπως αποδείχθηκε, βρέθηκαν σε ένα χωριό της ευρύτερης περιοχής και απεφάσισαν να διανυκτερεύσουν στο σπίτι μιας σεβάσμιας γερόντισσας Χριστιανής Εβραίας. Εκεί λοιπόν οί δύο Πατρίκιοι είδαν ότι συνέχεια του κυρίως σπιτιού υπήρχε και άλλος κλειστός χώρος και Εκεί υπήρχαν κάποιοι ασθενείς άνδρες και γυναίκες, με λαμπάδες και λιβάνια προσευχόμενοι. Από το χώρο δε αυτό, ερχόταν και μια άρρητος εύωδία. Ήταν τόσο φυσικό να ρωτήσουν τη σεβάσμια γερόντισσα και αυτή απάντησε: «Ό Θεός πρόσταξε και γίνονται εις τούτον τον οίκον μεγάλα θαυμάσια• δαίμονες από τους ανθρώπους διώκονται, τυφλοί αναβλέπουσι. χωλοί περιπατούσι και πάσα άλλη ανίατος ασθένεια θεραπεύεται στους προσερχόμενους με πίστη». Και αυτοί είπαν: «Και πόθεν έλαβε εξ αρχής ούτος ό τόπος αυτό το χάρισμα; Παρακαλούμεν να μας ειπείς δια την άγάπην του Θεού, ότι και ημείς δια να δοξάσωμεν τα θεία Μυστήρια ήλθομεν από τόπον μακρινό να προσκυνήσωμεν».
Αμέσως φάνηκε ότι δεν ήθελε να φανερώσει την υπόθεση. Συμπλήρωσε μόνο: «Άλλο δεν ήξεύρω να σας ειπώ. ει μη μόνον, ότι ό τόπος είναι πεπληρωμένος της θείας χάριτος». Τότε οί δύο άρχοντες διέγνωσαν ότι κάτι μεγάλο μυστήριο κρύπτεται Εκεί. Έτσι την παρακάλεσαν και την εκολάκευσαν να τους πει την όλην αλήθεια και ότι δεν έχει να υποστεί βλάβη ή ζημία αφού αυτοί είναι ξένοι και φεύγουν. Τότε ή σεμνή εκείνη γυναίκα τους είπε: «Από την ώραν πού επιστεύθη Τούτο το θείον Μυστήριον δεν το φανέρωσα τίνος ουδέποτε, καθώς και οι προγονοί μας δεν το ομολόγησαν τινός ανδρός κατά τον όρκο οπού αλληλοδιαδόχους ελάβομεν άλλ’ επειδή βλέπω από τους λόγους σας ότι είσθε άνθρωποι ευλαβείς και αιδέσιμοι.
Θέλω να σας ειπώ εξ αρχής την υπόθεσιν αλλά να μην ομολογήσετε το πράγμα εις άλλον τινά αλλά να φυλάξετε κεκρυμμένο το μυστήριον. Γινώσκετε ότι εις τούτον τον ταπεινόν οικίσκο είναι πεφυλαγμένο ένα ίμάτιον της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας εις μικρόν κιβώτιο του οποίου ή χάρις και θεία δύναμις ενεργεί τοιαύτα θαυμάσια». Συγκλονίστηκαν οι δύο ή δε γερόντισσα συνέχισε• «Αύτη ή Θεία Παρθένος Θεοτόκος εις τον καιρόν της Κοιμήσεως, είχε δύο γυναίκας παρθένους πολύ οικείας, εις τάς οποίας χάρισε δύο χιτώνας, τους οποίους φορούσε ή Δέσποινα να τάς έχουν χάριν ευλογίας. Μία από αύτάς τάς δύο γυναίκας ήτο από το γένος μου και εις τον θάνατον της άφήκεν άλλην παρθένον συγγενή αυτής αυτό το θείον ίμάτιον και αυτή άλλης κατά διαδοχή παραγγέλλουσαι να μην το ομολογήσουν, και ούτω κατήντησε εις έμέ την ανάξια και τώρα δεν υπάρχει άλλη παρθένος να της αφήσω τον θησαυρόν αυτόν τον πολύτιμο». Με πολλή συγκίνηση ευχαρίστησαν τη γυναίκα και τόνισαν ότι στα όρια της Παλαιστίνης δεν θα αναφέρουν ότι άκουσαν. Την παρακάλεσαν ακόμη να επιτρέψει να κοιμηθούν στον ιερό αυτό χώρο για να προσευχηθούν έτι περισσότερον και λάβουν χάρη και ευλογία. Έ γυναίκα δέχθηκε και τους ετοίμασε όπως μπορούσε. Ή χαρά και συγκίνηση τους έφθασαν έως δακρύων. Προσευχόμενοι και ευχαριστούντες την Παναγία πού τους αξίωσε τέτοιας χάριτος, ελάχιστα κοιμήθηκαν. Όταν διαπίστωσαν ότι μέρος των ασθενών είχαν σε άλλο χώρο κοιμηθεί διότι οι πολλοί είχαν φύγει, πήραν ακριβώς τα μέτρα (διαστάσεις) του κιβωτίου εκείνου. Το πρωί αφού ευχαρίστησαν τη γυναίκα αποχαιρετώντας την της είπαν, ότι πριν αφήσουν την Παλαιστίνη θα περάσουν να προσκυνήσουν και θα τίς φέρουν από ευγνωμοσύνη δώρα.
Στη συνέχεια κάπου στα Ιεροσόλυμα βρήκαν έναν ξυλουργό και του είπαν να τους ετοιμάσει, από παλαιά ξυλεία κιβώτιο σύμφωνα με τα μέτρα πού του έδωσαν. Έτσι μετά παρέλευση ημερών ξαναβρέθηκαν (με το κιβώτιο εντός σάκου), στο χωριό εκείνο και στο σπίτι της γερόντισσας. Έχοντες μαζί τους τα αναγκαια φαγητά έφαγαν με τη γυναίκα και συνευφράνθησαν. Και πάλι θέλησαν να κοιμηθούν εντός του ιερού εκείνου χώρου για χάρη και ευλάβεια, όπως και έγινε. Αυτοί έχοντας το γνωστό τους σκοπό είχαν στο βάθος και ένα φόβο μήπως δεν είναι θέλημα της Παναγίας ή τολμηρή ενέργεια πού θα πράξουν. Έτσι προσευχόμενοι με δάκρυα εδέοντο στη Θεομήτορα να τους ελεήσει για ότι θα πράξουν. Μεταξύ άλλων είπαν και τούτο εκείνη τη νύκτα. «Πιστεύομεν ότι είναι ορισμός σου και θέλημα να έλθη και αυτός ό πολύτιμος θησαυρός εις την τιμώσαν σε πόλιν, την σήν επώνυμο, εις ασφάλεια και περιποίησιν των ορθοδόξων δούλων σου και σωτηρίαν διαιωνίζουσαν δια Τούτο τολμώμεν να εγγίσωμεν οι ανάξιοι εις το ιερόν Τούτο κιβώτιο και ή χάρις σου να μας συγχώρηση την τόλμη μας». Έτσι εκείνη τη νύκτα τρέμοντες αλλά και χαίροντες έκαναν αλλαγή κιβωτίων χωρίς να διακρίνεται τίποτε το επιλήψιμο. Το πρωί όλα ήταν φυσιολογικά, χωρίς να εννοήσει ή απονήρευτη γερόντισσα το συμβάν, την αποχαιρέτησαν με πολλές ευχαριστίες, έφυγαν μετά ανεκλάλητης χαράς για τη Βασιλεύουσα.
Φθάσαντες, σκέφθηκαν να μην ομολογήσουν αρχικά το γεγονός. Έχοντες προσωπικό χώρο πλησίον του Κερατίου Κόλπου, ό οποίος ονομάζεται Βλαχέρναι. έκτισαν ναό στο όνομα των Αποστόλων Πέτρου και Μάρκου, και όχι της Θεοτόκου για να μη δώσουν στόχο. Εκεί έθεσαν το ιερό κιβώτιο και φρόντισαν να γίνονται ιεροπραξίες. Όμως ή Χάρη της Παναγίας ενεργούσε θαύματα και το θέμα έπαιρνε διαστάσεις. Έτσι ανακοίνωσαν στον αυτοκράτορα Λέοντα το όλο θέμα το τι έφεραν από τους Αγίους Τόπους, και ό οποίος χάρηκε υπερβαλλόντως για το χαρμόσυνο γεγονός και τίμησε τούς δύο Πατρικίους και τους μακάρισε πού ό Θεός τους αξίωσε να φέρουν τέτοιο θησαυρό στην Πόλη. Πάραυτα πήγε στο Ναό και προσκύνησε με συγκίνηση την Εσθήτα της Παναγίας (είδος γυναικείου φορέματος). Τιμώντας ό Βασιλεύς το ιερό κειμήλιο κατασκεύασε ειδικό κουβούκλιο και περιτύλιξε την Εσθήτα με πορφυρίδα βασιλική και έβαλε σε ειδική θήκη την οποία σφράγισε με βούλα και υπογραφή. Το επίσης σπουδαίο, τον υπάρχοντα μάλλον ναό της Θεοτόκου πού νωρίτερα είχε κτίσει ή Πουλχερία, επεξέτεινε ό Λέων σε μεγαλοπρεπή προς χάρη της Παναγίας, τον γνωστό και με τόση φήμη Ναό των Βλαχερνών, και εκεί έθεσε την ιερά Έσθήτα. Ώστε ό Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών με την τόση ιστορία έγινε προς χάρη του ιερού κειμηλίου. Όσο ζούσαν οι δύο Πατρίκιοι αλλά και ό Λέων είχαν μια συνεχή σχέση με το Ναό αυτό και την αγία σορό, όπως ονομάσθηκε ή κατάθεση της Εσθήτος και θεσπίστηκε ή εορτή στις 2 Ιουλίου.
Ό μεγαλοπρεπής αυτός Ναός με τον πνευματικό θησαυρό εντός, πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε μάλλον έγινε το μεγαλύτερο Προσκύνημα της Κων/λεως. και αφού το Προσκύνημα συνοδευόταν από ποικίλα θαύματα για χίλια χρόνια έως φυσικά την άλωση. Πέραν αυτών ή Θεοτόκος Δέσποινα με ιερό «ορμητήριο» το Ναό αυτό συνέδραμε σε κινδύνους και επιδρομές, σε λιμούς και λοιμούς και οποία λυπηρά τους κατοίκους της Πόλεως. Αυτός ό Ναός ήταν και το κέντρο «αμύνης» στην επίθεση των Αβάρων Εκεί εψάλη ό Ακάθιστος Ύμνος.
Σε μεταγενέστερους από τότε χρόνους, μετά το σωτηριώδες τέλος μιας πολιορκίας της Κων/λεως, ό Πατριάρχης για ευχαριστίες της Παναγίας αλλά και την τόνωση του λαού κάλεσε άρχοντες και αρχόμενους και έκαναν μεγάλη περιφορά με την Έσθήτα φερομένη, μαζί και ό αυτοκράτορας του καιρού εκείνου χωρίς στέμμα, ταπεινά φερόμενος, ακολουθούσε ψάλλοντας με το λαό το «Κύριε ελέησον». Φθάσαντες και πάλι στο Ναό των Βλαχερνών έξω αυτού, σε ψηλή εξέδρα ό Πατριάρχης, αφού έκανε εκτενή δέηση άνοιξε ενώπιον τόσου λαού την ιερά θήκη πήρε στα χέρια του την ιερά Έσθητα της Θεοτόκου την σήκωσε και βλέποντας την όλοι επευλόγησε ό λαό ψάλλοντας με άκρα συγκίνηση. Στη συνέχεια πέρασε κατά δεκάδες χιλιάδας ο λαός για ώρες πολλές και προσκύνησε το μοναδικό αυτό κειμήλιο της Παρθένου. Όντως μέρες δόξας και πίστης.
Που πλέον ευρίσκεται ή ιερά Έσθήτα; «…Ή εσθής της Θεοτόκου εν αργυρά επίχρυσω σορώ και εν ιδιαιτέρω παρεκκλήσιω. το όποιον εκαλείτο δια τούτο και «Αγία Σορός» κείμενον προς βορρά του Αγίου Βήματος, και κιτισθέν υπό Λέοντος του Μεγάλου. Ή εσθής αύτη ήτις ονομάζεται και «Μαφόριο» εκ του εβραϊκού μαφορά δηλούντος σκέπασμα της κεφαλής. δεν ήτο κυρίως φόρεμα. Άλλα σκέπασμα – πέπλος, κεφαλής επικάλυμμα. Μαζί δε με’ αλλά κειμήλια μετακομίσθη εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Ευρώπη όπου εσώζετο εν τη «μονή των Τριβήρων» εν Γαλλία, ην δε εξ ερίων εύφθαρτων εξειργασμένον και ή κρόκη και ό στημων ομοειδή και όμόχροα. και αδιάλυτο επί τοσαύτους αιώνας.
Και διαμένει πάντως και μέχρι του νύν όπου και αν σώζεται. Εφερον δε αυτό οι αυτοκράτορες μεθ` εαυτών στρατεύοντες και το εκράτουν εν είδει σημαίας……» (ΒΙΒΛΊΟ «τα θαύματα της Παναγίας» 1890. σελ. 453).
Το κείμενο αυτό λέει ότι η ιερά Εσθήτα από την Πόλη μετακομίσθη σε μονή της Γαλλίας προφανώς από τους Σταυροφόρους στην οποια και μάλον υπάρχει.
Ως προς το Ναό των Βλαχερνών. «το 1453 οί «Οθωμανοί ερειπωμένη βρήκαν την βλαχερνίτισσα για αυτό και ουδέποτε την «ορέχθηκαν». να την κάνουν τζαμί. Ο ιστορικός Γεώργιος Φραντζής μας πληροφορεί ότι είχε καεί το 1434 από απροσεξία κάποιον αρχοντόπουλων. Αργότερα την ξαναέκτισαν ξυλοστέγη βασιλικά- Στα γεγονότα 6-7 Σεπτ. 1955 ή Παναγία των Βλαχερνών υπέστη σημαντικές καταστροφές… Ανακαινίσθηκε το 1960 ταπεινός πλέον ό Ναός όπως τον βλέπουμε.
Ως πρός την αρπαγή- κλοπή της Έσθήτος (ωμοφόριο της Θεοτόκου) από τη γυναίκα εκείνη φάνηκε ότι ήταν θέληση της Παναγίας να πάει στην Πόλη με όσα συνέβησαν για αυτή γύρω για χίλια χρόνια. Όπως δε είπε. δεν είχε πρόσωπο να την αφήσει. Μάλλον δεν θα έμαθε για την «κλοπή». ή δε ασθενείς μετά το θάνατό της θα έπαψαν να πηγαίνουν μύρου και τα τότε ιστορικά περιστατικά πού ή Χάρη Της άνοιξε αυτή την Ουράνια πηγή το ιερό μύρο. Κατά κανόνα, στην αρχή τα θέματα αυτά παίρνουν διαστάσεις, αφού ή πίστη ακόμη και ολιγόπιστων και αδιαφορών κάποιες φορές «φουντώνει», ειδικά δε στην περίπτωση εκροής μύρου – σπάνια περίπτωση – συνοδεύεται από πληθώρα ποικίλων θαυμάτων με προεξάρχοντα πάντα τίς σωματικές ιάσεις.
Στα γραφόμενα ότι ή παρουσία του μύρου ενεργεί «άπειρα θαύματα τα όποια δηλοποιούν την αέναον αγάπην της Κυρίας Θεοτόκου», έχουμε μια συμπύκνωση της πλημμυρίδας των θαυμάτων και του παροξυσμού της αγάπης της Παντανάσσης προς τους πονεμένους και θλιμμένους πιστούς πού δέονται και παρακαλούν. Εδώ θέση έχει και το εξής: με το να μη κυκλοφορεί ή Ιερά Μονή βιβλίο θαυμάτων, να μη δίνει δηλαδή έντονη έμφαση στην πληθώρα των θαυμάτων, είναι σαν να λέει: Προέχει ή πίστη, ή εν Χριστώ ζωή, ή απόλυτη δηλαδή εμπιστοσύνη στη Χάρη Της, όπου αυτά υπάρχουν, ας σπεύδουν να προσπίπτουν μετά δέους και να λαμβάνουν όταν εκείνη το εγκρίνει. Και Τούτο διότι τα θαύματα πού τόσο εντυπωσιάζουν και τόση σημασία δίδεται, δεν είναι αυτοσκοπός. Βέβαια, ή Παναγία θέλει να ανακουφίζει από αγάπη και έλεος, κυρίως όμως αποσκοπεί στην αύξηση της πίστεως, στη βίωση των εντολών του Χριστού, στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.
Ως προς την εκροή του μύρου στο κείμενο αναφέρεται ότι ή παροχή οφείλεται «εις την άκτιστον ένέργειαν του Αγίου Πνεύματος». Τόσο περιεκτική ή φράση. Δεν λέει ουσία (του Θείου), καθότι παντάπασι απλησίαστη ανθρωπίνως, αλλά ενέργεια, οπότε γίνεται νοητό ότι ή παροχή του Ιερού μύρου δεν είναι γήινο άγιασμα, δηλαδή νερό πού ή Χάρη το μετατρέπει σε θεραπευτικό και πάντα διατηρήσιμο, αλλά μύρο προερχόμενο απευθείας από το Άγιο Πνεύμα, αφού το Ιερό αντικείμενο ή εικόνα αναβλύζει όχι κάτι γήινο αλλά Ουράνιο. Όντως μυστήριο το φαινόμενο, και δεν λέμε ορθολογιστικά πώς συμβαίνει, αλλά γιατί συμβαίνει, για παροχή και για του τρόπου αυτού πλούσιου ελέους, χάρη σε αμαρτωλά πλην πιστεύοντα τέκνα της Εκκλησίας.
Ως προς την έκταση της φήμης πού έχει πάρει ή Χαριτόβρυτος Ιερά Εικόνα, ό Καθηγούμενος π. Δωρόθεος τονίζει ότι: «Το μέγα αυτό θησαύρισμα της γεραράς ημών Μονής, εις ην καταφθάνουν καθ’ ήμέραν απ’ όλον τον κόσμον πλήθη ψυχών και εναποθέτουν προ των ποδών Της τους πόνους, τάς θλίψεις και τα αιτήματα των με άμετρο εμπιστοσύνη κομίζοντες εξ αυτής την δύναμιν και παρηγοριά δια την ουρανοδρόμον πορείαν των και της δωρεάς τα ιάματα». Δίδει έμφαση ότι πρέπει «με άμετρο εμπιστοσύνη» να ζητούμε προσευχόμενοι τίς δωρεές. Τονίζει ειδικά και Τούτο. Να δίδει ή Παναγία «την δύναμιν και παρηγοριά δια την ουρανό -δρόμο πορείαν», πού σημαίνει ότι πέραν των δωρεών για υγεία και τα συναφή, πού είναι τόσο εύκολο να ζητούμε και το κάνουμε από ανάγκη, το πρέπον και σωτήριο να ζητούμε δύναμη και παρηγοριά στον αγώνα της πίστεως, των αρετών και στην προσήλωση της βιώσεως της πίστεως, ότι δηλ. οδηγεί στην ουράνια σωτηρία.
Έκτος της τιμής και πανηγύρεως πού τελεί ή Μονή στον Άγιο Νικόλαο, πανήγυρη τελεί στις 2 Ιουλίου «προς τιμήν της τίμιας Έσθήτος της Ύπεραγίας Θεοτόκου και της Αγίας Ζώνης, τμήμα των οποίων εν τη Ιερά Μονή τεθησαύρισται, ωσαύτως δε και προς τιμήν της θαυματουργού και Μυροβλύτου Εικόνος της «Ρίζης του Ίεσσαί» της αυτής Μονής». Ώστε ή Μονή κατέχει και τμήματα των ιερών κειμηλίων της Παναγίας. Και ναι μεν είναι γνωστόν ότι ή Αγία Ζώνη ευρίσκεται στην Ί. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, τμήμα τιμίας Έσθήτος ίσως είναι το πρώτον πού υπάρχει σήμερα, σε ορθόδοξα χέρια. Ή τ. Έσθήτα υπάρχει σε μονή της Γαλλίας όπως γίνεται λόγος στο παρόν «περί της τιμίας Έσθήτος.,.». Φαίνεται ότι και τα δύο έχουν προέλθει από το Ναό των Βλαχερνών, οπού κάποτε υπήρχαν τα δύο αυτά κειμήλια.
Θεοτοκίον. Ήχος πλ. δ’.
Την ψυχήν μου Παρθένε την ταπεινήν, την εν ζάλη του βίου των πειρασμών, νυν ως ακυβέρνητον, ποντουμένην πανάμωμε, αμαρτιών τω φόρτω φανείσαν υπέραντλον, και εις πυθμένα Αδου, πεσείν κινδυνεύουσαν φθάσον Θεοτόκε, τη θερμη σου πρεσβεία και σώσον παρέχουσαν σον λιμένα τον εύδιον, ίνα πίστει κραυγάζω σοι. Πρέσβευε τω σω Υιώ και Θεώ των πταισμάτων δούναι μοι την αφεσιν σε γαρ έχω ελπίδα, ό δούλος σου Δέσποινα.