Στάχτη στα μάτια η υπογραφή από δύο εισαγγελείς για άρση απορρήτου, καθώς το αίτημα δεν αναφέρει ονόματα «υπόπτων».
Όσα μπαλώματα φτηνού εντυπωσιασμού κι αν επιχείρησε να κάνει ο πρωθυπουργός με την επικοινωνιακή, βιαστική κι εν τέλει ανούσια πράξη νομοθετικού περιεχομένου, η πραγματικότητα είναι πως η ΕΥΠ παραμένει ένα ανεξέλεγκτο «μαύρο κουτί». Κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που το βάρος των ευθυνών γονατίζει το Μαξίμου.
Από τον Βασίλη Γαλούπη
Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν το κυβερνητικό μέγαρο έχει πάρει διά νόμου την πολιτική επιστασία της νευραλγικής υπηρεσίας που δρα ουσιαστικά σαν κράτος εν κράτει; Ο πρωθυπουργός παρουσίασε ως «δικλείδα ασφαλείας» την απόφασή του να υπογράφονται τα αιτήματα της ΕΥΠ για άρση απορρήτου από δύο εισαγγελείς.
Από την εισαγγελέα με έδρα την Υπηρεσία Πληροφοριών, όπως τώρα, αλλά στο εξής και από τον εισαγγελέα Εφετών. Όποιος, όμως, γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνει «αίτημα άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας» αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται απλώς για αντιπερισπασμό. Για μια απατηλή και υποκριτική δικλείδα ασφαλείας που δεν θα κάνει πιο αξιόπιστη τη διάτρητη διαδικασία.
Το νομικά κατοχυρωμένο πρωτόκολλο λειτουργίας της ΕΥΠ προβλέπει ρητώς ότι στα αιτήματα για άρση απορρήτου «λόγω εθνικής ασφάλειας» δεν περιλαμβάνονται ούτε τα ονόματα των «υπόπτων» για πιθανή τέλεση αδικημάτων, ούτε έστω μια στοιχειωδώς επαρκής αιτιολόγηση. Έως τώρα η εισαγγελέας παραλάμβανε έναν άδειο φάκελο από την ΕΥΠ για την άρση απορρήτου λόγω εθνικής ασφάλειας. Υπήρχε μόνο ένας αριθμός τηλεφώνου και τίποτα άλλο.
Είτε, λοιπόν, υπογράφει ένας εισαγγελέας είτε δύο ή 32 είναι πρακτικά άνευ ουσίας, από τη στιγμή που δεν δίνεται από την ΕΥΠ, ούτε απαιτείται από την εισαγγελική Αρχή κάποια περαιτέρω λεπτομέρεια. Αρκούν μια γενικόλογη αιτιολόγηση περί «εθνικής ασφάλειας» κι ένας αριθμός τηλεφώνου για να ικανοποιηθεί το αίτημα από τον εισαγγελέα, θέλοντας και μη. Κάπως έτσι τα αιτήματα κάθε χρόνο πολλαπλασιάζονται, σε βαθμό καταχρηστικό.
Τα επικίνδυνα fake news Οικονόμου
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό το γεγονός που αποδεικνύει την υποκρισία της κυβέρνησης να αλλάξει κάτι στην ανεξέλεγκτη ΕΥΠ. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου διέσπειρε την Τετάρτη «επικίνδυνα» fake news. Δήλωσε ότι τα αρχεία παρακολούθησης του Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ μπορεί να έχουν καταστραφεί: «Όταν μια νόμιμη επισύνδεση ολοκληρώνεται και δεν καταλήγει σε τίποτα το οποίο να ακουμπά στον λόγο για τον οποίον έγινε, τερματίζεται εκεί και καταστρέφεται το οποιοδήποτε αρχείο».
Πρόκειται περί συνειδητής παραπλάνησης. Η αλήθεια είναι ότι κανένα αρχείο δεν καταστρέφεται με το που λήγει ο χρόνος μιας νόμιμης παρακολούθησης από την ΕΥΠ. Η Υπηρεσία Πληροφοριών είναι υποχρεωμένη να κρατά στο αρχείο της όσα κατέγραψε με τους κοριούς στα τηλέφωνα για 24 μήνες από τη λήξη της επιχείρησης υποκλοπής. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση αλλοίωσης ή καταστροφής οι ποινικές ευθύνες είναι βαρύτατες, για συγκάλυψη και παρακώλυση διερεύνησης.
Οι «βόμβες» της ΑΔΑΕ που δεν άκουσε ο πρωθυπουργός
Ο ανεξέλεγκτος ρόλος της πρωθυπουργικής ΕΥΠ δεν είναι άγνωστος στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Επί κυβέρνησής του, συγκεκριμένα στις 5 Νοεμβρίου 2019, ο πρόεδρος της ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, Χρήστος Ράμμος, εξαπέλυσε «βόμβες» μιλώντας στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Ράμμος έκανε λόγο «για ανέλεγκτη ΕΥΠ από την ΑΔΑΕ», ότι απ’ όσο γνώριζε «μόνο δύο φορές έχουν γίνει έλεγχοι στην ΕΥΠ, το 2013 και το 2017», ότι θα ήθελε «να ενταθούν οι έλεγχοι από την ΑΔΑΕ» και ότι θα πρέπει να γίνει πιο διαφανές το σύστημα για τα αιτήματα άρσης απορρήτου λόγω «εθνικής ασφάλειας». Είπε ακόμα ο κ. Ράμμος τον Νοέμβριο 2019: «Η παρακολούθηση του δικτύου, του πεδίου ευθύνης των παρόχων, είναι αρμοδιότητά μας, αλλά τα βαλιτσάκια υποκλοπών δεν μπορούν να εντοπιστούν, όπως και το ψηφιακό αποτύπωμά τους».
«Το καθεστώς για την άρση του απορρήτου είναι απαρχαιωμένο. Η διαδικασία είναι αδιαφανής. Για παράδειγμα, όταν ζητείται από εισαγγελείς η άρση του, με το αιτιολογικό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, δεν προσδιορίζονται επακριβώς οι λόγοι». «Αυξήθηκε πράγματι η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, όντως είναι πολύ μεγάλη, αλλά η ερώτηση πρέπει να απευθυνθεί στην ανεξάρτητη Δικαιοσύνη για τα αιτήματα, βάσει του νόμου, για λόγους εθνικής ασφάλειας».
«Είναι ένα ερώτημα πώς αντιλαμβάνονται οι εισαγγελικές Αρχές τους λόγους άρσης του απορρήτου. Θα έπρεπε να έχει αρμοδιότητες η ΑΔΑΕ. Πρέπει να αλλάξει το σύστημα, να γίνεται με ποιοτική επεξεργασία». «Η ΕΥΠ ασκεί βεβαίως εθνικό έργο, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι ανέλεγκτη».
Πώς «ευνούχισε» την ΑΔΑΕ για τις υποκλοπές
Ο κ. Μητσοτάκης, ως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, δεν έλαβε καν υπόψη του όσα πολύ σοβαρά κατήγγειλε στη Βουλή ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ. Μιας Αρχής υποστελεχωμένης, όπως ανέφερε ο κ. Ράμμος, και κυρίως «ευνουχισμένης» από αρμοδιότητες παρέμβασης.
Το 2021 η ανεξάρτητη Αρχή αντέδρασε ξανά στα σχέδια και στους νόμους του πρωθυπουργού για τη διαφύλαξη του απορρήτου των επικοινωνιών και τον ρόλο της ΕΥΠ. Η ΑΔΑΕ διαμαρτυρήθηκε τότε, επειδή «καταργείται η αρμοδιότητά της να γνωστοποιεί τη λήψη του μέτρου της άρσης μετά την λήξη αυτής, ακόμη κι αν δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, στις περιπτώσεις που η λήψη του μέτρου είχε γίνει για λόγους εθνικής ασφάλειας».
Κατά την ΑΔΑΕ, αυτός ο νόμος της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι συμβατός με το Σύνταγμα, τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημειώνει, μάλιστα, η ανεξάρτητη Αρχή ότι «στις περιπτώσεις αυτές διαπιστώθηκε η παραβίαση του πιο πάνω άρθρου από τις Βουλγαρία, Ρωσία και Ουγγαρία, διότι στις νομοθεσίες τους δεν προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, και δυνατότητα εκ των υστέρων γνωστοποίησης προηγηθείσης άρσεως απορρήτου των επικοινωνιών των πολιτών τους».
Λίγους μήνες μετά την ψήφιση αυτού του νόμου, τον Μάρτιο 2021, με τον οποίο ο Μητσοτάκης έβγαζε συνειδητά από το παιχνίδι την ΑΔΑΕ κι ενίσχυε την αδιαφάνεια στις υποκλοπές, η ΚΥΠ «παγίδευσε» το τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη για λόγους «εθνικής ασφάλειας».