Ο Βασίλης Λυμπέρης (1945 – 25 Αυγούστου 1972) – συζυγοκτόνος και οικογενειοκτόνος – ήταν ο τελευταίος πολίτης ο οποίος εκτελέστηκε μετά από σε βάρος του καταδίκη για ποινικό αδίκημα. Η εκτέλεσή του (Ηράκλειο Κρήτης, πεδίο βολής της ΣΕΑΠ, 25 Αυγούστου 1972) έμελλε να είναι η τελευταία περίπτωση εφαρμογής της θανατικής ποινής στην ιστορία της Ελλάδας.
Τα δικαστήρια συνέχισαν να καταδικάζουν ανθρώπους «εις θάνατον» και μετά τον Λυμπέρη αλλά τελικά κανένας δεν εκτελέστηκε μέχρι την οριστική κατάργηση της θανατικής ποινής από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το Δεκέμβριο του 1993.
Ο 27χρονος Λυμπέρης καταδικάστηκε σε θάνατο, καθώς κρίθηκε από το Πενταμελές Εφετείο (Κακουργιοδικείο) της Αθήνας ένοχος με την κατηγορία ότι έκαψε ζωντανούς:
Την εν διαστάσει σύζυγό του Βασιλική Λυμπέρη, 24 ετών
Την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου, 55 ετών
Την κόρη του Παναγιώτα Λυμπέρη, 2½ ετών
Τον γιο του Γιώργο Λυμπέρη, ενός έτους
Το περιστατικό συνέβη τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου 1972 και τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Ιανουαρίου στο σπίτι των θυμάτων στο Χαλάνδρι, ενώ ο δράστης είχε και τρεις φίλους του συνεργούς στο έγκλημα. Η πεθερά και τα παιδιά ξεψύχησαν ακαριαία, αλλά η σύζυγός του έζησε μέχρι το μεσημέρι της 5ης Ιανουαρίου και ήταν αυτή που κατήγγειλε το περιστατικό από το νοσοκομείο. Η υπόθεση είχε απασχολήσει έντονα την κοινή γνώμη την εποχή εκείνη.
Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας (6 Μαΐου 1972) ο Λυμπέρης καταδικάστηκε τετράκις «εις θάνατον» (για καθένα από τα θύματα ξεχωριστά), όπως και ένας από τους συνεργούς του (ο 18χρονος Παύλος Αγγελόπουλος), ενώ οι υπόλοιποι δύο καταδικάστηκαν σε μικρότερες ποινές.
Η εκτέλεση
Η εκτέλεση του Λυμπέρη έγινε τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου 1972 στο πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (ΣΕΑΠ), στην περιοχή Δύο Αοράκια του Ηρακλείου Κρήτης. Τον Λυμπέρη φόνευσε 12μελές εκτελεστικό απόσπασμα (μόνο τα 6 όπλα περιείχαν αληθινά πυρά), κι ενώ ως τότε ήταν κρατούμενος στις φυλακές Αλικαρνασσού.
Στον μελλοθάνατο λίγη ώρα πριν την εκτέλεση είχε επιτραπεί να συντάξει επιστολή προς την μητέρα του. Νωρίτερα είχε κατατεθεί αίτηση από τους συνηγόρους του προς το Συμβούλιο Χαρίτων ώστε να του αποδοθεί χάρη, ωστόσο η αίτηση απορρίφθηκε παμψηφεί.
Την ίδια μέρα και ώρα επρόκειτο να εκτελεστεί στην Κέρκυρα και ο άλλος καταδικασθείς για την ίδια υπόθεση, Παύλος Αγγελόπουλος. Νωρίτερα είχε κατατεθεί και για εκείνον αίτηση προς το Συμβούλιο Χαρίτων, η οποία επίσης απορρίφθηκε, όμως με ψήφους 4 προς 3.
Τη γνωμοδότηση του συμβουλίου υπέγραψε ο υπουργός Δικαιοσύνης Άγγελος Τσουκαλάς, δεν την επικύρωσε όμως ο αντιβασιλέας (δηλαδή ο δικτάτορας Παπαδόπουλος). Τελικά με το σκεπτικό του νεαρού της ηλικίας (δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τη στιγμή της τέλεσης του εγκλήματος) η εκτέλεση ανεστάλη, ενώ το 1975 μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 του απονεμήθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε, έχοντας μείνει πάνω από 20 χρόνια στη φυλακή.
Το περιστατικό της δολοφονίας μεταφέρθηκε την ίδια χρονιά και στον κινηματογράφο, καθώς γυρίστηκε ταινία με τον τίτλο «Οι σατανάδες της νύχτας» σε σκηνοθεσία Μάριου Ρετσίλα και παραγωγή Τζέιμς Πάρις. Τον ρόλο του Βασίλη Λυμπέρη υποδύθηκε ο Γιάννης Κατράνης.