Ο πατριώτης Νίκος Δένδιας στη «δημοκρατία» για την επέτειο της Μικρασιατικής Καταστροφής

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο ξεριζωμός του ’22 μας δείχνει ότι όποτε ο Ελληνισμός διχάστηκε, τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά.

Η Μικρασιατική Καταστροφή παραμένει σήμερα, 100 χρόνια μετά, ένα τραυματικό γεγονός για τη συλλογική μας μνήμη και τη σύγχρονη Ιστορία μας, αλλά και μια αφορμή άντλησης συμπερασμάτων σε επίπεδο εθνικής αυτογνωσίας.

Από τον Νίκο Δένδια*

Ο ξεριζωμός εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από τις πατρογονικές, επί χιλιετίες, εστίες της ιωνικής και της αιoλικής γης, σε συνδυασμό με τον διωγμό των Ελλήνων του Πόντου και τη συρρίκνωση του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, αποτελεί «πληγή» που δεν επουλώθηκε στην εθνική μας συνείδηση, ούτε πρόκειται να επουλωθεί σε ορατό χρόνο.
Οι αλησμόνητες πατρίδες, ο διωγμός, οι εκατόμβες των θυμάτων, ο ανθρώπινος πόνος, η προσφυγιά, οι οικογένειες που χωρίστηκαν και χάθηκαν, αλλά και η ενσωμάτωση σε μια καθημαγμένη ελληνική κοινωνία αποτελούν βιώματα που είναι «ζωντανά» και σήμερα. Βιώματα που αποτελούν συστατικά στοιχεία της σημερινής ταυτότητας της χώρας. Μετά το 1922 τίποτα πλέον για τον Ελληνισμό δεν είναι το ίδιο.

Παράλληλα, όμως, το ίδιο τραυματικό γεγονός έγινε αφετηρία εμπλουτισμού της ελληνικής κοινωνίας από τα πλούσια και ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία, τα οποία έφεραν μαζί τους, από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, οι επιζήσαντες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στοιχεία τα οποία μετέδωσαν και στις επόμενες γενιές και αποτελούν σήμερα στοιχεία του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Η Σμύρνη, η Εφεσος, η Φιλαδέλφεια, η Αγχίαλος, η Νίκαια, τα Αδανα, τα Βουρλά, η Φώκαια και τόσα άλλα τοπωνύμια δεν αποτελούν απλώς αναμνήσεις ή ονομασίες σημερινών περιοχών και οδών. Είναι το γεωγραφικό πλαίσιο των βιωμάτων το οποίο συνδέει το χθες με το σήμερα.

Οι προσφυγικοί πληθυσμοί που ρίζωσαν σε πολλά σημεία της χώρας έγιναν αφορμή, σε πλήθος περιπτώσεων, πραγματικής αναγέννησης των περιοχών αυτών. Μέσα από πολλές, είναι η αλήθεια, δυσκολίες, η ένταξή τους στην κοινωνία της μητροπολιτικής Ελλάδας αποτέλεσε τελικά έναν άθλο για μια χώρα που προσπαθούσε να ανασυνταχθεί από την πολυετή πολεμική εμπλοκή. Ο δυναμισμός τους και η εφευρετικότητά τους τούς επέτρεψαν μέσα σε λίγες δεκαετίες να διακριθούν σε όλα τα πεδία.

Η ποίηση του διπλωμάτη Γιώργου Σεφέρη, η λογοτεχνία του Ηλία Βενέζη και της Διδώς Σωτηρίου, η επιχειρηματικότητα του Αριστοτέλη Ωνάση, η σκηνοθετική ματιά του Καρόλου Κουν, οι συνθέσεις του Μανώλη Καλομοίρη είναι μερικά μόνο παραδείγματα συμβολής των Μικρασιατών στο πολιτισμικό γίγνεσθαι της χώρας. Οπως επίσης η ιδιαίτερη αισθητική τους και η δίψα για δημιουργία και προκοπή, με την οποία μπόλιασαν την ελληνική κοινωνία οι μικρασιατικής καταγωγής συμπατριώτες μας. Εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η συμβολή τους και στους εθνικούς αγώνες που ακολούθησαν.

Η Μικρασιατική Καταστροφή αποτελεί όμως ταυτόχρονα και ένα έναυσμα για να συλλογιστούμε τις συνέπειες του Εθνικού Διχασμού, που προηγήθηκε και του οποίου αποτελεί ουσιαστικά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το αποτέλεσμα. Σε μια συζήτηση, που παραμένει ακόμα και έναν αιώνα μετά πολιτικά και ιδεολογικά φορτισμένη σχετικά με τα αίτια, δεν θα επιθυμούσα να τοποθετηθώ σχετικά με το «τις πταίει», ούτε άλλωστε διεκδικώ δάφνες ιστορικού.

Θα ήθελα όμως να υπογραμμίσω με την ίδια αφορμή ότι η Μικρασιατική Καταστροφή συνεχίζει να αποτελεί την πλέον φανερή απόδειξη ότι, οσάκις ο Ελληνισμός διχάστηκε για ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά.
Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί παρά να γίνεται οδηγός για την ανάγκη διαφύλαξης της εθνικής ενότητας ως κόρης οφθαλμού, τουλάχιστον όσον αφορά τις κύριες επιλογές που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Επιμέρους διαφορές εξυπακούεται ότι είναι θεμιτές, όπως και ότι το δικαίωμα της κριτικής είναι αδιαμφισβήτητο.

Σε μια κρίσιμη περίοδο, όμως, όπως η σημερινή, αλίμονο αν επιτρέψουμε σε έναν νέο διχασμό να επιφέρει τα καταστροφικά αποτελέσματα του παρελθόντος. Θα πρέπει όλοι να έχουν υπόψη τους, εντός και εκτός της χώρας, ότι τα δύο κατεξοχήν τραυματικά γεγονότα για τον Ελληνισμό τα τελευταία 100 χρόνια, η Μικρασιατική Καταστροφή και η τουρκική κατοχή της Κύπρου (παρά τις σημαντικές επιμέρους διαφορές τους), επήλθαν μόνον αφού προηγουμένως η Ελλάδα διχάστηκε επί της αρχής και για τα δύο αυτά ζητήματα.

Σήμερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει επιτύχει, ευτυχώς, η εξωτερική πολιτική να μην αποτελεί σε γενικές γραμμές πεδίο σφοδρής κομματικής αντιπαράθεσης. Με τη συμβολή και των κομμάτων της αντιπολίτευσης εύχομαι και ελπίζω ότι σε μια κρίσιμη συγκυρία, όπως αυτή την οποία διανύουμε, αυτό θα συνεχιστεί και ότι η οιονεί προεκλογική περίοδος δεν θα θέσει σε δεύτερη μοίρα την ανάγκη διαφύλαξης της εθνικής ενότητας. Τολμώ να πω ότι, 100 χρόνια μετά, ο καλύτερος τρόπος να αποτίσουμε φόρο τιμής στη μνήμη των θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και όσων, ερχόμενων από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, συνέβαλαν στη αναδημιουργία της χώρας, είναι ακριβώς η διαφύλαξη της εθνικής ενότητας στην οποία προαναφέρθηκα.

Ενα δεύτερο συμπέρασμα από τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ενεργεί ως αποκομμένη από τις παγκόσμιες εξελίξεις. Οφείλει να αντιλαμβάνεται τα μηνύματα των καιρών και, βασιζόμενη στις συμμαχίες της, να επιδιώκει το μέγιστο όφελος όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Μόνο με αυτόν τον τρόπο δύναται να έχει λόγο και ρόλο στις εξελίξεις στην περιοχή της.

Τέλος, η μετατροπή της επετείου της Μικρασιατικής Καταστροφής σε εορτή μίσους και πολεμικών ιαχών από την άλλη πλευρά του Αιγαίου μόνο θλίψη προκαλεί. Η Ελλάδα, με όλες τις κατά καιρούς αστοχίες, κατάφερε να μετατρέψει τη Μικρασιατική Καταστροφή σε παράγοντα εθνικής δημιουργίας. Και κατάφερε σταδιακά, στο πέρασμα των ετών, να γίνει το μέλος μιας ισχυρής ευρωπαϊκής ομάδας κρατών, της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η Ελλάδα αναπτύχθηκε σε μια κοινωνία αξιών και αρχών, με πλήρη σεβασμό στο Δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου βεβαίως του Διεθνούς Δικαίου.

Αλλά η σημερινή Τουρκία, όπως δυστυχώς αποδεικνύεται, ουδέν διδάχθηκε από την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία παντελώς ανεδαφικά νοσταλγεί. Και τη χρησιμοποιεί ως αφορμή για να αναβιώσει ένα εθνικιστικό πνεύμα, το οποίο αποτελεί σαφή πρόκληση, αλλά και απόδειξη ότι έχει το βλέμμα στραμμένο στο οθωμανικό παρελθόν και όχι σε ένα ευρωπαϊκό μέλλον, το οποίο, ευτυχώς, οραματίζεται ακόμα σημαντικό μέρος της κοινωνίας της.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ