Η Όμικρον 1.000 φορές πιο μεταδοτική από τις μεταλλάξεις Αλφα και Δέλτα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ακρως «επικίνδυνο» για το περιβάλλον του είναι ένα άτομο το οποίο νοσεί με τη μετάλλαξη Ομικρον του κορωνοϊού, καθώς μπορεί να μεταδώσει τον ιό έως και 1.000 φορές περισσότερο σε σχέση με όσους «φέρουν» άλλες μεταλλάξεις, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική έρευνα.

Στη μελέτη συμμετείχαν 93 άνθρωποι που νοσούσαν με διάφορες παραλλαγές του ιού, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν εμβολιασμένοι και μη. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να μιλάνε, να φωνάζουν, να βήχουν ή να φταρνίζονται επί μισή ώρα μπροστά σε μια συσκευή που συνέλεγε και μετρούσε τα σωματίδια του κορωνοϊού που εξέρχονταν από τον οργανισμό τους.

Οπως διαπιστώθηκε, «υπερμεταδότης» του ιού ήταν ο άνθρωπος με την Ομικρον, σε σχέση με όσα απέβαλλαν όσοι είχαν μολυνθεί από τις παραλλαγές Αλφα ή Δέλτα. Τα στοιχεία από τις έρευνες που έχουν γίνει μέχρι στιγμής αποδεικνύουν πως όσοι έχουν μολυνθεί από τη μετάλλαξη Ομικρον αλλά και τις Αλφα και Δέλτα μεταδίδουν τον ιό στο περιβάλλον τους πολύ περισσότερο σε σχέση με τους φορείς των Βήτα και Γάμα, αλλά και σε σχέση με όσους νόσησαν με την αρχική μορφή του Covid που εμφανίστηκε στην κινεζική πόλη Ουχάν πριν από δύο χρόνια.

Οι ερευνητές ανέφεραν ότι ακόμα αποτελεί μυστήριο γιατί υπάρχει τεράστια διαφορά στη μετάδοση του ιού ανάλογα με τις διαφορετικές παραλλαγές. Πιθανότατα η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στους βιολογικούς παράγοντες, ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη και η συμπεριφορά, αν, για παράδειγμα, το άτομο έβηχε συχνότερα από τους υπολοίπους.

Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας οδηγούν τους επιστήμονες στο συμπέρασμα πως μελλοντικές παραλλαγές του κορωνοϊού θα κάνουν τους ανθρώπους να αποβάλλουν ακόμη περισσότερα μολυσμένα σωματίδια. Τέλος, στην ίδια έρευνα διαπιστώθηκε πως, ακόμη και αν είναι κανείς πλήρως εμβολιασμένος (και με την αναμνηστική δόση), συνεχίζει να αποβάλλει τον ιό στον αέρα και να τον μεταδίδει, σε περίπτωση που κολλήσει.

Επικεφαλής της έρευνας ήταν ο δρ Ντόναλντ Μίλτον της Σχολής Δημόσιας Υγείας του πανεπιστημίου του Μέριλαντ. Η έρευνα προδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο medRxiv και αναμένεται κανονική δημοσίευση σε επιστημονικό περιοδικό.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ