Παρέμβαση Βενιζέλου ανοίγει το δρόμο για το ειδικό δικαστήριο

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Το νέο χτύπημα κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη για το σκάνδαλο των υποκλοπών είναι και το σκληρότερο. Έχει όμως εξαιρετική σημασία ότι γίνεται από τον Βαγγέλη Βενιζέλο, έναν άνθρωπο ο οποίος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πολιτικός εχθρός» του Κυριάκου, καθώς στο πρόσφατο παρελθόν τον έχει στηρίξει πολλαπλά με τις κατώτερους παρεμβάσεις του.

Η παρέμβαση του όμως αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι με απόφαση του ίδιου του πρωθυπουργού ο Βαγγέλης Βενιζέλος τοποθετήθηκε στην ευρωπαΐκή επιτροπή «σοφών», Γεγονός που κλείνει ασφυκτικά τα περιθώρια για «δυσμενή κριτική» στην παρέμβαση του τόσο από τον Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και από τον Γιώργο Γεραπετρίτη, τον οποίο κυριολεκτικά «ισοπεδώνει».

Το κλίμα λοιπόν για τον πρωθυπουργό επιδεινώνεται ραγδαία. Μέχρι σήμερα, ούτε ένας συνταγματολόγος δεν έχει παρέμβει για να τον υπερασπιστεί. Το αντίθετο. Είναι η πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία που οι ενέργειες ενός πρωθυπουργού αντιμετωπίζουν την απόλυτη, δημόσια και ομόφωνη αποδοκιμασία από το νομικό κόσμο.

Στην σημερινή του παρέμβαση στον νομικό ιστότοπο Constitutionalism – Όμιλος Αριστόβουλου Μάνεση, ο Πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά, πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα. Τεκμηριώνει με πλήθος νομικών επιχειρημάτων όχι απλώς την πολιτική ευθύνη του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά την ευθεία παραβίαση τόσο των νόμων του κράτους, όσο και του ίδιου του Συντάγματος.

Είναι μάλιστα τέτοια η τεκμηρίωση αλλά και τα συμπεράσματά του Βαγγέλη Βενιζέλου, που φαίνεται ότι η Εξεταστική επιτροπή υποχρεούται πλέον να καλέσει τον ίδιο τον πρωθυπουργό και να διερευνήσει τυχόν ποινικές του ευθύνες.

Παραθέτουμε αυτούσια ολόκληρη την παρέμβαση Βενιζέλου: 

Η δημόσια (συνδεόμενη με την κοινοβουλευτική) συζήτηση που διεξήχθη για τη συνταγματική διάσταση της παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνομιλιών ευρωβουλευτή / αρχηγού κόμματος (βλ. παράρτημα),  έχει προφανώς πολιτική αλλά και επιστημονική σημασία καθώς αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ ως προς το απόρρητο των επικοινωνιών και τις επιτρεπτές εξαιρέσεις από αυτό και του Δικαίου της ΕΕ ως προς  την κοινοβουλευτική ασυλία των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Στη συζήτηση μετείχαν εντός Βουλής οι δυο κρίσιμοι θεσμικοί παράγοντες του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης, ο Πρωθυπουργός και ο Αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και εκτός Βουλής ένας υπουργός που έχει επιπλέον την ιδιότητα του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου και ο υπογράφων, υπό την ιδιότητα του πολίτη πρωτίστως αλλά προφανώς και αυτή του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, όπως και αυτή του πρώην Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ.

Η υπενθύμιση των ιδιοτήτων των συμμετεχόντων είναι αναγκαία προκειμένου να ελεγχθεί με τη μέγιστη αυστηρότητα η τεκμηρίωση και η συνοχή της νομικής επιχειρηματολογίας που όταν διατυπώνεται από πολιτικώς ενεργά πρόσωπα μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι επηρεάζεται έντονα από τους πολιτικούς στόχους ή έστω τις πολιτικές απόψεις τους.

Δεν θα αναφερθώ στα δημοσίως γνωστά γεγονότα. Θεωρώ όμως χρήσιμο να κωδικοποιήσω τα ζητήματα ερμηνείας του Συντάγματος που τέθηκαν στην προαναφερθείσα συζήτηση. Η παρούσα μελέτη δεν φιλοδοξεί να προσεγγίσει συνολικά και συστηματικά τα προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 19 Σ, ούτε καν μόνο της παραγράφου 1 της συνταγματικής αυτής διάταξης. Με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 19 Σ. συνδέομαι προσωπικά ως γενικός εισηγητής της αναθεώρησης του 2001 (Ευ. Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο. Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, 2002, σελ. 147επ., 218 επ.). Δεν θα αναφερθώ όμως εδώ συστηματικά ούτε στη συνταγματική θέση και τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ ούτε στην ερμηνευτική ταλαιπωρία που έχει υποστεί η απαγόρευση της χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρων 9, 9Α και 19 παρ.1 Σ. από τον νομοθέτη και τη νομολογία.

Μετά από μια σύντομη αναφορά στη συσχέτιση του άρθρου 19 παρ.1 Σ, με το άρθρο 8 ΕΣΔΑ (και το άρθρο 7 ΧΘΔ) στο πλαίσιο του επαυξημένου Συντάγματος ( παρακάτω, 1 ) επιμένω στον βασικό ερμηνευτικό κανόνα της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας του Συντάγματος και στην αντίκρουση της μεθοδολογικής παρεκτροπής της «σύμφωνης με τον  νόμο  ερμηνείας του Συντάγματος»  (παρακάτω, 3). Το βασικό ζητούμενο της μελέτης είναι η οριοθέτηση της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» που κατέχει κεντρική θέση στο άρθρο 19 παρ.1 εδ. β (παρακάτω, 2 ). Αναλύω τη συσχέτιση της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας με την άρση του απορρήτου για τη διερεύνηση ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος. Πάνω στο υπόστρωμα αυτό παρουσιάζω αναλυτικά τη θέση μου για τους συνταγματικούς κανόνες που διέπουν την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών των βουλευτών (και ως βουλευτών του πρωθυπουργού, των υπουργών, των αρχηγών των κομμάτων) και του / της Προέδρου της Δημοκρατίας (παρακάτω, 3,4,8). Εξηγώ με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ γιατί η συγκεκριμένη άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του Ν. Ανδρουλάκη παραβίασε το άρθρο 8 ΕΣΔΑ και το άρθρο 19 παρ.1 Σ και τα σχετικά θεμελιώδη δικαιώματά του ως προσώπου  ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του ως ευρωβουλευτή / υποψηφίου και εντέλει εκλεγέντος αρχηγού κόμματος (παρακάτω, 6). Απαντώ στη συνέχεια στη δημόσια πρόσκληση που απηύθυνε ο Πρωθυπουργός να συζητηθούν οι ειδικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών «πολιτικών προσώπων» επισημαίνοντας τις ισχύουσες  συνταγματικές προδιαγραφές ( παρακάτω, 7-8).

Η παρούσα μελέτη αναφέρεται σε «επίσημες», δηλαδή κρατικές άρσεις του απορρήτου των επικοινωνιών στο πλαίσιο του άρθρου 19 παρ.1 Σ. με τη χρήση κάθε διαθέσιμης τεχνολογίας. Από την απλή «επισύνδεση» μέσω του παρόχου τηλεφωνικών υπηρεσιών μέχρι τη εφαρμογή  εξελιγμένων λογισμικών. Το κρίσιμο στοιχείο  είναι η ύπαρξη πράξης της δικαστικής αρχής. Όταν η παραβίαση του απορρήτου γίνεται από «ιδιώτες», υπηρεσίες άλλων χωρών, άγνωστες «οντότητες» με τη χρήση ποικίλων και διαρκώς εξελισσόμενων κατασκοπευτικών λογισμικών, νομικά το θεμελιώδες δικαίωμα των άρθρων 19 παρ.1 Σ και 8 ΕΣΔΑ προφανώς τριτενεργεί, ενώ όλα τα όργανα του ελληνικού κράτους έχουν υποχρέωση αποτροπής των προσβολών και διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών οποιουδήποτε υπάγεται στη δικαιοδοσία του ελληνικού κράτους (άρθρο 25 παρ.1 Σ.). Όμως αυτό το οξύ, επίκαιρο, διεθνές και συνεχώς εξελισσόμενο ζήτημα που απασχολεί διεθνείς οργανισμούς, κράτη, πολίτες, πολιτικούς σε όλες σχεδόν τις χώρες, υπονοείται διαρκώς αλλά δεν εξετάζεται συστηματικά στην παρούσα μελέτη. Η σχετική βιβλιογραφία είναι πλούσια, διογκώνεται καθημερινά και ελάχιστα θα είχα να προσθέσω.

Η συμβολή του άρθρου 8 ΕΣΔΑ και της νομολογίας του ΕΔΔΑ στην ερμηνεία του άρθρου 19 παρ. 1 Σ. – Το επαυξημένο Σύνταγμα και η σύμφωνη με αυτό ερμηνεία του νόμου
Το πρώτο και θεμελιώδες ερώτημα είναι πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να κάμπτεται για λόγους εθνικής ασφάλειας το απόρρητο των επικοινωνιών οποιουδήποτε (ημεδαπού ή αλλοδαπού) εμπίπτει στο πεδίο της ελληνικής έννομης τάξης και στη δικαιοδοσία της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 Συντ.: «Tο απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Nόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.»

Στο πεδίο της ΕΣΔΑ στο οποίο αυτοαναφορικά η ίδια είναι ο υπερέχων κανόνας ελέγχου ο όποιος εντέλει ασκείται από το ΕΔΔΑ, το απόρρητο των επικοινωνιών προστατεύεται από το άρθρο 8, από κοινού με την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και την κατοικία. Κατά τη διατύπωση του άρθρου 8 ΕΣΔΑ:

«1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.

2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων»

Η διάταξη αυτή είναι ένα από τα προνομιακά πεδία της λεγόμενης εξελικτικής ερμηνείας (interpretation evolutive ) που εφαρμόζει το ΕΔΔΑ. Στη λιτή διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 8 έχουν στεγαστεί από τη νομολογία δικαιώματα που στις εθνικές έννομες τάξεις καλύπτονται από ειδικότερες και εκτενέστερες διατάξεις όχι μόνο της πρώτης γενιάς των αμυντικών δικαιωμάτων αλλά και της δεύτερης και της τρίτης γενιάς. Ακόμη και ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος και απειλές συνδεόμενες με την κλιματική κρίση υπάγονται στο άρθρο 8 παρ.1 ΕΣΔΑ.

Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ το άρθρο 8 συνδέεται πολύ συχνά με το δικαίωμα στη ζωή (άρθρο 2), την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της εξευτελιστικής μεταχείρισης (άρθρο 3), το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη ( άρθρο 6 ), την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας (άρθρο 9), την ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10), το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα ( άρθρο 13), την απαγόρευση των διακρίσεων ( άρθρο 14), την προστασία της περιουσίας ( άρθρο 1 ΠΠΠ), την ελευθερία της κίνησης (άρθρο 2 παρ.1 του Πρωτοκόλλου 4).

Η καταγραφή αυτή δίνει μια αίσθηση ως προς το εύρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων που μπορεί να θίγει μια κάμψη του απορρήτου των επικοινωνιών κατ´εφαρμογή του εδ. β΄ της παρ.1 του άρθρου 19 Συντ. Μπορεί π.χ. να παραβιάζεται ταυτόχρονα η ελευθερία της έκφρασης ενός δημοσιογράφου ή το επαγγελματικό απόρρητο ενός δικηγόρου. Όταν δε ο θιγόμενος δεν έχει διασφαλισμένη πρόσβαση σε δικαστήριο και η πράξη της κρατικής αρχής διαφεύγει του δικαστικού ελέγχου παραβιάζεται το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

Η σύντομη αυτή περιδιάβαση στο εύρος της προστασίας του άρθρου 8 ΕΣΔΑ αναδεικνύει σε εθνικό συνταγματικό επίπεδο τη στενή συστηματική σχέση του άρθρου 19 παρ.1 με τα άρθρα 2 παρ.1, 5 παρ.1, 5Α , 9 και 9Α Σ.  Η δε έννοια της αλληλογραφίας περιλαμβάνει κάθε πιθανή εκδοχή, από την επικοινωνία του κρατούμενου με τον δικηγόρο του μέχρι την επιτήρηση του δημοσίου χώρου και τη μαζική συλλογή και επεξεργασία  πληροφοριών.

Αντίστοιχο προς το άρθρο 8 ΕΣΔΑ είναι το άρθρο 7 ΧΘΔ της ΕΕ. Ο Χάρτης όμως περιλαμβάνει και το  άρθρο 8  για τα προσωπικά δεδομένα και το άρθρο 9 για το δικαίωμα γάμου και ίδρυσης οικογένειας. Οι προβλέψεις του ΧΘΔ έχουν σημασία σε συνδυασμό με το Πρωτόκολλο για τις ασυλίες των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (άρθρο 9 Πρωτοκόλλου αριθμ. 7 προσαρτημένου στη ΣΛΕΕ), δια του οποίου η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου ευρωβουλευτή καθίσταται ζήτημα παραβίασης του Δικαίου της ΕΕ και μάλιστα του πρωτογενούς, ζήτημα αναγόμενο μάλιστα στην υποχρέωση των κρατών μελών να σέβονται το κράτος δικαίου ( rule of law ) ως αξία της ΕΕ, δηλαδή ως δέσμη θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεσμικών εγγυήσεων  ( άρθρα 2, 6 και 7 ΣΕΕ )

Η πολυεπίπεδη προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών από το εθνικό Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τον ΧΘΔ, δείχνει πώς λειτουργεί η έννοια του «επαυξημένου Συντάγματος» (augmented constitution ) που έχω εισηγηθεί ( Evangelos Venizelos, From the relativization of the Constitution to the “augmented Constitution”, ERPL/REDP, vol. 32, no 3, autumn/automne 2020, pp 973-1017). Η προστασία στο επίπεδο του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου επαυξάνει τη συνταγματική προστασία του σχετικού θεμελιώδους δικαιώματος και ενισχύει τις εγγυήσεις που το περιβάλλουν μέσω της σύμφωνης με την ΕΣΔΑ και το Δίκαιο της ΕΕ ερμηνείας του εθνικού Συντάγματος.

Οι δυνατότητες κάμψης του απορρήτου των επικοινωνιών στο επίπεδο του εθνικού Συντάγματος περιγράφονται στο εδάφιο β΄ της παρ.1 του άρθρου 19 Σ. που, όπως σημειώσαμε,  προβλέπει ότι η δικαστική εξουσία δεν δεσμεύεται από το απόρρητο: πρώτον, για λόγους εθνικής ασφάλειας και, δεύτερον, για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων που καθορίζονται ρητά στον νόμο.

Η έννοια της εθνικής ασφάλειας
Είναι προφανές ότι η επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας σημαίνει ότι δεν υπάρχει (προς το παρόν τουλάχιστον) έγκλημα και μάλιστα ιδιαίτερα σοβαρό και δεν τίθεται (τουλάχιστον ακόμη )  ζήτημα ποινικής δίωξης . Αναζητούνται πληροφορίες σχετιζόμενες με την εξωτερική ασφάλεια του κράτους καθώς η εσωτερική ασφάλεια περιγράφεται στο Σύνταγμα με τους όρους «δημόσια ασφάλεια» ( άρθρο 11 παρ. 2 ) και «δημόσια τάξη»  ( άρθρο 13 παρ.2, 18 παρ. 3). Πληροφορίες  που μπορεί να αφορούν  προφανώς την «εδαφική ακεραιότητα της χώρας»  (14 παρ. 3 περ. δ) ή την «άμυνα της χώρας»  ( άρθρο 22 παρ. 4 ), αλλά αν τίθεται ζήτημα τέτοιας σημασίας πλήττονται έννομα αγαθά που τυποποιούνται ως εγκλήματα. Είναι συνεπώς πιθανό να υπάρξει μετάπτωση στη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος και μάλιστα κακουργηματικής μορφής.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η έννοια εθνική ασφάλεια χρησιμοποιείται και στο άρθρο 5Α παρ.1 Σ. σύμφωνα με το οποίο: «Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων».  Η διατύπωση αυτή καθιστά εμφανέστερη την υποχρέωση σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας καθώς οι τυχόν περιορισμοί πρέπει να είναι «απολύτως αναγκαίοι» και να δικαιολογούνται, δηλαδή να υπάρχει πλήρης αιτιολογία. Με τον ίδιο όμως τρόπο πρέπει να αναγνωσθεί και το άρθρο 19 παρ.1 εδ. β΄ Σ. σύμφωνα με το οποίο, προκειμένου να καμφθεί το απόρρητο των επικοινωνιών με πράξη της δικαστικής εξουσίας, πρέπει προηγουμένως  να έχει εκδοθεί  ο σχετικός εκτελεστικός νόμος που ορίζει τις σχετικές εγγυήσεις στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 25 παρ.1 Σ. με την οποία τίθενται οι κανόνες ερμηνείας των σχετικών συνταγματικών διατάξεων και θεσπίζονται οι  «περιορισμοί  των περιορισμών»  των θεμελιωδών δικαιωμάτων με άξονα την αρχή της αναλογικότητας.

Η συνταγματική έννοια της εθνικής ασφάλειας συνδέεται συνεπώς στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου με το έννομο αγαθό της διεθνούς υπόστασης της χώρας που περιλαμβάνει την προστασία  της εδαφικής ακεραιότητας,  της διεθνούς ειρήνης  και  της αμυντικής ικανότητας της χώρας καθώς  και των κρατικών απόρρητων και τυποποιείται στα άρθρα 138-152 ΠΚ.

Η νομολογία του ΕΔΔΑ εντάσσει στην έννοια της εθνικής ασφάλειας όχι μόνο την εξωτερική  ασφάλεια του κράτους, αλλά και την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος, δηλαδή της συνταγματικής τάξης, η προσβολή της οποίας τυποποιείται σε σειρά εγκλημάτων που εντάσσονται στο πρώτο κεφάλαιο του ειδικού μέρους του ΠΚ  υπό τον τίτλο « Προσβολές του δημοκρατικού πολιτεύματος» που περιλαμβάνει τα άρθρα 134- 137 Δ. (Για μια αρχική προσέγγιση των μνημονευόμενων εδώ άρθρων του ΠΚ βλ. πρόχειρα,  Κ. Φράγκος, Online κατ’ άρθρο ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, Ενημέρωση:10/12/2019, σχόλια υπό τα αντίστοιχα άρθρα με αναφορές στη νομολογία και τη σχετική βιβλιογραφία).

Συνεπώς η άρση  του απορρήτου για  λόγους  εθνικής ασφάλειας διαφοροποιείται από την άρση για τη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος, εφάπτεται όμως με το ενδεχόμενο τέλεσης τέτοιου εγκλήματος  ή έστω τυχόν προπαρασκευαστικών πράξεων. Χωρίς αυτή τη συσχέτιση δεν μπορεί  να τεκμηριωθεί η επιβολή μέτρων περιορισμού του απορρήτου των επικοινωνιών που ανήκει στον πυρήνα της ιδιωτικότητας του προσώπου . Απαιτείται κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ να υφίσταται «πιεστική ανάγκη» στο  πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και να επιδιώκεται η συγκέντρωση «ζωτικών πληροφοριών» διαφορετικά δεν πληρούνται τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας (  Dumitru Popescu v. Romania  §§ 61 επ., Szabó and Vissy v. Hungary  §§ 72-73) .

Παρότι  αναγνωρίζεται σημαντικό περιθώριο εκτίμησης ( margin of appreciation ) στα κράτη μέρη της ΕΣΔΑ και παρότι η εθνική ασφάλεια ανήκει στις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους μέλους κατά το άρθρο 4 παρ. 2 ΣΕΕ, το ΕΔΔΑ ως προς την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών έχει διαμορφώσει μια εξαιρετικά διεισδυτική και εκλεπτυσμένη εργαλειοθήκη κριτηρίων. Ακριβώς λόγω του κινδύνου η τεχνολογική εξέλιξη να καταστήσει άνευ αντικειμένου την προστασία της ιδιωτικότητας και ειδικότερα του απορρήτου των επικοινωνιών.

Η εσφαλμένη επίκληση των προβλέψεων του νόμου ως επιχειρήματος ερμηνείας του Συντάγματος
Ο πρώτος συνταγματικός καταναγκασμός του σχετικού εκτελεστικού νόμου υπέρ του οποίου επιφυλάσσεται το άρθρο 19 παρ.1 εδ. β΄ Συντ., είναι ότι αυτός υποτάσσεται κανονιστικά και ερμηνευτικά στο Σύνταγμα και όχι το Σύνταγμα στον νόμο.

Για τον λόγο αυτό θεώρησα ακραία προσβολή της κανονιστικής υπόστασης του Συντάγματος και του επιστημολογικού παραδείγματος που κυριαρχεί στο Συνταγματικό Δίκαιο, την άποψη πώς ό,τι δεν προβλέπεται ρητά στον εκτελεστικό νόμο 2225/1994, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα και επιπλέον πώς ό,τι περιέχεται στον νόμο 2225/1994 και κάθε άλλη σχετική νομοθετική ρύθμιση (περιλαμβανομένης της σχετικά πρόσφατης κατάργησης της αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ να ενημερώνει εκ των υστέρων τα πρόσωπα που κατέστησαν στόχος παρακολούθησης με το άρθρο 87 ν. 4799/2021) είναι εξορισμού σύμφωνο με το Σύνταγμα( βλ. ενδεικτικά, Ευ. Βενιζέλος, Δικαστικός έλεγχος  της συνταγματικότητας των νόμων και ερμηνεία του Συντάγματος. Μαθήματα εμβάθυνσης στο Συνταγματικό Δίκαιο,  2022, ιδίως σελ . 39 επ., 59 επ., 224 επ. με περαιτέρω νομολογιακές και βιβλιογραφικές αναφορές )

Συνεπώς παραδοχή θεμελιώδους σημασίας είναι ότι στην έννομη τάξη μας ισχύει ο κανόνας της σύμφωνης με το Σύνταγμα ( και την ΕΣΔΑ και το Δίκαιο της ΕΕ ) ερμηνείας του νόμου και όχι ο δήθεν κανόνας της σύμφωνης με τον νόμο ερμηνείας του Συντάγματος ( και της ΕΣΔΑ και του Δικαίου της ΕΕ ). Το επιχείρημα ότι ο ν. 2225/1994 δεν εξαιρεί ρητά τους βουλευτές, τους ευρωβουλευτές, τους υπουργούς, τον πρωθυπουργό και τον ΠτΔ από τη δυνατότητα τηλεφωνικής παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφαλείας άρα όλοι αυτοί μπορούν να παρακολουθούνται όπως κάθε αλλοδαπός ύποπτος για κατασκοπεία ή εφαπτόμενος με ξένες υπηρεσίες, είναι νομικώς  παιδαριώδες.

Αρκεί ένα συναφές παράδειγμα. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας δεν αναφέρεται ούτε στο βουλευτικό ακαταδίωκτο του άρθρου 62, ούτε στο ακαταδίωκτο του ΠτΔ κατά το άρθρο 49 παρ. 1 εδ. β΄, ούτε στον περιορισμό της δικαιοδοσίας των τακτικών ποινικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 86 Σ.. Όλες όμως αυτές οι συνταγματικές διατάξεις ισχύουν απευθείας και υπερέχουν του ΚΠΔ που ερμηνεύεται σύμφωνα προς αυτές. Χωρίς να μνημονεύονται ρητά οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις αλλά στο πλαίσιο τους το άρθρο 56 παρ.1 ΚΠΔ ορίζει : «Ακόμη και στις περιπτώσεις που χρειάζεται άδεια για δίωξη, μπορεί να ενεργηθεί ανάκριση για τη βεβαίωση του εγκλήματος και πριν χορηγηθεί η άδεια. Δεν επιτρέπεται μόνο να ενεργηθούν ανακριτικές πράξεις που θίγουν το πρόσωπο για τη δίωξη του οποίου χρειάζεται η άδεια.»

Στην ερμηνεία της διάταξης αυτής ( που ενσωματώνει το άρθρο 54 του προηγούμενου  ΚΠΔ ) θεωρείται προφανές ότι αυτό αφορά και το βουλευτικό ακαταδίωκτο. Και ότι χωρίς την άδεια της Βουλής, με εξαίρεση τα αυτόφωρα κακουργήματα, δεν μπορεί να διενεργηθεί ούτε καν σωματική έρευνα σε βουλευτή ( ενδεικτικά, Λ. Μαργαρίτης ( επιμ.), Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Τόμος πρώτος ( Άρθρα 1-461), 2020, σελ. 287 επ., Κ. Φράγκος, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ( Ν. 4620/2019 και Ν. 4637/2019), 2 η έκδοση, 2020, σελ.251 επ.).  Κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί να διαταχθεί παρακολούθηση των τηλεφωνικών του επικοινωνιών.

Στο ερώτημα συνεπώς αν επιτρέπεται κατά το Σύνταγμα η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών βουλευτή και ως εκ τούτου του Πρωθυπουργού, των υπουργών, του Προέδρου της Βουλής, των αρχηγών των κομμάτων για λόγους εθνικής ασφάλειας, η απάντηση εκκινεί από τη διαπίστωση ότι δεν επιτρέπεται κατά το Σύνταγμα η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των παραπάνω προσώπων για τη διερεύνηση ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος παρά μόνο με άδεια της Βουλής. Αυτό προβλέπεται ρητά και στο άρθρο 56 παρ. 1 ΚΠΔ. Εφόσον όμως υπάρχει τέτοιος συνταγματικός φραγμός για τη διερεύνηση τυχόν εγκλήματος   προδοσίας της χώρας ή κατασκοπείας, πώς μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχουν λιγότεροι φραγμοί για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών με επίκληση απλών λόγων εθνικής ασφάλειας που δεν συνιστούν διερεύνηση ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος; Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι και αυτή ανακριτική πράξη που εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 56 ΚΠΔ και είτε οδηγεί σε απρόσφορο πέρας της παρακολούθησης που μπορεί να έχει επιχειρησιακό αλλά όχι νομικό ενδιαφέρον είτε οδηγεί σε ποινική δίωξη. Άλλωστε διατάσσεται κατά το Σύνταγμα με πράξη της δικαστικής εξουσίας και ο νόμος ορίζει ως αρμόδιο δικαστικό όργανο εισαγγελικό λειτουργό, δηλαδή όργανο της ποινικής δικαιοσύνης που εκδίδει εισαγγελική διάταξη και όχι διοικητική πράξη. Ακόμη και αν είχε προβλεφθεί από τον νόμο αρμοδιότητα των ΤΔΔ ή του ΣτΕ, η σχετική απόφαση ή διαταγή θα επέβαλε μέτρο ποινικού χαρακτήρα σύμφωνα με τα κριτήρια Engel του ΕΔΔΑ (Engel and Others v. the Netherlands).

Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών βουλευτή εμπίπτει συνεπώς στο πεδίο του άρθρου 62 Σ. είτε γίνεται για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος, είτε γίνεται για λόγους εθνικής ασφάλειας που οδηγούν είτε σε δίωξη για ιδιαιτέρως σοβαρό έγκλημα, είτε σε βίαιη παραβίαση του βουλευτικού απορρήτου γιατί αποσπώνται πληροφορίες που ο βουλευτής δεν υποχρεούται να καταθέσει ενώπιον της δικαιοσύνης κατά το άρθρο 61 παρ. 3 Σ., είτε σε μηδενικό αποτέλεσμα μετά από προσβολή όμως των άρθρων 61 παρ.3 και 62 Σ.

Ο καθένας μπορεί καλόπιστα ή και κακόπιστα, με αντικοινοβουλευτική ισοπεδωτική διάθεση, να διατυπώνει την άποψή του για το τι θα ήταν ορθό από πλευράς δεοντολογίας ή φιλοσοφίας του δικαίου. Εδώ όμως οφείλουμε να κινηθούμε μέσα στο αυστηρό πλαίσιο ενός δικανικού συλλογισμού με μείζονα πρόταση τις συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις.

Επιπλέον όμως και  το άρθρο 5 του ν. 2225/1994, όπως ισχύει, προβλέπει στις πρώτες πέντε παραγράφους του τα εξής:

« 1. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:
α) το όργανο που διατάσσει την άρση, β) τη δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την επιβολή της άρσης, γ) το σκοπό της επιβολής της άρσης, δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης, στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.

2. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου, περιλαμβάνει, εκτός των στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου, και τα εξής:
α) το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή, β) την αιτιολογία επιβολής της άρσης.

3. Διάταξη που απορρίπτει αίτημα άρσης του απορρήτου περιέχει μόνο:
α) το όργανο που αποφασίζει, β) τη δημόσια αρχή που είχε ζητήσει την επιβολή της άρσης, γ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.

4. Απόσπασμα της διάταξης, που περιλαμβάνει το διατακτικό της, παραδίδεται με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα, το οποίο πρέπει να καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφαλείας του απορρήτου του περιεχομένου:
α) Στον πρόεδρο ή το διοικητικό συμβούλιο ή τον γενικό διευθυντή ή τον εκπρόσωπο του νομικού προσώπου, στο οποίο υπάγεται το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Σε περίπτωση ατομικής επιχείρησης, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται στον επιχειρηματία.
β) Αν το νομικό πρόσωπο υπάγεται στον έλεγχο ή την εποπτεία του κράτους, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται και στον Υπουργό που εποπτεύει το νομικό αυτό πρόσωπο ή στον Υπουργό που προΐσταται της δημόσιας υπηρεσίας.

Το ηλεκτρονικό κωδικοποιημένο μήνυμα, το οποίο λαμβάνει η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), περιέχει όλο το κείμενο της διάταξης που επιβάλλει την άρση του απορρήτου. Η σχετική αλληλογραφία είναι απόρρητη και τηρείται σε ειδικό αρχείο, στο οποίο έχουν πρόσβαση ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. και ένα ακόμη μέλος της Ολομέλειας που ορίζεται από αυτήν, καθώς και μέλη του προσωπικού της, τα οποία είναι ειδικά εξουσιοδοτημένα προς τούτο από την Ολομέλεια της Αρχής. Ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. ενημερώνει σε κάθε περίπτωση τον Πρόεδρο της Βουλής και τους αρχηγούς των κομμάτων, που εκπροσωπούνται στη Βουλή και κοινοποιεί τη διάταξη στον Υπουργό Δικαιοσύνης.

Με απόφαση της Ολομέλειας της Α.Δ.Α.Ε. όλες οι διατάξεις περί άρσεως του απορρήτου που έχουν αποθηκευτεί σε φυσικά αρχεία στην Αρχή από την ίδρυσή της, ψηφιοποιούνται και μετατρέπονται σε ηλεκτρονικά αρχεία. Με ίδια απόφαση ορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία της ψηφιοποίησης. Μετά την πάροδο πέντε (5) ετών από την πιο πάνω ψηφιοποίηση, τα φυσικά αρχεία καταστρέφονται.»

Βλέπουμε συνεπώς ότι για την άρση του απορρήτου πρέπει να ενημερώνονται «σε κάθε περίπτωση», από τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ ο Πρόεδρος της Βουλής και οι αρχηγοί των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή! Ο ισχυρισμός του Υπουργού Επικρατείας που υιοθέτησε ο Πρωθυπουργός είναι ότι ο νόμος 2225/1994 δεν εξαιρεί τους βουλευτές. Βουλευτές όμως είναι ο Πρόεδρος της Βουλής και οι αρχηγοί όλων των κομμάτων της Βουλής οι οποίοι πρέπει να ενημερώνονται υποχρεωτικά για κάθε περίπτωση άρσης απορρήτου οποιουδήποτε προσώπου. Αν μη τι άλλο δεν μπορεί ο νόμος να εννοεί ότι μπορούν να παρακολουθούνται αυτοί που υποχρεωτικά και σε κάθε περίπτωση πρέπει να ενημερωθούν για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η πρόβλεψη της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 δεν  τροποποιήθηκε με το άρθρο 87 ν. 4790/2021 που απαγόρευσε στην ΑΔΑΕ να ενημερώνει μετά το πέρας της παρακολούθησης αυτόν που υπέστη άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Στην πράξη η υποχρέωση κοινοποίησης του σώματος κάθε διάταξης στον Υπουργό Δικαιοσύνης ατόνησε γιατί το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν μπορούσε να διαχειριστεί τον όγκο των εγγράφων. Η δε  υποχρέωση ενημέρωσης  «σε κάθε περίπτωση» του Προέδρου της Βουλής και των προέδρων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή θεωρήθηκε ότι καλύπτεται από την κοινοποίηση της ετήσιας έκθεσης της ΑΔΑΕ που περιλαμβάνει αριθμητικά  στοιχεία άρσεων απορρήτου. Με τον τρόπο αυτό η ενημέρωση των προέδρων των κομμάτων είναι πιο αόριστη και χαλαρή από την ενημέρωση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και κάθε αναγνώστη της ετήσιας δημόσιας έκθεσης της ΑΔΑΕ.

Ο ν. 2225/1994 είχε διαμορφώσει όμως ένα θεσμικό κύκλο επίβλεψης και ελέγχου των άρσεων του απορρήτου στον οποίο η θέση της Βουλής και των βουλευτών δια των αρχηγών των κομμάτων ήταν καθοριστική. Με βασικό στόχο την επιβεβαίωση της μη παρακολούθησης  των ίδιων των  βουλευτών καθώς η Βουλή που συγκροτούν οι βουλευτές είναι ο βασικός θεσμικός εγγυητής του απορρήτου, πάνω και από την ΑΔΑΕ που την ορίζει η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής και ελέγχει κοινοβουλευτικά η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας.

Άλλωστε η υποβολή έκθεσης των πεπραγμένων της ΑΔΑΕ στο τέλος κάθε έτους «στον Πρόεδρο της Βουλής, στον Υπουργό Δικαιοσύνης και στους αρχηγούς των κομμάτων, που εκπροσωπούνται στη Βουλή και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο», προβλέπεται από την παρ.2 του άρθρου 1 του ν. 3115/2003. Πρόκειται για άλλου περιεχομένου και σκοπού υποχρέωση της ΑΔΑΕ ( αντίστοιχη υποχρέωση έχουν όλες οι ανεξάρτητες αρχές ), διαφορετική  από την υποχρέωση άμεσης και «σε κάθε περίπτωση» ενημέρωσης του Προέδρου της Βουλής και των αρχηγών των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή για κάθε διάταξη άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών που προβλέπεται από το άρθρο 5 παρ.4 ν. 2225/1994. «Σε κάθε περίπτωση» σημαίνει αφενός «οπωσδήποτε», αφετέρου «για κάθε περίπτωση».

Βέβαια , από την αντιδιαστολή μεταξύ των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 προκύπτει το συμπέρασμα ότι η εισαγγελική διάταξη που διατάσσει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν περιέχει ούτε το όνομα του προσώπου που αφορά ούτε την αιτιολογία επιβολής της άρσης. Είναι όμως προφανές ότι στην εισήγηση της υπηρεσίας προς τον εισαγγελέα που εκδίδει τη διάταξη πρέπει να  περιλαμβάνεται και το όνομα και η αιτιολογία (και όχι μόνο ο σκοπός και μάλιστα ταυτολογικά, δηλαδή «για λόγους εθνικής ασφάλειας»). Η εισήγηση αυτή παραμένει στον φάκελο ως απόρρητη αλλά πρέπει να τίθεται στη διάθεση των κοινοβουλευτικών και δικαστικών οργάνων που ασκούν εποπτεία και της ΑΔΑΕ που έχει την προβλεπόμενη από την ειδική διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 19 Σ. αρμοδιότητα, με δέσμευση των ελεγκτικών οργάνων από το σχετικό απόρρητο που δεν αντιτάσσεται σε αυτά. Αλλιώς ο ελεγχόμενος θα διέφευγε εξ ορισμού κάθε ελέγχου χαρακτηρίζοντας ο ίδιος τις ενέργειες του απόρρητες και η όλη διαδικασία περιορισμού θεμελιώδους δικαιώματος θα παρέμενε χωρίς δικαστικό και κοινοβουλευτικό  έλεγχο και χωρίς θεσμικά αντίβαρα.

Ενδεικτικές συγκριτικές αναφορές
Η ειδική αντιμετώπιση των βουλευτών στο πλαίσιο του παραδοσιακού θεσμού της βουλευτικής ασυλίας δεν είναι ελληνική επινόηση αλλά λειτουργική εγγύηση της διάκρισης των εξουσιών και της αυτονομίας του κοινοβουλίου. Η βουλευτική ασυλία δεν είναι προσωπικό προνόμιο των βουλευτών αλλά θεσμική / λειτουργική εγγύηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας συνυφασμένη με τον πολυκομματισμό και την ελεύθερη λειτουργία των αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Ακόμη και σε όσες χώρες είναι σαφής η διάκριση ανάμεσα στα κόμματα του συνταγματικού φάσματος και σε κόμματα που ενδέχεται να απαγορευθούν αν δεν έχουν ήδη απαγορευθεί, οι λειτουργικές εγγυήσεις της ελεύθερης εντολής του βουλευτή γίνονται σεβαστές .

Είναι χαρακτηριστικό ότι το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (  BVerfGE 134, 141 ) έκρινε το 2013 ότι είναι αντισυνταγματική, γιατί αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης εντολής και στις αρχές που διέπουν τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας,  η παρακολούθηση από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος των δραστηριοτήτων βουλευτή του κόμματος DΙΕ LINKE μέσω ανοικτών πηγών για την προστασία του πολιτεύματος. Η συγκέντρωση δηλαδή και η επεξεργασία στοιχείων από αγορεύσεις, ομιλίες, επαφές, εκδηλώσεις κλπ. Κατά μείζονα λόγο θα ήταν αντίθετη προς το Σύνταγμα η άρση του απορρήτου και η παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών βουλευτή και μάλιστα όχι για αόριστους λόγους εθνικής ασφάλειας αλλά για την προστασία της πολιτειακής τάξης η προσβολή της οποίας τυποποιείται ως έγκλημα.

Στην Ιταλία το άρθρο 68 του Συντάγματος προβλέπει τη βουλευτική ασυλία και με την όψη του ανεύθυνου και με την όψη του ακαταδίωκτου του βουλευτή. Το δεύτερο εδάφιο είναι σχεδόν ταυτόσημο με το άρθρο 62 του ελληνικού Συντάγματος. Ο σχετικός εκτελεστικός νόμος  (αριθμός 140 της 20ης Ιουνίου 2003 ) προβλέπει ρητά ότι για την υποκλοπή τηλεφωνικών συνομιλιών βουλευτή ή γερουσιαστή απαιτείται άδεια του κοινοβουλευτικού σώματος στην οποία ανήκει. Εξαίρεση προβλέπεται για τα αυτόφωρα κακουργήματα και την εκτέλεση αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων. Η νομολογία θεωρεί ότι η προστασία του άρθρου 68 καλύπτει και παρεμπίπτουσες παρακολουθήσεις, όταν δηλαδή ο βουλευτής ή γερουσιαστής συνομιλεί τηλεφωνικά  με κάποιον άλλο που τελεί υπό παρακολούθηση ( Cecilia Pannacciulli, Profili constituzionali delle intercettazioni di comunicazioni tra inadeguatezza del legislatore e discrezionalita’ del giudice, Riviera telematica juridica dell’  Associazione Italiana  dei Constituzionalisti, 17.7.2012 ).

Στο Ηνωμένο Βασίλειο που δεν διαθέτει τυπικό Σύνταγμα και αναπτύσσονται constitutional conventions είχε εγκαθιδρυθεί από το 1966 το λεγόμενο “Wilson Doctrine” από το όνομα του τότε πρωθυπουργού, σύμφωνα με το οποίο δεν παρακολουθούνται οι τηλεφωνικές επικοινωνίες βουλευτών ( Pat Strickland / Joanna Dawson/  Samantha Godec, The Wilson Doctrine, Briefing Paper Number 4258, 12 June 2017, House of Commons Library ). Μόλις το 2014 η τότε υπουργός Εσωτερικών Theresa May δήλωσε ότι δεν θεωρεί απόλυτη την απαγόρευση που βασιζόταν στην πρωθυπουργική δήλωση και οδηγία προς την αστυνομία του 1966. Με τον “The Investigatory Powers Act” του 2016 προβλέφθηκε ότι η παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών μελών του Κοινοβουλίου προϋποθέτει έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών, του Νομικού Συμβούλου της Κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού που αναλαμβάνουν ευθέως και προσωπικά την ευθύνη μιας αδικαιολόγητης παρακολούθησης. Αυτή αφορά πρωτίστως τη διερεύνηση εγκλημάτων και δευτερευόντως τη συλλογή πληροφοριών χωρίς να υπάρχει έγκλημα. Όπως είναι γνωστό, παρά την καθαρά δυαδική βρετανική αντίληψη και την παρεμβολή του Human Rights Act, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι κράτος μέρος της ΕΣΔΑ, δεσμεύεται από το άρθρο 8 και υπόκειται στον έλεγχο του ΕΔΔΑ. Η βρετανική νομοθεσία δεν νομίζω ότι  καλύπτει τα  κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ, παρότι η ανάληψη της ευθύνης από τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Εσωτερικών προσωπικά είναι μια σοβαρή πολιτική / θεσμική εγγύηση, πρακτικά πολύ σοβαρότερη της εισαγγελικής διάταξης που προβλέπεται στην ελληνική έννομη τάξη.

Ο αντικοινοβουλευτικός λαϊκισμός έχει τροφοδοτηθεί από την παράδοξη θεωρία ότι όλοι πρέπει να αντιμετωπίζονται με ίσο τρόπο προ του ενδεχομένου να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών τους για λόγους εθνικής ασφαλείας. Με τον ίδιο τρόπο και ο αλλοδαπός που μπορεί να ασκεί κατασκοπεία και οι βουλευτές, οι αρχηγοί των κομμάτων, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, η ΠτΔ. Ιδίως πολιτικά πρόσωπα που ασκούν κοινοβουλευτική ή εσωκομματική αντιπολίτευση έναντι της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας.

Κατά τη λογική του ισοπεδωτικού λαϊκισμού που με πάθος, στο όνομα δήθεν της ισότητας, προσπαθεί να δικαιολογήσει παράνομες υποκλοπές που διενεργούνται χωρίς τις εγγυήσεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ, δεν αναγνωρίζεται κανένας πρόσθετος φραγμός προκειμένου να μη παρεμποδίζεται η λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, η ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10 ΕΣΔΑ) δημοσιογράφων  ( Telegraaf Media Nederland Landelijke Media B.V. and Others v. the Netherlands §§ 84 επ., Fazil Ahmet c. Turquie §53 ) ή το επαγγελματικό απόρρητο δικηγόρων ( Michaud v. France §§172 επ., Kopp v. Switzerland §§73 επ.),  ιατρών, κληρικών και άλλων που αναγνωρίζεται κατά το άρθρο 371 ΠΚ.

Τελικά ήταν νόμιμη ή παράνομη η παρακολούθηση Ανδρουλάκη;
Αν όμως η παρακολούθηση Ανδρουλάκη ήταν νόμιμη γιατί ο Πρωθυπουργός και εποπτεύων της  ΕΥΠ  υπουργός, απέλυσε τον διοικητή της ΕΥΠ και οδήγησε σε παραίτηση τον στενότερο συνεργάτη του, τον  ΓΓ του Πρωθυπουργού; Απαντά ο ίδιος λέγοντας ότι η παρακολούθηση ήταν «τυπικά επαρκής, όμως πολιτικά μη αποδεκτή. Δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί, προκαλώντας ρωγμές στην εμπιστοσύνη των πολιτών στις Υπηρεσίες Εθνικής Ασφάλειας.»

Μια ενέργεια τυπικά επαρκής αλλά πολιτικά, δηλαδή επί της ουσίας, μη αποδεκτή, που δεν έπρεπε να έχει συμβεί, δεν είναι μια ενέργεια νόμιμη αλλά μια ενέργεια παράνομη. Είναι μια προσβολή του απορρήτου των επικοινωνιών ευρωβουλευτή, χωρίς να έχει γίνει ορθή στάθμιση, χωρίς νόμιμη αιτιολογία, χωρίς να συντρέχει πραγματικός λόγος εθνικής ασφάλειας. Μια ενέργεια που παραβίασε το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, τον ΧΘΔ και τον νόμο. Μια ενέργεια ποινικά κολάσιμη που επιπλέον γεννά αστική ευθύνη του δημοσίου και διεθνή ευθύνη του κράτους μέλους της ΕΣΔΑ και της ΕΕ.

Με βάση τα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ η παρακολούθηση Ανδρουλάκη ήταν παράνομη ανεξάρτητα από την πολιτική του ιδιότητα
Άλλωστε κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ η μυστική παρακολούθηση των επικοινωνιών ενός προσώπου μπορεί να δικαιολογηθεί κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ μόνο αν προβλέπεται από τον νόμο,  υπηρετεί ένα ή περισσότερους από τους θεμιτούς σκοπούς στους οποίους αναφέρεται η παρ. 2 του άρθρου 8  (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η «εθνική ασφάλεια»  που διαφοροποιείται από τη «δημόσια ασφάλεια» και την «προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων») και είναι «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, εν προκειμένω η προστασία της εθνικής ασφάλειας  (Roman Zakharov v. Russia [GC], § 227; Szabó and Vissy v. Hungary, § 54; Kennedy v. the United Kingdom, § 130).

Στις αποφάσεις Big Brother Watch and Others v. the United Kingdom (§§ 333-334) και  Roman Zakharov v. Russia (§§ 227-303)  το ΕΔΔΑ συνοψίζει τα κριτήρια του ως προς την υποχρέωση ο περιορισμός του απορρήτου της επικοινωνίας να διαθέτει το στοιχείο τη “lawfulness” (“quality of law”) και της αναγκαιότητας “necessity”) που διακλαδώνεται περαιτέρω σε επάρκεια και αποτελεσματικότητα  (adequacy and effectiveness ) των εγγυήσεων κατά της αυθαιρεσίας (arbitrariness) και του κινδύνου κατάχρησης ενός συστήματος μυστικής επιτήρησης (Association for European Integration and Human Rights and Ekimdzhiev v. Bulgaria).

Το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι  η  έννοια της προβλεψιμότητας ( “foreseeability”) του περιορισμού έχει  ιδιομορφίες  όταν πρόκειται για μυστική παρακολούθηση. Παρά ταύτα στην απόφαση  Roman Zakharov v. Russia ( &&302-303) , οι  ελλείψεις στην εθνική νομοθεσία  που διέπει τη μυστική παρακολούθηση των επικοινωνιών κινητής τηλεφωνίας κρίθηκε ότι συνιστούν  παραβίαση του άρθρου 8.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η θέση της νομολογίας του ΕΔΔΑ ως προς την ενημέρωση για την υποκλοπή τηλεφωνικών επικοινωνιών και την ύπαρξη αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος κατά το άρθρο 13 ΕΣΔΑ.  Αν και το γεγονός ότι τα πρόσωπα που θίγονται από μυστικά μέτρα παρακολούθησης δεν ειδοποιούνται μετά τη λήξη της παρακολούθησης δεν μπορεί από μόνο του να συνιστά παραβίαση του άρθρου 8, πρέπει να επιδιώκεται να ενημερωθούν μετά τη λήξη των μέτρων «μόλις μπορεί να πραγματοποιηθεί η ενημέρωση  χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο  ο σκοπός του περιορισμού» (Roman Zakharov v. Russia §§ 287-290· Cevat Özel v. Turkey, §§ 34-37).  Το ζήτημα της ενημέρωσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ύπαρξη αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος όπως επιτάσσει το άρθρο 13 ΕΣΔΑ  (Roman Zakharov v. Russia § 286). Συνεπώς η απόλυτη κατάργηση με το άρθρο 87 ν. 4799/2021 της αρμοδιότητας και άρα της δυνατότητας της ΑΔΑΕ να ενημερώνει, εκ των υστέρων, έστω υπό όρους και προϋποθέσεις, για παρακολουθήσεις που γίνονται για λόγους εθνικής ασφάλειας αντιβαίνει στα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ.

Επιπλέον το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι βασικό στοιχείο της διαφάνειας, της σοβαρότητας και της προβλεψιμότητας κάθε εθνικού συστήματος άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών είναι να παρακολουθείται ο δείκτης του ποσοστού απορρίψεων από τη δικαιοσύνη ή ανεξάρτητη αρχή  σε σχέση με τον συνολικό αριθμό αιτήσεων άρσης του απορρήτου που υποβάλλει η αρμόδια υπηρεσία ( Iordachi and Others v. Moldova §§ 51-52 ). Αυτό είναι ένα στοιχείο που πρέπει να γνωστοποιηθεί  προς την ΑΔΑΕ και προς την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.

Η πολιτική διαχείριση της υπόθεσης από τον Πρωθυπουργό μετά την αποκάλυψη της κινείται μέσα στο πλαίσιο του Συντάγματος και του νόμου;
Ας επιστρέψουμε τώρα στη συγκεκριμένη υπόθεση. Ο Πρωθυπουργός ως εποπτεύων της ΕΥΠ υπουργός θεώρησε δημόσια και επίσημα ότι ενήργησαν νομότυπα (με τυπική επάρκεια) αλλά με τρόπο πολιτικά απαράδεκτο και εσφαλμένο, δηλαδή προφανώς αναιτιολόγητο και χωρίς να γίνει σεβαστή η αρχή της αναλογικότητας, τόσο η ΕΥΠ που εισηγήθηκε την άρση του απορρήτου και παρακολούθησε επί μήνες τις επικοινωνίες του ευρωβουλευτή, όσο και η εισαγγελέας που ενέκρινε την εισήγηση της ΕΥΠ χωρίς να προβεί σε έλεγχο της συνδρομής των συνταγματικών και νόμιμων προϋποθέσεων. Η εισήγηση της υπηρεσίας δεν αρκεί να φέρει τις μονογραφές της υπηρεσιακής ιεραρχίας, πρέπει να  είναι αιτιολογημένη και βασικό στοιχείο της αιτιολογίας είναι η αναφορά του ονόματος και της ιδιότητας του προσώπου που αφορά.

Προφανώς ο Πρωθυπουργός τα στάθμισε εκ των υστέρων όλα αυτά γνωρίζοντας τον δήθεν λόγο εθνικής ασφάλειας που επικαλέστηκε η ΕΥΠ και αποδέχθηκε η εισαγγελέας. Γνωρίζοντας επιπλέον ότι από την επίμονη πολύμηνη παρακολούθηση δεν προέκυψε κάποιο στοιχείο που να μπορούσε να συσχετιστεί με λόγους εθνικής ασφάλειας. Αν ο Πρωθυπουργός προέβη σε τέτοιες δηλώσεις και επέβαλε τέτοιες κυρώσεις χωρίς να τα γνωρίζει όλα αυτά, τότε ενήργησε επιπόλαια παραβιάζοντας το Σύνταγμα και τον  νόμο  και υπονόμευσε  την αποστολή της ΕΥΠ. Επιπλέον προσέβαλε τη διάκριση των εξουσιών και τη δικαστική ανεξαρτησία, λειτουργική και προσωπική,  της συγκεκριμένης εισαγγελικής λειτουργού.

Ο Πρωθυπουργός,  αν η ΕΥΠ και η αρμόδια εισαγγελική λειτουργός ενήργησαν νομίμως ( όχι απλώς «νομοτύπως» )  για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν είχε την αρμοδιότητα να προβεί σε πολιτικές γενναιοδωρίες επειδή ο παρακολουθούμενος είναι προβεβλημένο πολιτικό πρόσωπο που κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης ήταν υποψήφιος αρχηγός του κόμματός του και όλως συμπτωματικώς η παρακολούθηση έληξε λίγες ημέρες μετά την εκλογή του ως αρχηγού.

Επιπλέον πού θεμελιώνεται νομικά η πρόσκληση προς τον Ν. Ανδρουλάκη να προσέλθει να ενημερωθεί από τον διοικητή της ΕΥΠ για τον λόγο που οδήγησε στην παρακολούθηση των επικοινωνιών του; Ο νόμος απαγορεύει πλέον ρητά στην ΑΔΑΕ να προβεί σε παρόμοια ενημέρωση. Ο νέος διοικητής της ΕΥΠ από πού γνωρίζει τον λόγο της παρακολούθησης; Παρέλαβε φάκελο και αν ναι, με τι περιεχόμενο; Θα παραβιάσει το υπηρεσιακό απόρρητο ενημερώνοντας τον στόχο της παρακολούθησης; Έχει αρθεί το απόρρητο και για άλλα πολιτικά πρόσωπα που πρέπει να κληθούν για ενημέρωση; Πολλαπλά αδιέξοδα λόγω ατελούς και αντιφατικής αντίληψης για το συνταγματικό και  νομοθετικό πλαίσιο.  Και επειδή το θεσμικό ατόπημα είναι μεγάλων διαστάσεων και δύσκολα διαχειρίσιμο.

Πού μπορεί να θεμελιωθεί η αυξημένη θωράκιση για το απόρρητο των επικοινωνιών των πολιτικών προσώπων που προτείνει ο Πρωθυπουργός;
Τώρα μάλιστα ο Πρωθυπουργός αναπτύσσει ενώπιον της Βουλής το αντιφατικό επιχείρημα ότι ουδείς εξαιρείται της δυνατότητας παρακολούθησης των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας, αλλά για τα δημόσια πρόσωπα πρέπει να υπάρχει αυξημένη θωράκιση!

Γιατί να υπάρχει αυξημένη θωράκιση, δηλαδή ειδική μεταχείριση, αν αυτό δεν το προβλέπει το Σύνταγμα; Δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητα μια τέτοια διαφοροποίηση ενώ συντρέχει λόγος εθνικής ασφάλειας; Ποιος είναι άλλωστε «δημόσιο πρόσωπο»; Οι βουλευτές; Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί; Η ΠτΔ; Οι δημοσιογράφοι; Οι δικηγόροι; Οι διάσημοι καλλιτέχνες; Οι επιχειρηματίες; Οι γνωστοί  γιατροί;

Για να απλουστεύσω τα ερωτήματα ας υποθέσω ότι ο Πρωθυπουργός εννοεί τα πολιτικά εν στενή εννοία πρόσωπα, τους βουλευτές, τους τυχόν εξωκοινοβουλευτικούς αρχηγούς κομμάτων και υπουργούς. Πού θα μπορούσε να θεμελιωθεί μια ειδική μεταχείριση; Ας πούμε στην ανάγκη ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού  πολιτεύματος. Ακόμη και με κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια; Ή η τυχόν συνδρομή λόγων εθνικής ασφάλειας θα ελέγχεται με μεγαλύτερη προσοχή και αυστηρότητα για τα πολιτικά πρόσωπα; Θα πρέπει να ενημερώνεται πριν ο Πρωθυπουργός και αυτός να εγκρίνει την υποβολή αιτήματος στο αρμόδιο δικαστικό όργανο; Με αιτιολογία; Και σε ποιο δικαστικό όργανο; Έναν εισαγγελέα με έγκριση και του εισαγγελέα εφετών; Ένα δικαστικό συμβούλιο;

Το Σύνταγμα έχει προβεί σε ιστορικές και θεσμικές σταθμίσεις για τις ανάγκες ομαλής λειτουργίας της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας  και έχει διαμορφώσει ειδικές λειτουργικές εγγυήσεις με τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 49, 61, 62 και 86. Δεν επιτρέπονται τώρα αυτοσχεδιασμοί με γενική επίκληση των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος όταν υπάρχουν σχετικές ειδικές διατάξεις.

Η παρ. 3 του άρθρου 61 για το βουλευτικό απόρρητο ανήκει στην κατηγορία των σχεδόν λησμονημένων διατάξεων. Εντάσσεται στη σφαίρα του ανεύθυνου του βουλευτή κατά την άσκηση των καθηκόντων του που δεν αφορούν μόνο όσα συντελούνται εντός του κοινοβουλίου αλλά ευρύτερα στο πλαίσιο της πολιτικής δραστηριότητας του βουλευτή. Επί του κλασικού ερωτήματος για το εύρος του ανεύθυνου της παρ.1 του άρθρου 61, η παρ. 3 δίνει ρητή απάντηση:  «O βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε». Οι πληροφορίες περιέρχονται στον βουλευτή ή δίνονται από αυτόν εκτός κοινοβουλίου και περιβάλλονται από απόρρητο. Ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας ούτε ποινική ευθύνη για τις πράξεις που σχετίζονται με την παροχή ή λήψη πληροφοριών κατά την άσκηση των καθηκόντων του προφανώς εκτός συνεδριάσεων της Βουλής και των επιτροπών της. Η δικαστική αρχή δεν δικαιούται να γνωρίσει τις πληροφορίες αυτές. Συνεπώς δεν μπορεί να τις αποκτήσει αίροντας το απόρρητο των επικοινωνιών του βουλευτή κατά το άρθρο 19 παρ.1 και μάλιστα για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το άρθρο 61 παρ.3 είναι ειδικότερη και κατισχύουσα ρύθμιση σε σχέση με το άρθρο 19 παρ. 3. Ούτως  ή άλλως ισχύουν οι εγγυήσεις του άρθρου 62 Σ.

Επαναλαμβάνω εδώ δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα που ανέφερα στη δημόσια συζήτηση.  Αν  βουλευτής εφάπτεται με υπάλληλο της ΕΥΠ που τον εφοδιάζει με πληροφορίες και στοιχεία για υποκλοπές, ο βουλευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία και καλύπτεται από το απόρρητο. Αν  βουλευτής εφάπτεται με πράκτορα ξένης μυστικής υπηρεσίας που τον εφοδιάζει με στοιχεία για ψεύδη της ελληνικής  κυβέρνησης  σε σχέση με την εξωτερική ή την αμυντική πολιτική, ο βουλευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία και καλύπτεται από το απόρρητο.

Αν η ΕΥΠ θέλει να παρακολουθήσει τις τηλεφωνικές συνομιλίες του βουλευτή αυτού για λόγους εθνικής ασφάλειας (που κατά την άποψη της είναι «προφανείς»), δεν μπορεί να το κάνει γιατί αν το έκανε θα εξουδετέρωνε την ειδική προνομιακή προστασία του βουλευτικού απορρήτου. Θα καταστρατηγούσε το ρητό συνταγματικό δικαίωμα του βουλευτή να μη αποκαλύψει τις πηγές του και τους συνομιλητές του.

Εφόσον η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου βουλευτή για τη διερεύνηση σοβαρού εγκλήματος υπακούει στους περιορισμούς των άρθρων 61 και 62, στους ίδιους περιορισμούς εμπίπτει και ο ποινικού (για τους λίγους που  μόλις παραπάνω ανέφερα ) χαρακτήρα περιορισμός του τηλεφωνικού απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Το δε ρητορικό επιχείρημα πώς θα μπορούσαν να έχουν παρακολουθηθεί οι τηλεφωνικές επικοινωνίες των βουλευτών της Χρυσής Αυγής είναι προφανές ότι βασίζεται σε άγνοια των πραγματικών και δικανικών δεδομένων. Στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής μετά την τραγική δολοφονία Φύσσα, υπήρχε αυτόφωρο κακούργημα, δεν απαιτείτο άδεια της Βουλής για την άρση του βουλευτικού ακαταδίωκτου, η δικαιοσύνη όφειλε να ενεργήσει αμέσως, όπως και έκανε. Δεν είχαν τεθεί οι βουλευτές της ΧΑ υπό προηγούμενη παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας. Εκ των υστέρων ήρθη η προστασία των εξωτερικών στοιχείων των τηλεφωνικών συνομιλιών που είχαν κάνει μεταξύ τους οι εμπλεκόμενοι ανάμεσά τους και βουλευτές.

Τα άρθρα 61 και 62 Συντ. δεν θεσπίζουν, όπως ήδη τονίστηκε, προσωπικά προνόμια του βουλευτή και ευρωβουλευτή (κατ´επέκταση του πρωθυπουργού και των υπουργών ως βουλευτών ) αλλά θεσμική εγγύηση της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος. Συναφής  είναι η διάταξη του άρθρου 49 παρ.1 εδ. β΄ για τον ΠτΔ και του άρθρου 86 για την ποινική ευθύνη των υπουργών. Αλλιώς οδηγούμαστε σε absurdum. Τι  νόημα έχει ο κοινοβουλευτικός έλεγχος επί της ΕΥΠ μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, αν η ΕΥΠ μπορεί να παρακολουθεί τα μέλη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας; Ή μήπως μπορεί τώρα η ΕΥΠ να παρακολουθεί και τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής που συγκροτήθηκε  για να ελέγχει τυχόν διαρροές από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις που μπορεί κατά τη γνώμη της ελεγχόμενης υπηρεσίας να θιγούν την εθνική ασφάλεια;

Ακόμη όμως και αν υποθέσουμε ότι δεν ισχύει το πλέγμα των άρθρων 49, 61 παρ. 3, 62 και 86 ως προς την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των παραπάνω πολιτικών προσώπων και ότι όλο το πολιτικό και πολιτειακό προσωπικό της χώρας μπορεί να παρακολουθείται  από την ΕΥΠ με έγκριση δυο εισαγγελικών λειτουργών, ισχύουν οι αυστηρές προϋποθέσεις που έχει επεξεργαστεί η εκτεταμένη νομολογία του ΕΔΔΑ για κάθε πρόσωπο.

Ακόμη και αν δεχθούμε ότι ο βουλευτής, ο υπουργός, ο πρωθυπουργός, η ΠτΔ, δεν έχει την ειδική μεταχείριση που η νομολογία του ΕΔΔΑ αναγνωρίζει σε δικηγόρους και δημοσιογράφους και πάλι υπάρχει το αυστηρό πλέγμα των κριτηρίων που έχει επιβάλλει το ΕΔΔΑ ερμηνεύοντας το άρθρο 8 ΕΣΔΑ και στα οποία αναφερθήκαμε.

Συμπέρασμα
Συνεπώς η παρακολούθηση Ανδρουλάκη ήταν παράνομη λόγω της ιδιότητάς του ως ευρωβουλευτή αλλά και ανεξαρτήτως αυτής γιατί  δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ που αφορούν το απόρρητο των επικοινωνιών κάθε προσώπου. Η παρακολούθηση Ανδρουλάκη εξακολουθεί  να είναι παράνομη γιατί δεν υπάρχει νόμιμη και τυπική  διαδικασία εκ των υστέρων ενημέρωσής του και δεν του διασφαλίζεται αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα  για τον έλεγχο της νομιμότητας της παρακολούθησης.

Η πολιτική, ex bono, πρόσκλησή του από τον Πρωθυπουργό να προσέλθει στον διοικητή της ΕΥΠ για να ενημερωθεί δεν έχει νομοθετικό έρεισμα και δείχνει ότι το όλο σύστημα λειτουργεί χωρίς κανόνες και εγγυήσεις, ως χύδην φορτίο πληροφοριών, παρακολουθήσεων και προσβολών των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Τέλος, η νομοθετική πρόβλεψη αυξημένων εγγυήσεων για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, όπως ορίσαμε την έννοια, μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στα άρθρα 61 παρ. 3 και 62  και συμπληρωματικά στα άρθρα 49 και 86 Σ. Η θεμελίωσή της γενικά στον δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, στη συνταγματική θέση του ΠτΔ, της Κυβέρνησης, των  βουλευτών και των κομμάτων, παρακάμπτει τη σχέση μεταξύ γενικής και ειδικής διάταξης και τη σχέση μεταξύ αφενός οργανωτικών βάσεων και γενικών αρχών αφετέρου δε επιμέρους συνταγματικών διατάξεων. Η κατάληξη άλλωστε μιας προσέγγισης που αγνοεί παραδοσιακές και πάγιες ειδικές συνταγματικές διατάξεις για να αναχθεί μόνο στις  οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος ή στους γενικούς κανόνες ερμηνείας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που θεσπίζουν περιορισμούς των περιορισμών τους ιδίως υπό τη μορφή της αρχής της αναλογικότητας, πρακτικά θα κατέληγε είτε σε σταθμίσεις όμοιες με αυτές των ειδικών διατάξεων είτε σε παραβίαση του Συντάγματος. –

Βιβλιογραφική σημείωση:

Πέραν των αναφορών στη νομολογία και λιτών αναφορών στη βιβλιογραφία που γίνονται εντός κειμένου, σύνοψη του θεωρητικού προβληματισμού και των πορισμάτων της νομολογίας καθώς και καταγραφή της βιβλιογραφίας  για το άρθρο 19 παρ.1 βρίσκεται στο σχόλιο του Ν. Παπαδοπούλου υπό το άρθρο 19, στο : Φ. Σπυρόπουλος / Ξ. Κοντιάδης / Χ. Ανθόπουλος / Γ. Γεραπετρίτης ( επιμ.), Σύνταγμα . Κατ´άρθρο ερμηνεία, 2017, σελ.469 επ.

Από την πρόσφατη επιστημονική  συζήτηση :

Αικ. Παπανικολάου, Περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης, απόρρητης επικοινωνίας: επίκαιρες σκέψεις για ένα διαχρονικό δίλημμα,  www.constitutionalism.gr

Αικ. Παπανικολάου, Άρση του επικοινωνιακού απορρήτου και υποχρέωση γνωστοποίησης: ένα δικαιοκρατικό ζήτημα σε εκκρεμότητα», Επιθεώρηση Δημόσιας Διοίκησης, 2022

Αικ. Παπανικολάου, Επικοινωνιακό απόρρητο: προβληματισμοί για τη διασφάλιση ενός κλασικού δικαιώματος στο πεδίο των σύγχρονων κατασκοπευτικών λογισμικών, Σyntagmawatch.gr , 31.8.2022

Χ. Ράμμος / Σ.Γκρίτζαλης/ Αικ. Παπανικολάου ,  Αντίθεση του άρθρου 87 Ν. 4790/2021 προς τις εγγυήσεις της ΕΣΔΑ για διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών», www.constitutionalism.gr

Γ. Τασόπουλος, Ο κούφιος πυρήνας του δικαιώματος για το απόρρητο της επικοινωνίας και η εθνική ασφάλεια , e-POLITEIA, τ. 3, σελ. 340 – διαθέσιμο in 340-359-MELETES-1-1.pdf (epoliteia.gr)

Επίσης επισκόπηση των ρυθμίσεων της ελληνικής έννομης τάξης για το απόρρητο των επικοινωνιών: Anna Maria Piskopani, National intelligence authorities and surveillance in the EU: Fundamental rights safeguards and remedies, GREECE, Version of 24 October 2014 ως τμήμα της πανευρωπαϊκής έρευνας του FRA της ΕΕ με τον  τίτλο «National intelligence authorities and surveillance in the EU: Fundamental rights safeguards and remedies» που βρίσκεται αναρτημένη στην ιστοσελίδα του FRA.

Για το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, από την ελληνική βιβλιογραφία, Μ. Καραβίας, σε : Λ.- Α. Σισιλιάνος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ερμηνεία κατ´άρθρο, 2η  έκδοση, 2017, σελ. 367 επ.  και Γρ. Τσόλιας , σε: Ι. Σαρμάς / Ξ.Κοντιάδης / Χ.Ανθόπουλος, ΕΣΔΑ, κατ´άρθρο ερμηνεία, 2021, σελ. 506 επ.

Ι. Σαρμάς, Ξ. , Χ. Ανθόπουλος Κατ’ άρθρο ερμηνεία, (σελ. 5-23, , 2021).

Επίσημη σύνοψη της νομολογίας για το άρθρο 8 ΕΣΔΑ  σε : European Court of Human Rights / Cour Européenne  des Droits de l’ Homme,  Guide on Article 8, of the European Convention on Human Rights. Right to respect for private and family life, home and correspondence, Updated on 31 August 2021

Για τα άρθρα 61 και 62 Σ., Ευ. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Νέα έκδοση, 2021, 488 επ. . Επίσης τα  σχόλια  του Γ. Καραβοκύρη, υπό τα άρθρα 61 και 62, στο Φ. Σπυρόπουλος κ.α ( επιμ), ο.π, σελ 1071 επ.

Η συνέχεια εδω. 

ΔΗΜΟΦΙΛΗ