Περιγράφει ο Μιχάλης Ραμπίδης
Πτολεμαΐδα 3 Σεπτεμβρίου 2022
Προσωνύμιο «ο δάσκαλος», το όνομά του Αναστάσιος-Τάσος Μακρίδης, γέννημα θρέμμα Πτολεμαιδιώτης. Χόρεψε σαν αερικό το ζεϊμπέκικο, άφησε ανάγλυφο το σημάδι των παπουτσιών του στις λαϊκές πίστες των κέντρων διασκέδασης, με τη στάμπα 3άλφα που αποτύπωνε το μέγεθος της χορευτικής και όχι μόνο ποιότητάς του.
Περιστοιχισμένος από συγγενείς και φίλους μεσημεράκι στο καλομεζέδικο ουζερί ΜΠΙΖ-ΜΠΙΖΕ στη γειτονιά του στο «πέτρινο» σχολείο, σε μια τσιπουροπαρέα (όχι ο δάσκαλος πίνει το αγαπημένο του ουίσκι), αναπολεί και αφηγείται με περηφάνεια τα περπατήματά του, με έναν καθαρό και λιτό λόγο.
Οι γονείς του ήρθαν από την Θέρσα της Τραπεζούντας του Πόντου το 1918. Παιδί προσφύγων γεννημένο στην Πτολεμαΐδα το 1933 βίωσε πολέμους και φτώχεια. Νεαρό παλικάρι κατατάχθηκε στη σχολή μονίμων υπαξιωματικών Πάτρας. Ο μαυροσκούφης Τάσος υπηρέτησε για εννέα (9) χρόνια τον ελληνικό στρατό, στα Τ/Θ. Μετά την αποστράτευσή του εργάσθηκε για 20 χρόνια στη Βιομηχανία Λιπασμάτων (ΑΕΒΑΛ), εκεί ολοκλήρωσε τον εργασιακό του βίο.
Στη Ζίχνη Σερρών όπου υπηρετούσε γνώρισε και αγάπησε την όμορφη Πελαγία, στην οποία ήθελε να βάλει στεφάνι αλλά του το απαγόρευε ο στρατός, έτσι ήταν τότε. Ο Τάσος ήθελε να κάνει οικογένεια, παραιτήθηκε και την παντρεύτηκε. Απέκτησε μαζί της δυο κόρες και έναν γιό. Ο Θεός τον αξίωσε να δει δέκα (10) εγγόνια και έξι (6) δισέγγονα! Είναι η χαρά της ζωής μου λέει σήμερα!
Θυμάται τα μεγάλα γλέντια σε πολλά μέρη, στο Μενίδι, στις Σέρρες, στην Πτολεμαΐδα με νοσταλγία!
Από το φιλόξενο σαλόνι με την πλούσια κάβα ποτών και εδεσμάτων στο πάρκινγκ αυτοκινήτων που διατηρούσε στην Πτολεμαΐδα, περνούσαν σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες. Ο «δάσκαλος» πέρα από τη φιλοξενία, τους πληροφορούσε για την νυκτερινή ζωή της πόλης μας που ήταν σε μεγάλη ακμή τότε και τους εξασφάλιζε καλές παρέες με «ταληράδες» όπως ονόμαζε τους παραλήδες.
Ένας από τους καλλιτέχνες επισκέπτες της πόλης μας ήταν και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τον οποίον γνώριζε από την Αθήνα, στον κέντρο «Φωλιά» που τραγουδούσε. «Τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο και μου λέει εσύ τι γυρεύεις εδώ; Τον κάλεσα για φαγητό και του εξήγησα. Το βράδυ στο κέντρο που τραγούδησε, μαζί με τον Γιώργο τον ταληρά κάναμε μεγάλη κατάσταση. Μου αφιέρωσε το τραγούδι μου «Αντιλαλούνε οι φυλακές» και το τίμησα με ένα ζεϊμπέκικο ψυχής. Στις στροφές του χορού τα πόδια μου δεν πατούσαν στην πίστα και οι σαμπάνιες έρρεαν».
Μια άλλη φορά θυμάται ήρθε ο Βασίλης Τσιτσάνης να τραγουδήσει στο κιν/φο «ΖΩΡΖ». «Είχε τις ανάγκες του ο άνθρωπος, ήθελε να φουμάρει ένα «τσιγαράκι» πριν βγει στην πίστα. Έλα όμως που δεν βρίσκανε στα περίπτερα …. Στέλνουν τον «μαντράχαλο» τον ταξιτζή και με βρίσκει στο γλέντι ενός γάμου. Δεν μπορούσα να αφήσω τον Τσιτσάνη στερημένο, του το βρήκα, έφυγε σφεντόνα ο μαντράχαλος, πήρε τις ανάσες του ο Βασίλης και άρχισε το τραγούδι»!
Θυμάται: «Στο κέντρο «ΓΟΡΓΟΝΑ» τραγουδούσε μια πανέμορφη τραγουδίστρια η Αννίτα. Πρώτο τραπέζι πίστα με τον Γιώργο τον ταληρά σεκλετίσαμε. Παραγγελιά «αντιλαλούνε οι φυλακές», μαγικός χορός ζεϊμπέκικο και μετά σαμπάνιες, πολλές φιάλες σαμπάνια. Σχημάτιζαν μια καρδούλα στην πίστα τα μπουκάλια και στην μέση τον όνομά της, ΑΝΙΤΑ με ένα Ν. Μας το σφυρίζει κάποιος από δίπλα ότι το
ΑΝΝΙΤΑ γράφεται με δυο Ν. Μου λέει ο Γιώργος, άστο δάσκαλε, θα μας κοστίσει ακόμα ένα κασόνι σαμπάνιες. Ατέλειωτες ιστορίες, όμορφα γλέντια βασανιστικά. Δεν υπάρχει πιο κουραστικό από το ένα γλέντι να πας στο άλλο!». Χίλιες και μια περιπέτειες σαν παραμύθι!
Ο «ΔΑΣΚΑΛΟΣ» ένας πραγματικός ΜΑΓΚΑΣ που το στροβίλισμά του στην πίστα ξεχείλιζε χάρη, αρχοντιά και μπεσαλίκι, χαρακτηριστικά που τον έκαναν να εμπνέει τον σεβασμό στα κουτσαβάκια της εποχής και την εκτίμηση μαζί με την απέραντη αγάπη σε όλους γύρο του. Να ζεις δάσκαλε !!!