«Στην Ελλάδα φουντώνει μια σκοτεινή πραγματικότητα. Η διαφθορά και οι συγκρούσεις συμφερόντων που δεσμεύτηκε να ξεριζώσει ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνο εξακολουθούν να υπάρχουν αλλά και, από πολλές απόψεις, φαίνεται ότι έχουν γίνει πιο βαθιές». Αυτό είναι ένα μέρος του κειμένου του δημοσιογράφου Αλεξάντερ Κλαπ -ο οποίος βρίσκεται στην Αθήνα- για τους New York Times με αφορμή το σκάνδαλο υποκλοπών.
Με πληροφορίες απο το ieidiseis.gr
«Το ελληνικό κράτος όχι μόνο δεν έχει αναθεωρηθεί, αλλά έχει λάβει μόνο μια καλλυντική αναμόρφωση, μία διακόσμηση βιτρίνας. Τις τελευταίες εβδομάδες, ένα σκάνδαλο υποκλοπών αποκάλυψε με εντυπωσιακό τρόπο τη σήψη» γράφει μεταξύ πολλών άλλων το δημοσίευμα με τίτλο «Η σήψη στην καρδιά της Ελλάδας είναι τώρα φανερή σε όλους» και υπογραμμίζει «το Ελλάδα 2.0 που υποσχέθηκε ο Μητσοτάκης είναι απλά μια από τα ίδια».
Ο δημοσιογράφος ξεκινά το κείμενό του με μια αναφορά στη «γυαλιστερή επιφάνεια» της Ελλάδας – όπως την αποκαλεί στη συνέχεια. Και συγκεκριμένα, με τις δεσμεύσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2018, σε ακροατήριο βιομηχάνων και επιχειρηματιών, που διαβεβαίωνε για «μια κυβέρνηση των πραγματικά καλύτερων ανθρώπων». «Υπό την ηγεσία του», γράφουν οι NYT, τα κακά του παρελθόντος – νεποτισμός, διαφθορά – δεν θα ήταν πλέον ανεκτά. Η Ελλάδα, όπως ανακοίνωσε την ημέρα που έγινε πρωθυπουργός τον Ιούλιο του 2019, θα μπορούσε να “σηκώσει ξανά το κεφάλι της με υπερηφάνεια”». Φαίνεται, συνεχίζει, ότι «μετά από μια δεκαετία δυσκολιών, η χώρα έχει υποστεί μια εκπληκτική μεταμόρφωση». Ακολουθεί βέβαια η μεγάλη αποκάλυψη της υπόθεσης με τις παρακολουθήσεις, με τον Αλεξάντερ Κλαπ να ξεδιπλώνει το χρονικό του σκανδάλου με τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη στην αρχή, και στη συνέχεια με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Νίκο Ανδρουλάκη.
Αναφέρει επίσης:
«Για δεκαετίες τώρα, οι υποκλοπές τηλεφώνων είναι ένα απαίσιο χαρακτηριστικό του ελληνικού κράτους. Όμως, επί κ. Μητσοτάκη, η εθνική επιτήρηση έχει επεκταθεί σε μια ακαταλόγιστη γραφειοκρατία. Μία από τις πρώτες του πράξεις ως πρωθυπουργός ήταν να θέσει τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες υπό τον άμεσο έλεγχο του γραφείου του και στη συνέχεια να εγκαταστήσει ως διευθυντή, ένα πρώην στέλεχος σε εταιρείες υπηρεσιών ασφαλείας».
«Έκτοτε», συμπληρώνει, «ο αριθμός των ελληνικών τηλεφώνων που παρακολουθούνται αυξάνεται σταθερά», τονίζοντας πως «περισσότερα από 15.000 ελληνικά τηλέφωνα υπό κρατική επιτήρηση ανά πάσα στιγμή».
«Είναι ένας συγκλονιστικός αριθμός» υπογραμμίζει και αφού επισημαίνει ότι «η χρήση του Predator, έχει καταδικαστεί ρητά από την Ευρωπαϊκή Ένωση», διερωτάται:
«Θα μπορούσαν οι υπηρεσίες πληροφοριών της Ελλάδας, που ήδη διεξάγουν μια τεράστια εκστρατεία παρακολούθησης, να έχουν αναθέσει ακόμη πιο παρεμβατικές υποκλοπές σε μια σκιώδη ιδιωτική εταιρεία; Θα μπορούσε η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη να βρίσκεται από πίσω;»
«Παραμένει ανοικτό κατά πόσο γνώριζε ο κ. Μητσοτάκης την ανάπτυξη του Predator στην Ελλάδα».
Τίθενται ωστόσο και άλλα ερωτήματα:
«Τα γραφεία της Intellexa στην Αθήνα δεν έχουν ερευνηθεί ακόμη από τις Αρχές και θεωρητικά συνεχίζουν να λειτουργούν. Γιατί; Την ίδια ώρα, ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών και ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργικού γραφείου παραιτήθηκαν, αλλά κατά το κυβερνητικό αφήγημα “καμία από τις παραιτήσεις δεν είχε σχέση με τις “επιθέσεις” μέσω Predator. Ο πρώτος απλώς ενεπλάκη σε “λάθος δράσεις”, ενώ ο δεύτερος ήταν “θύμα” του τοξικού κλίματος, κατά την κυβέρνηση Μητσοτάκη, χωρίς καμιά σοβαρή διευκρίνιση.»
Το άρθρο καταλήγει:
«Τον Μάιο, καθώς οι βίδες του κατασκοπευτικού σκανδάλου είχαν αρχίσει να γυρίζουν, ο κ. Μητσοτάκης είχε μεταβεί στην Ουάσιγκτον για να εκφωνήσει μια ομιλία στο Κογκρέσο σχετικά με τη σημασία της διατήρησης των δημοκρατικών αξιών. Για 40 λεπτά εξέθεσε την αναγκαιότητα της κοινωνικής εμπιστοσύνης και των ισχυρών θεσμών. Είπε χειροκροτούμενος ότι “οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την αλαζονεία, τις ακρότητες και την υπερβολή τους χειρότερους εχθρούς της Δημοκρατίας”. Το ερώτημα προς τον κ. Μητσοτάκη είναι: Γιατί δεν θεωρεί και αυτός το ίδιο;»…