Η Άγκυρα δεν είχε ειλικρινή πρόθεση εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάννης σε ό,τι αφορά την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηποννήσων και των Περιχώρων
*Από το σημερινό επετειακό αφιέρωμα στη «δημοκρατία»
Η Ελλάδα έχει αποδείξει -και αποδεικνύει καθημερινώς, ως μέλος της διεθνούς κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης- ότι γενικώς, κατεξοχήν δε στην περιοχή της ελληνικής Θράκης, σέβεται στο ακέραιο τις ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923. Ολως αντιθέτως, η Τουρκία εκπροσωπεί το απεχθές, από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, παράδειγμα της πλήρους περιφρόνησης της διεθνούς νομιμότητας και σε ζητήματα μειονοτήτων, όπως προκύπτει και από τη συμπεριφορά της μετά τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάννης έναντι της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη και αλλού, με βάση όσα εκτίθενται κατωτέρω.
του Προκοπίου Παυλοπούλου, τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, επίτιμου καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών*
Σε ό,τι αφορά τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης -η οποία, ας σημειωθεί, περιλαμβάνει και Πομάκους, καθώς και Ρομά-, η Ελλάδα έχει συμπεριφερθεί κατά τρόπο πλήρως σύμφωνο με τη Συνθήκη της Λωζάννης, αλλά και με το εν γένει Διεθνές Δίκαιο, ως προς τα κάθε είδους δικαιώματα των μειονοτήτων, θρησκευτικά ή μη. Εξ ου και η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης όχι μόνο δεν έχει απομειωθεί, αλλά, όλως αντιθέτως, ευημερεί και αυξάνεται, αφού από τα 110.000 μέλη κατά το 1923 -χρόνο σύναψης της Συνθήκης της Λωζάννης- σήμερα αριθμεί περί τα 130.000 μέλη. Οσα δε ισχυρίζεται περί του αντιθέτου η Τουρκία, όσον αφορά τα ζητήματα των μουφτήδων και του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, είναι παντελώς έωλα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από τα εξής:
Νομικό καθεστώς
Το νομικό καθεστώς του μουφτή διέπεται πλέον από τις διατάξεις των άρθρων 137 επ. του ν. 4964/2022 (ΦΕΚ, Α΄, 30.7.2022), με τις οποίες επήλθε ουσιώδης εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και λειτουργίας των μουφτειών Θράκης.
- Οπως συνέβαινε και κατά την προϊσχύσασα νομοθεσία, έτσι και κατά τις διατάξεις του άρθρου 143 παρ. 3 του ως άνω νόμου ο μουφτής είναι δημόσιος υπάλληλος. Και μάλιστα, δημόσιος υπάλληλος που κατέχει θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης. Συγκεκριμένα, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 4964/2022, ο μουφτής διορίζεται με Προεδρικό Διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση του υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (άρθρο 156).
- Από το γράμμα και το πνεύμα των προμνημονευόμενων διατάξεων προκύπτει ότι, μεταξύ των άλλων αρμοδιοτήτων του -κατά βάση θρησκευτικής φύσης-, ο μουφτής εξακολουθεί να ασκεί, εντός της ελληνικής έννομης τάξης, και δημόσιου δικαίου καθήκοντα, και για την ακρίβεια καθήκοντα δικαιοδοτικής υφής -καθήκοντα «ιεροδίκη»-, ανάλογα με εκείνα των τακτικών δικαστηρίων. Αρα, ως προς αυτά τα καθήκοντα ο μουφτής είναι όργανο του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ασκεί δημόσια εξουσία. Κατά τούτο, ορθώς ο μουφτής διορίζεται επί θητεία (πενταετή), υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 143 επ. του ν. 4964/2022, κατά τα ανωτέρω. Αυτό δε είναι απολύτως σύμφωνο με το Σύνταγμά μας αλλά και με το Διεθνές Δίκαιο, το οποίο έχει καταστεί μέρος της ελληνικής έννομης τάξης.
Η Ελλάδα ενεργεί, πάντοτε, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο και ως προς το ζήτημα της άσκησης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι όσων μελών της μουσουλμανικής μειονότητας διεκδικούν την ίδρυση σωματείων, στη βάση της λεγόμενης «συλλογικής τουρκικής εθνοτικής ταυτότητας».
- Συγκεκριμένα, δε, τα αρμόδια όργανα της ελληνικής Πολιτείας αποφασίζουν με βασικό γνώμονα τη Συνθήκη της Λωζάννης, πρωτίστως με βάση την προαναφερθείσα πρόβλεψή της ότι ειδικώς η μουσουλμανική μειονότητα της ελληνικής Θράκης είναι αμιγώς θρησκευτική μειονότητα. Επιπλέον, τα όργανα της ελληνικής Πολιτείας λαμβάνουν υπόψη -ως, άλλωστε, οφείλουν- εν προκειμένω και όλες τις συνταγματικώς κατοχυρωμένες ρυθμίσεις ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις της εν γένει άσκησης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, γεγονός το οποίο δεν φαίνεται να κατανοούν ορισμένα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας. Δοθέντος ότι συμπεριφέρονται ως εάν δεν γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των Ελλήνων πολιτών εν γένει, όταν έχουν γίνει δεκτές προσφυγές τους ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με αντικείμενο την άσκηση ουσιαστικών δικαιωμάτων, όπως είναι και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.
- Την ακρίβεια της κατά τα ανωτέρω διαπίστωσης καταδεικνύουν, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του ν. 4491/2017, καθ’ ο μέτρο τροποποίησαν και τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Οι κατά τα ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 29 και 30 του ν. 4491/2017 ικανοποιούν πλήρως και τις απαιτήσεις εκτέλεσης, στο ακέραιο, των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι οποίες εκδόθηκαν μετά τις προσφυγές του Συλλόγου Μειονότητας Ν. Εβρου, του Πολιτιστικού Συλλόγου Τούρκων Γυναικών Νομού Ροδόπης και της Τουρκικής Ενωσης Ξάνθης, που αφορούσαν απορρίψεις των αρμόδιων ελληνικών Αρχών αναφορικά με τη σύσταση αντίστοιχων σωματειακών ενώσεων. Πρόκειται για τις αποφάσεις, κατά σειρά, ΕΔΔΑ, Bekir-Ousta κ. Ελλάδας, 11/10/2007, ΕΔΔΑ, Emin κ.ά. κ. Ελλάδας, 27/3/2008 και ΕΔΔΑ, Tourkiki Enosi Xanthis κ.ά. κ. Ελλάδας, 27/3/2008.
Στον αντίποδα της συμπεριφοράς της Ελλάδας κατά τα ανωτέρω, η Τουρκία πολύ γρήγορα έδειξε ότι δεν είχε ειλικρινή πρόθεση εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάννης, ιδίως σε ό,τι αφορά την εθνική ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηποννήσων και των Περιχώρων. Για την ακρίβεια, οι τάσεις αυτές της Τουρκίας έγιναν ορατές αμέσως μετά το 1930, ήτοι μετά την προσέγγιση Βενιζέλου – Ατατούρκ. Ηταν τότε που η Τουρκία άρχισε να δείχνει ότι δεν είχε τίποτα διδαχθεί από το ζοφερό παρελθόν των Γενοκτονιών των Ελλήνων του Πόντου και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Ολως αντιθέτως, «διαπνεόμενη» από την ίδια βαρβαρότητα, άρχισε την επιχείρηση αφανισμού της κραταιάς τότε εθνικής ελληνικής μειονότητας στο έδαφός της.
Ωμότητες
Αυτή η πρωτοφανής επιχείρηση είχε δύο, κατά βάση, περιόδους:
- Η πρώτη είναι εκείνη των φρικτών ωμοτήτων του πογκρόμ της 6ης και της 7ης Σεπτεμβρίου 1955, που κυριολεκτικώς αποδεκάτισε την ελληνική εθνική μειονότητα. Φόνοι, βιασμοί και καταστροφές οδήγησαν όσους Ελληνες απέμειναν σε υποχρεωτική έξοδο από την Τουρκία, με κύρια κατεύθυνση την Ελλάδα, την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Ως προς τις καταστροφές, πρέπει να μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη και εκείνες που αφορούν 82 ορθόδοξους ναούς, 4.000 καταστήματα και επιχειρήσεις και 3.000 σπίτια.
- Η δεύτερη περίοδος διωγμού συνέβη μεταξύ 1963-1964, όταν απελάθηκαν, βιαίως, πάνω από 12.000 Ελληνες της Κωνσταντινούπολης. Αυτό ήταν όμως μόνο το «επιφαινόμενο», αφού προηγουμένως χιλιάδες άλλοι Ελληνες της Τουρκίας είχαν υποχρεωθεί σε έξοδο από την Τουρκία, λόγω αδιανόητων για στοιχειωδώς ευνομούμενη Πολιτεία μέτρων δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, φορολογίας -που ήταν πραγματικό «χαράτσι»-, δραματικών περιορισμών στην ανάληψη τραπεζικών λογαριασμών και στραγγαλισμού των κληρονομικών δικαιωμάτων.
Η συμπεριφορά της Τουρκίας κατέδειξε την τάση της να «ναρκοθετήσει», ευθύς εξαρχής, την εφαρμογή των σπουδαιότερων διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάννης, κατεξοχήν δε των διατάξεων περί μειονοτήτων, τόσο στην Κωνσταντινούπολη, στα Πριγκηπόννησα και τα Περίχωρα όσο και, ιδίως, στην Ιμβρο και την Τένεδο.
- Η πάλαι ποτέ κραταιά ελληνική εθνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηποννήσων και των Περιχώρων έφθασε, από 125.000 μέλη το 1923, να αριθμεί σήμερα λιγότερα από 2.000! Μέλη τα οποία, παρά τις συνεχιζόμενες αδιανόητες προκλήσεις της Τουρκίας, παραμένουν «στις επάλξεις», υποστηρίζοντας, με ακμαίο το φρόνημα, τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, σύμφωνα με όσα τούς αναγνωρίζουν το Διεθνές Δίκαιο και, ιδίως, η Συνθήκη της Λωζάννης.
- Τη μεγαλύτερη δε σύγχρονη πρόκληση της Τουρκίας, εν προκειμένω, σηματοδοτεί η πρωτοφανής πολιτισμική βεβήλωση της Αγίας Σοφίας και του Ιερού Ναού της Μονής της Χώρας, οι οποίες μετετράπησαν, με μια πρωτοφανή σε αυθαιρεσία κίνηση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εκ νέου σε «τέμενος-τζαμί». Κίνηση η οποία έδειξε και την πλήρη περιφρόνηση της Τουρκίας προς το Δίκαιο του ΟΗΕ -και, ειδικότερα, προς το Δίκαιο της UNESCO-, αφού οδήγησε και στην ωμή παραβίαση της Σύμβασης για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς της UNESCO του 1972, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων, η Αγία Σοφία και η Μονή της Χώρας είχαν ανακηρυχθεί, το 1985, ύστερα μάλιστα από σχετικό αίτημα της Τουρκίας, σε Μνημεία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Για εμάς, τους Έλληνες, «ο βίος και η πολιτεία» της Τουρκίας, ως προς την ευθεία και απροκάλυπτη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και, κυρίως, της Συνθήκης της Λωζάννης, είναι γνωστά. Το «μήνυμα» παραβατικότητας, που αγγίζει τα όρια της βαρβαρότητας, το οποίο συνεχίζει να εκπέμπει -και μάλιστα με εντεινόμενο ρυθμό- η Τουρκία, απευθύνεται σήμερα ιδίως προς τη Διεθνή Κοινότητα και προς την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οσο είναι ακόμη καιρός, οφείλουν να αντιληφθούν ότι η αυθαιρεσία της Τουρκίας δεν πρέπει να γίνεται ανεκτή. Αυτό το πρόταγμα είναι ζήτημα κυριολεκτικώς υπαρξιακό για την υπεράσπιση του κύρους της διεθνούς και της ευρωπαϊκής νομιμότητας και για την εμπέδωση της ειρήνης στην όλη περιοχή.
*Επικαιροποιημένα αποσπάσματα από το βιβλίο «Μελέτες για τα Εθνικά Θέματα και το Κυπριακό Ζήτημα», 2η έκδ., εκδόσεις