Η Τουρκία επαναφέρει τον υβριδικό πόλεμο χρησιμοποιώντας τις μεταναστευτικές ροές.
Περίπου δύο χρόνια μετά την επιτυχή αντιμετώπιση από την Ελλάδα της «οπλοποίησης» των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών από την Τουρκία, και αφού μεσολάβησε η ύφεση της διετίας της πανδημίας, δύο πρόσφατα περιστατικά δείχνουν ότι η γειτονική χώρα επανέρχεται δριμύτερη.
Του Περικλή Ζορζοβίλη
Στις 7 Αυγούστου έγινε γνωστή η ύπαρξη 38 προσφύγων σε νησίδα του ποταμού Εβρου και το διήμερο 17-18 Αυγούστου τρία ιστιοφόρα σκάφη με συνολικά 241 μετανάστες αφίχθηκαν στα Κύθηρα. Υπενθυμίζεται ότι στις 9 Αυγούστου ο πρόεδρος Ερντογάν με την ανακοίνωση του προορισμού του πλωτού γεωτρύπανου «Αμπντουλχαμίντ Χαν» απέφυγε, την παρούσα περίοδο, μείζονα πρόκληση κατά της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ακολούθησε την Τρίτη 23 Αυγούστου η συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (ΚΥΣΕΑ), με βασικό θέμα «τη φύλαξη των συνόρων στον Εβρο», όπως αναφέρθηκε στη σχετική ανακοίνωση Τύπου. Η συνεδρίαση μπορεί να χαρακτηριστεί σημαντική σε επίπεδο ουσίας αλλά και συμβολισμού, καθώς απέστειλε σαφές μήνυμα προς το εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας ότι η «οπλοποίηση» των μεταναστευτικών ροών από την Τουρκία, παρά την ύφεση που είχε παρουσιάσει στην εκδήλωσή της το προηγούμενο διάστημα, εκτιμάται ως διαρκής και μείζων απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας. Μάλιστα, όπως ανακοινώθηκε, αποφασίστηκε η διεύρυνση της σύνθεσης του ΚΥΣΕΑ με τη συμμετοχή του υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, η «αναβάθμιση και η ενίσχυση των μέσων επιτήρησης» και η «σταδιακή επέκταση του φράχτη σε όλο το μήκος του Εβρου, κατά προτεραιότητα σε επίμαχα σημεία όπως αυτά προσδιορίζονται από τα συναρμόδια υπουργεία και το ΓΕΕΘΑ».
Η επέκταση του φράχτη
Οπως έγινε γνωστό, η επέκταση θα είναι μήκους 80 χιλιομέτρων και η κυβερνητική απόφαση να υλοποιηθεί με εθνική χρηματοδότηση στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απορρίψει το σχετικό ελληνικό αίτημα που ήδη έχει υποβληθεί, είναι ειλημμένη.
Ας σημειωθεί εδώ ότι το μήκος του ποταμού Εβρου σε ελληνικό έδαφος από τη Νέα Βύσσα μέχρι τις εκβολές του ανέρχεται σε 206 χλμ. και ότι σήμερα ο φράχτης στην ελληνοτουρκική μεθόριο έχει μήκος περί τα 37 χλμ. Εξ αυτών τα 10,3 χλμ. κατασκευάστηκαν το 2012 με σημείο εκκίνησης τη Μεθοριακή Πυραμίδα 2, κοντά στον συνοριακό σταθμό των Καστανιών, και σημείο κατάληξης τη Μεθοριακή Πυραμίδα 23, στη Νέα Βύσσα, όπου συναντάει τον ποταμό Εβρο (δηλαδή, ουσιαστικά καλύπτει τα χερσαία σύνορα στο προγεφύρωμα του Κάραγατς). Για τα υπόλοιπα 27 χλμ., η σχετική σύμβαση, ύψους 62.980.941 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, ανατέθηκε στις 31 Αυγούστου 2020 με προθεσμία εκτέλεσης του έργου εντός οκτώ μηνών.
Στις καλένδες το Εθνικό Σύστημα Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Επιτήρησης
Η παγκόσμια εμπειρία έχει δείξει ότι η απόλυτη «στεγανοποίηση» μίας μεθορίου, είτε αφορά χερσαία είτε θαλάσσια σύνορα, είναι πρακτικά ανέφικτη. Στην πρώτη περίπτωση οι φράχτες από μόνοι τους δεν επαρκούν, καθώς η υπέρβασή τους μπορεί να γίνει ακόμη και υπογείως (π.χ. οι σήραγγες του εμπορίου ναρκωτικών στα σύνορα ΗΠΑ – Μεξικού, οι βορειοκορεατικές σήραγγες «εισβολής – διείσδυσης» υπό την αποστρατικοποιημένη ζώνη κ.ά.). Είναι αναγκαία η συμπλήρωσή τους με ένα ολοκληρωμένο πλέγμα συνεχούς επιτήρησης με επανδρωμένους ή μη επίγειους και εναέριους (επί δέσμιων αεροστάτων ή μη επανδρωμένων αεροχημάτων) ηλεκτροπτικούς – θερμικούς και ηλεκτρομαγνητικούς (ραντάρ) αισθητήρες, που επίσης δύναται να περιλαμβάνει ακουστικούς και σεισμικούς αισθητήρες.
Με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλίζεται η σε αληθή χρόνο συνεχής επιτήρηση των εμποδίων αλλά και της πρόσβασης ένθεν κακείθεν της μεθορίου και η έγκαιρη παρέμβαση των συνοριοφυλάκων για την αντιμετώπιση περιστατικών. Προς το παρόν έχουν υλοποιηθεί κάποια προγράμματα για την υλοποίηση αυτού του πλέγματος, αλλά απαιτείται περαιτέρω χρηματοδότηση.
Στην περίπτωση των θαλασσίων συνόρων το προαναφερθέν παράδειγμα των Κυθήρων, που απέχουν περίπου 400 χλμ. από τις μικρασιατικές ακτές, είναι εξαιρετικά διδακτικό. Το ερώτημα που αυθόρμητα εγείρεται είναι πώς τρία ιστιοφόρα που εκκίνησαν από τις μικρασιατικές ακτές διέτρεξαν, χωρίς στην πορεία να εντοπιστούν και αναγνωριστούν, απόσταση 400 χλμ. και μάλιστα όταν για να εξέλθουν στο Αιγαίο ήταν αναγκασμένα να κινηθούν μέσω διαύλων που σχηματίζονται μεταξύ των μεγάλων, μεσαίων και μικρών νησιών του ανατολικού Αιγαίου, που είτε φυλάσσονται είτε βρίσκονται υπό επιτήρηση.
Πιθανά, το περιστατικό των Κυθήρων αποτελεί ένδειξη ύπαρξης κενού και δυσλειτουργιών στο ελληνικό σύστημα θαλάσσιας επιτήρησης. Ακόμη και σήμερα, 11 χρόνια μετά την απόφαση για τη δημιουργία του, το ΕΣΟΘΕ (Εθνικό Σύστημα Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Επιτήρησης) δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί. Σε εξέλιξη βρίσκεται διαγωνισμός που προκηρύχθηκε τον Ιούλιο του 2020, με προϋπολογισμό μόλις 62.000.000 ευρώ, από εθνικούς πόρους, γιατί απολέσθηκε η χρηματοδότηση των 250.000.000 ευρώ που είχε διασφαλισθεί με την ένταξή του στο ΕΣΠΑ 2014-2020. Αξιοπεριέργως μέχρι σήμερα δεν αναζητήθηκαν ευθύνες για την απώλεια της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης ή τη μεγάλη καθυστέρηση στην υλοποίηση ενός έργου εξαιρετικά κρίσιμου για τον έλεγχο και την ασφάλεια των θαλάσσιων συγκοινωνιών, της εκμετάλλευσης του θαλάσσιου πλούτου και την προστασία του περιβάλλοντος.
Ταυτόχρονα, όμως, μπορεί να θεωρηθεί και ισχυρή ένδειξη υποβοήθησης της διακίνησης από τρίτο παράγοντα, ο οποίος έχει τα μέσα και τις δυνατότητες να χαρτογραφήσει το ελληνικό σύστημα επιτήρησης στο ανατολικό Αιγαίο, να καταγράψει τον τρόπο και τους περιορισμούς λειτουργίας, να εντοπίσει ή ακόμη και να δημιουργήσει κενά μέσω πρόκλησης αντιπερισπασμού σε άλλους τομείς.
Ο «επιτήδειος στρατηγικός διακινητής»
Τόσο στα χερσαία (Εβρος) όσο και στα θαλάσσια σύνορα έχουν ήδη καταγραφεί πολλά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η Τουρκία δεν αποτελεί απλώς τη χώρα «βατήρα» των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς την κεντρική Ευρώπη, αλλά άμεσα ή έμμεσα διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην οργάνωση, καθοδήγηση, κατεύθυνση και εκμετάλλευσή τους σε οικονομικό, πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο.
Οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές αποτελούν πηγή φθηνού εργατικού δυναμικού για την τουρκική οικονομία, μοχλό πίεσης για την εκμαίευση πολιτικών και οικονομικών ανταλλαγμάτων από την Ευρωπαϊκή Ενωση και ταυτόχρονα όπλο για την αποσταθεροποίηση κυρίως της χώρας μας. Στην περίπτωση δε της Συρίας, η Τουρκία στην επιδίωξή της να εξουδετερώσει την άτυπη κουρδική κρατική υπόσταση, που τη θεωρεί υπαρξιακό κίνδυνο για την ακεραιότητά της, με επανειλημμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις ενίσχυσε τις μεταναστευτικές ροές που προκάλεσαν το Ισλαμικό Κράτος και ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία.
Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι η διακίνηση των μεταναστών και των προσφύγων αποτελεί πηγή αφανών οικονομικών πόρων που, για παράδειγμα, μπορούν να χρηματοδοτήσουν μισθοφορικές επιχειρήσεις σε περιοχές ενδιαφέροντος (π.χ. Λιβύη).
Η χώρα μας, πέρα από τα μέτρα αντιμετώπισης της «οπλοποίησης» των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών από την Τουρκία, θα πρέπει άμεσα σε παγκόσμιο επίπεδο να αναδείξει και τον ρόλο τού κατά δήλωση του φιλάνθρωπου αλλά κατ’ ουσία «επιτήδειου στρατηγικού διακινητή». Θα ήταν λάθος να περιμένουμε 50 χρόνια, όπως στην περίπτωση των χαρτών απεικόνισης της τουρκικής επιθετικότητας, ή 34 χρόνια, όπως στην περίπτωση της καθημερινής ανακοίνωσης από το ΓΕΕΘΑ της τουρκικής αεροπορικής παραβατικότητας στο Αιγαίο.