Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Η Τουρκία, τούτες τις μέρες, γιορτάζει την «νίκη» της επί της Ελλάδας στην Μικρά Ασία το 1922.
Αποτελεί τούτο το γεγονός, μια σταθερά στην γενικότερη πολεμική ρητορεία και προπαγάνδα της Χώρας αυτής κατά την Ελλάδας, μια σταθερά, που εστιάζει στην τελική κατάληξη ενός πολέμου, που θεωρείται νικηφόρος για την Τουρκία και μια ήττα για τα ελληνικά όπλα.
Ασφαλώς, το παραπάνω αφήγημα αποτελεί μια παραχάραξη εκ μέρους Τουρκίας της Ιστορίας της περιόδου εκείνης (1919-1922), κάτι άλλωστε που δεν μπορεί να μας εκπλήσσει, αφού τόσο οι βόρειοι όσο και ο εξ ανατολών γείτονάς μας, έχουν αναγάγει σε πραγματική επιστήμη την σε βάρος της Χώρας μας διαχρονική παραχάραξη της Ιστορίας, μια παραχάραξη που φτάνει ίσαμε την αρχαιότητα, όταν σχεδόν το σύνολο των γειτόνων μας, εκεί στις ασιατικές στέπες που κατοικούσαν, δεν γνώριζαν ίσως καν την ύπαρξη του ελληνικού κόσμου της περιόδου εκείνης και την ευρωπαϊκή απόληξη της μεγάλης ασιατικής ηπείρου.
Αυτό που γιορτάζουν οι Τούρκοι τις μέρες τούτες, για να επανέλθουμε στο θέμα του άρθρου μας, ότι δηλαδή μας «είχαν ρίξει στη θάλασσα», απειλώντας μας, πως το ίδιο θα κάνουν και σήμερα αν παραστεί ανάγκη, το είπαμε ήδη, δεν είναι παρά η απόληξη μιας σειράς γεγονότων, που όταν ληφθούν υπόψη, αν δεν αναιρεί πλήρως, οπωσδήποτε μετριάζει σε μεγάλο βαθμό την «αίγλη» της τουρκικής «νίκης».
Διότι η «νίκη» αυτή, ΔΕΝ αποτελεί κατάκτηση των Τούρκων του Κεμάλ Ατατούρκ, το ηγετικό μέγεθος του οποίου, πάντως, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, μα προϊόν μιας άνευ προηγουμένου ως προς το περιεχόμενο και το μέγεθός της προδοσίας των συμμάχων μας Μεγάλων Δυνάμεων εκείνης της εποχής (κυρίως Γαλλίας και Ιταλίας), την πλήρη αδιαφορία των ΗΠΑ και την όπως πάντα ταλαντούχα ως προς την ευελιξία της Βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία δεν φείδονταν καλών υποστηρικτικών λόγων και ενίοτε (διπλωματικών κυρίως) ενεργειών προς την Ελλάδα, όχι βέβαια πάντοτε, αλλά, μέχρις εκεί. Όμως, την πισώπλατη προδοτική μαχαιριά η Ελλάδας την έλαβε κυρίως από την Ιταλία και την Γαλλία.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, πως όταν ο ελληνικός στρατός, πήγε στην Μικρά Ασία το 1919, πήγε ως εντολοδόχος των τότε Μεγάλων Δυνάμεων (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, με τις ΗΠΑ πολύ σύντομα μα αποσύρουν το όποιο ενδιαφέρον τους για τα τεκταινόμενα στην περιοχή αυτή της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), προκειμένου να επιβάλλει τους όρους ειρήνης στην οθωμανική σουλτανική κυβέρνηση. Σχεδόν άμεσα, εμφανίστηκε το κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ, και στην ουσία, από το 1919 και μετά, είχαμε δύο κυβερνήσεις : την «επίσημη» του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, και την παράνομη του Κεμάλ Ατατούρκ στην Άγκυρα, με τον τελευταίο κατ’ αρχάς να μην αμφισβητεί τον σουλτάνο, «απλώς» τον θεωρούσε ουσιαστικά αιχμάλωτο των ξένων Δυνάμεων που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Πολύ σύντομα δε, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχαν καμία αμφιβολία για το στα χέρια ποιου βρίσκονταν η πραγματική εξουσία, και τα χέρια αυτά ήταν του Κεμάλ Ατατουρκ.
Η Γαλλία και η Ιταλία, κυρίως αυτές, πολύ σύντομα, άρχισαν να έχουν συνεννοήσεις και επαφές με τον «αποστάτη» Κεμάλ και το κυριότερο, άρχισαν να τον ενισχύουν και οικονομικά και με στρατιωτικά μέσα, (κάτι που αρχικά γίνονταν κυρίως από την νεοσύστατη τότε ΕΣΣΔ, η οποία δεν λησμόνησε τη συμμετοχή των Ελλήνων, λίγο καιρό πριν στον εναντίον της πόλεμο στην Κριμαία εκ μέρους των Δυτικών Δυνάμεων -Γαλλία, Ελλάδα και Πολωνία), ενώ παράλληλα, για ικανό χρονικό διάστημα αμέσως μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία (περιοχή Σμύρνης αρχικά), ουσιαστικά είχε απαγορευθεί σ’αυτόν να επιδοθεί σε προσπάθειες συντριβής των υπολειμμάτων του τουρκικού στρατού, κάτι που λογικά θα έπρεπε, εξ αρχής, να αποτελεί τον κύριο στρατηγικό του στόχο. Τότε δηλαδή, που οι δυνάμεις του Κεμάλ (συγκροτούμενες από κακώς εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες μονάδες και πολλούς ατάκτους) σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να απειλήσουν τον ελληνικό στρατό, και ο οποίος, αν αφήνονταν τότε, ασφαλώς και ήταν σε θέση να απωθήσει τον Κεμάλ στην ανατολική Τουρκία καταστρέφοντας κάθε τι που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τις δυνάμεις του, ενώ την ίδια στιγμή, ολοένα και πιο ξεκάθαρα οι Μεγάλες Δυνάμεις (επαναλαμβάνουμε : κυρίως Γαλλία και Ιταλία), άρχισαν να ευνοούν με συνεχώς εντεινόμενους ρυθμούς την Τουρκία του Κεμάλ Ατατούρκ σε βάρος της συμμάχου τους Ελλάδα, ακόμα και σε σχέση με ό,τι είχε να κάνει με τα δικαιώματα που οι ίδιες της είχαν αναγνωρίσει με την Συνθήκη των Σεβρών στην περιοχή της Ιωνίας στην Μικρά Ασία και όχι μόνο.
Γαλλία και Ιταλία, πρόδωσαν τη σύμμαχό τους Ελλάδα ευνοώντας τον τυπικά και δικό τους εχθρό Κεμάλ, την Ελλάδα η οποία με εντολή των Μεγάλων Δυνάμεων πήγε στην Μικρά Ασία για να επιβάλλει με το αίμα των παιδιών της τους όρους τη Συνθήκης Ειρήνης αγωνιζόμενη με τον «εκτός νόμου» Μουσταφά Κεμάλ (να μη ξεχνάμε πως νόμιμη κυβέρνηση ήταν αυτή του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη).
Βεβαίως δεν πρόκειται εδώ να υποστηρίξουμε πως και εκ μέρους της Ελλάδας δεν έγιναν λάθη σοβαρά που κι αυτά συνέβαλαν στην τραγική εξέλιξη των πραγμάτων. Λάθη κυρίως πολιτικά και διπλωματικά, που είχαν να κάνουν βασικά με το γεγονός, πως το παιχνίδι της μεταστροφής του «παιχνιδιού» των Μεγάλων (με πρωτοστάτες τη Γαλλία και Ιταλία), οδηγούσε αναπόφευκτα και στην στρατιωτική ήττα. Όμως, εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο, 1919-1922, ουσιαστικά τα «νήματα» των εξελίξεων βρίσκονταν από τη πρώτη ως την τελευταία στιγμή στα χέρια των «συμμάχων» μας με την Ελλάδα, να έχει, περιορισμένο ρόλο στη διαχείριση των εξελίξεων αυτών, ακόμη και των στρατιωτικών, κυρίως κατά το κρίσιμο πρώτο έτος (1919 έως και μετά το καλοκαίρι του 1920). Ούτε είναι πειστικό το επιχείρημα όλων εκείνων, που «βλέπουν» την «μεταστροφή» των Μεγάλων Δυνάμεων έναντι της Ελλάδας μετά την επιστροφή του ουδετερόφιλου (κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και γερμανόφιλου Κωνσταντίνου στον θρόνο της Ελλάδας, διότι ουσιαστικά αυτή η μεταστροφή (ενδείξεις της οποίας υπήρχαν και πριν την επιστροφή του Κωνσταντίνου) είχε τις ρίζες της στα γενικότερα γεωστρατηγικά συμφέροντα (π.χ., υπήρχαν στην Τουρκία ισχυρά εγκαθιδρυμένα οικονομικά συμφέροντα της Γαλλίας ήδη πριν το 1919, ενώ η Βρετανία ενδιαφέρονταν ζωηρά τόσο για το καθεστώς των Στενών, όσο και για τα πετρέλαια της Μοσούλης, κ.λπ.) και τις σημαντικές αντιθέσεις συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις κτήσεις της στην Εγγύς Ανατολή και Βόρεια Αφρική, και όχι στην επιστροφή του Κωνσταντίνου στον ελληνικό θρόνο που αποτέλεσε την αφορμή για την εκδήλωση της μεταστροφής τους έναντι της Ελλάδας και όχι την αιτία. Εξάλλου, πόσο πειστικό είναι το επιχείρημα να είσαι εναντίον ενός ηγέτη μιας Χώρας (Ελλάδα) που επεδίωκε την ουδετερότητα στον πόλεμο, και να συνεργάζεσαι με τον ηγέτη (Κεμάλ) μιας «εχθρικής» Χώρας, που ήταν ενεργά (πολεμικά) ενταγμένη στον συνασπισμό των Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία κ.λπ.) εναντίον της Αντάντ;
Οφείλουμε να αντλούμε τα αναγκαία διδάγματα από την Ιστορία. Οι αναφορές για το Διεθνές Δίκαιο και την «σωστή πλευρά της Ιστορίας», δυστυχώς, ενίοτε δεν αποτελούν παρά φληναφήματα. Στις Διεθνείς Σχέσεις, ας αναμασήσουμε το χιλιοειπωμένο πια, δεν υπάρχουν φιλίες μεταξύ κρατών και κυβερνήσεων, υπάρχουν μονάχα (εθνικά) συμφέροντα. Και είναι αυτές οι διαφοροποιήσεις των εθνικών συμφερόντων, που οδηγούν ενίοτε ταυτόσημες καταστάσεις πραγμάτων, να αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Αρκεί κανείς να δει τις εμφανείς και έντονες ομοιότητες στον ρωσικό και τουρκικό αναθεωρητισμό, αλλά, παρά ταύτα η Δύση να ερμηνεύει τον καθένα τους με διαφορετικά μέτρα και σταθμά και ασφαλώς κάνοντας ακροβασίες σε ζητήματα ερμηνείας του Διεθνούς Δικαίου. Τότε, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα βρέθηκε με το «Διεθνές Δίκαιο» στο χέρι και να στέκεται στην «σωστή πλευρά της ιστορίας», όμως, ήταν η Τουρκία, που παρόλο που συμμετείχε (ως η «καρδιά και ο νους» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) στην «λάθος πλευρά» της ιστορίας και εναντίον του Διεθνούς Δικαίου, εν τούτοις, έλαβε πολύ περισσότερα ανταλλάγματα απ’ ό,τι η Ελλάδα, και για να ακριβολογούμε, η Ελλάδα ό,τι έχασε εξ κείνων που η Συνθήκη των Σεβρών της αναγνώριζε, το έχασε για να το λάβει η Τουρκία και μάλιστα από τα χέρια των συμμάχων της Ελλάδας.
Στον τίτλο του άρθρου, σημειώνουμε ότι θα γίνει και κάποια αναφορά για κάποιου είδους αναλογία μεταξύ του 1922 και του σήμερα (2022).
Σήμερα, και πάλι, βρισκόμαστε μπρος σε μια ένταση στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με την τελευταία να μας υπενθυμίζει συνεχώς το 1922.
Υπάρχει κάποια αναλογία του τότε με το σήμερα;
Θα έλεγα πως ναι, υπάρχει : όπως τότε, έτσι και σήμερα, τουλάχιστον η Ελλάδα, διατείνεται πως η Τουρκία με τον αναθεωρητισμό που δείχνει, επιδιώκοντας την ανασύσταση τμήματος τουλάχιστον της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και πάλι, όπως το 1919-1922 ήταν η Ελλάδα ο «κύριος» εχθρός της αφού εναντίον της πολεμούσε στην Μικρά Ασία, όσο και αν η Ελλάδα βρίσκονταν εκεί με εντολή των Μεγάλων Δυνάμεων για συγκεκριμένους λόγους (επιβολή των όρων ειρήνης), έτσι και σήμερα, από όλα τα όμορα Κράτη (με εξαίρεση την Συρία), είναι η Ελλάδα που έχει στοχοποιηθεί στην επιθετική ρητορική της Τουρκίας και εναντίον της οποίας στρέφει το μένος της. Κι όπως τότε, ήταν η τότε Ρωσία (η ΕΣΣΔ) που πρώτη έσπευσε να ενισχύσει τον Κεμάλ εναντίον της ελληνικής στρατιάς στη Μικρά Ασία, έτσι και σήμερα, η Ρωσία, και πάλι, βρίσκεται στο πλευρό της Τουρκίας σε σχέση με την Ελλάδα την οποία θεωρεί «εχθρική χώρα». Κι όπως τότε, έτσι και σήμερα, η Ελλάδα αναμφισβήτητα μπορεί να υποστηρίζει πως βρίσκεται με το «Διεθνές Δίκαιο» και στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», όμως, όπως τότε έτσι και σήμερα, ουσιαστικά η Τουρκία σε τίποτα δεν φαίνεται να απειλείται ουσιαστικά (τουλάχιστον στα σοβαρά) από το γεγονός ότι βρίσκεται εκτός Διεθνούς Δικαίου (τουλάχιστον σε σχέση με τα όσα διεκδικεί σε βάρος της Ελλάδας) αλλά και στην «λάθος πλευρά της Ιστορίας» σε σχέση με τη στάση της στον ουκρανικό πόλεμο, για να μην αναφερθώ στην σιωπή για το ζήτημα της κατοχής της βόρειας Κύπρου από τον τουρκικό στρατό. Και πάλι όμως, κυρίως εδώ στην Ευρώπη, η Τουρκία δεν φαίνεται, παρά τα ανωτέρω, να στερείται συμπαθειών ακόμα και μεταξύ ισχυρών και μεγάλων ευρωπαϊκών Κρατών. Βέβαια με την Γαλλία έχει τρεχόντως κάποιες «προστριβές», μένει όμως να δούμε την τελική τους κατάληξη και μορφή. Κι όπως το 1919-1922 τόσο ο Βενιζέλος όσο και οι κυβερνήσεις που τον διαδέχθηκαν μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου (Νοέμβριος 1920), υπερεκτίμησαν την (βασικά διπλωματική) υποστήριξη της Βρετανίας, αφού ήδη Γαλλία και Ιταλία ουσιαστικά μας είχαν εγκαταλείψει, έτσι και σήμερα, ίσως κάποιοι να υπερεκτιμούν την υποστήριξη που θα λάβουμε από τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο μεγαλύτερο τμήμα τους ταυτίζονται) αν και όταν χρειαστεί σε μια ενδεχόμενη πολεμική μας σύγκρουση με την Τουρκία, υποστήριξη που ενδεχομένως να μην είναι παρά μονάχα ηθική και διπλωματική και τίποτα παραπέρα, αν δεν προκριθεί ΤΕΛΙΚΩΣ η στρατηγική των «ίσων αποστάσεων», μιας και η Τουρκία, έχει πολύ μεγάλο ειδικό γεωστρατηγικό μα και οικονομικό βάρος τόσο για το ΝΑΤΟ όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση (της οποίας οι ισχυρότερες μεγάλες οικονομίες έχουν ισχυρά εγκαθιδρυμένα συμφέροντα στη Χώρα αυτή), και ουδείς, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, θα επιθυμούσε να την δει να πέφτει στην αγκαλιά της Ρωσίας (και την ίδια στιγμή της Κίνας και του Ιράν, μα και της Ινδίας). Η Τουρκία έχει γεωστρατηγική βαρύτητα για το ΝΑΤΟ, όχι μονάχα σε ό,τι αφορά Νοτιοανατολική του πτέρυγα, μα και ολόκληρη την Εγγύς Ανατολή και την Κεντρική Ασία (κι ακόμα την βόρεια Αφρική). Τυχόν απώλεια της Τουρκίας για τη Δύση, θα οδηγούσε αποσταθεροποίηση όλης της παραπάνω γεωγραφικής περιοχής, κι αυτό οφείλουμε να το γνωρίζουμε, όταν μιλάμε για την υποστήριξη της Δύσης προς την Ελλάδα σε περίπτωση συγκρούσεως με την Τουρκία, απλά διότι θα έχουμε με το μέρος μας το «Δίκαιο». Και το 1922 είχαμε το «Δίκαιο» με το μέρος μας, όμως, εμείς μείναμε με το κείμενο του «Δικαίου» ενώ η Τουρκία, έλαβε όσα θα όφειλε να έχει απωλέσει ακριβώς με βάση αυτό το «Δίκαιο», και μάλιστα από το ίδιο «δικαστήριο» που είχε αναγνωρίσει στην Ελλάδα να λάβει ό,τι τελικώς της αφαιρέθηκε για να δοθεί στην Τουρκία. Αυτή είναι η τουρκική «νίκη» του 1922.
Εν κατακλείδι : το 1922, η Ελλάδα υπέστη μια καταστροφή σε μεγάλο βαθμό αν όχι κυρίως λόγω της προδοτικής στάσης των συμμάχων της Μεγάλων Δυνάμεων μα και της δικής μας εθελοτυφλίας να δούμε έγκαιρα την θετική μεταστροφή της θέσης των Δυνάμεων αυτών έναντι της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κυρίως έναντι της ανερχόμενης δύναμης του τουρκικού εθνικισμού που καλλιεργούνταν από τον Κεμάλ Ατατουρκ, που ήταν στον ίδιο βαθμό μια αρνητική μεταστροφή στη σύμμαχό τους Ελλάδα. Τουλάχιστον κατά τον στρατηγικά (όχι μόνο στρατιωτικά μα και πολιτικά) κρίσιμο χρόνο της αρχικής περιόδου της αποβάσεως της ελληνικής στρατιάς στη Μικρά Ασία (Μαΐος 1919 έως φθινόπωρο του 1920), κατά τον οποίο θα ήταν δυνατή η οριστική στρατιωτική ήττα του Κεμάλ (και όχι να παίζουμε για σημαντικό διάστημα -με εντολή της Ανταντ- τον ρόλο του «τερματοφύλακα» αποκρούοντας τις επιθέσεις των Τούρκων μα μη έχοντας το δικαίωμα να τους καταδιώκουμε (μέχρις της πλήρους εξοντώσεώς τους) πέραν ολίγων μόνο χιλιομέτρων και ακολούθως να επανερχόμαστε στην «εστία» μας, με το παιχνίδι να επαναλαμβάνεται για αρκετό διάστημα κάπως έτσι), η Ελλάδα, με δεδομένη την (πολιτική) αδυναμία των Μεγάλων Δυνάμεων να εμπλακούν σε ένα νέο πόλεμο τούτη τη φορά κατά της Τουρκίας του Κεμάλ, και έχοντας αναλάβει τον ρόλο αυτό (της στρατιωτικής επιβολής των όρων ειρήνης) αποκλειστικά η Χώρα μας, ήταν σε θέση, κατά την κρίσιμη αρχική φάση της αφίξεως του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, «πατώντας το πόδι», όπως το έπραξε από πολύ πιο ασθενέστερη θέση ο Κεμάλ για τα τουρκικά συμφέροντα, να πιέσει (πολιτικά και διπλωματικά) την Αντάντ, ώστε όχι μόνο να στηρίξει πλήρως ΕΞ ΑΡΧΗΣ, με στρατιωτικά μέσα μα και οικονομικά, τις πολεμικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού εναντίον του «παράνομου» Κεμάλ που είχε στραφεί κατά της νόμιμης οθωμανικής κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης, με ρητή εντολή και σαφή στόχο, την πλήρη ήττα του «αντάρτη» Κεμάλ. Μια τέτοια εξ αρχής ορμητική επίθεση του ελληνικού στρατού, που δεν θα έδινε στον Κεμάλ τον χρόνο να συγκροτήσει αξιόλογο τακτικό στρατό και κυρίως καλά εξοπλισμένο, και χωρίς τις τρικλοποδιές των Γάλλων και των Ιταλών, τότε, ναι, τα πράγματα θα εξελίσσονταν πολύ διαφορετικά. Όμως, η Ανταντ, ουσιαστικά αυτή, έδωσε στον Κεμάλ τον αναγκαίο χρόνο να εξοπλιστεί και συγκροτήσει τον στρατό του, ενώ την ίδια στιγμή, ολοένα και πιο πολύ εκδηλώνονταν η ανοικτή εχθρική στάση της Γαλλίας και Ιταλίας κατά της συμμάχου τους Ελλάδας. Από τη στιγμή που η προδοσία αυτή ωρίμασε λόγω και έργω, η τύχη της ουσιαστικά εγκαταλειμμένης πια από τους συμμάχους της Ελλάδας, ήταν προδιαγεγραμμένη.
Οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι, σήμερα, καλύτερα «διαβασμένοι», όχι μονάχα να στηριχτούμε κυρίως στις δικές μας δυνάμεις, μα και να διαχειριστούμε τις όποιες μας συμμαχίες, κυρίως δε τις «κοινές» μας συμμαχίες με την Τουρκία, όπως είναι η Νατοϊκή Συμμαχία, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Και αν τεθεί ζήτημα συμβατότητας του εθνικού μας συμφέροντος και του «συμμαχικού» συμφέροντος (Νατοϊκού ή άλλου), τότε, ασφαλώς, δεν μένει καμία αμφιβολία, πως η όποια ελληνική κυβέρνηση θα υποστηρίξει το εθνικό και όχι το όποιο αντιτιθέμενο σ’ αυτό «συμμαχικό» συμφέρον, εφόσον δεν θα είναι δυνατός ένας συγκερασμός που πάντως δεν θα πλήττει κόκκινες γραμμές του εθνικού μας συμφέροντος.