Ο Γκίκας Μαγιορκίνης έχει αποδείξει εδώ και πολύ καιρό πως είναι κατώτερος των περιστάσεων και ανίκανος να διαχειριστεί τη θέση του άτυπου επικεφαλής της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων.
Ωστόσο, χθες ο επίκουρος καθηγητής Λοιμωξιολογίας του ΕΚΠΑ ξεπέρασε τον εαυτό του και απέδειξε πως όχι μόνο είναι ανεπαρκής, αλλά κυρίως ότι βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου, προκαλώντας το κοινό αίσθημα και την κοινή λογική.
https://twitter.com/iosif3rd/status/1557992179322208256?s=21&t=tBreR8hTg4c56kltbOnY_g
Παρά το γεγονός πως μέσα στον Ιούλιο είχαμε εκτίναξη θανάτων εξαιτίας του κορωνοϊού, νέο κύμα πίεσης στα δημόσια νοσοκομεία με έκρηξη εισαγωγών και χιλιάδες νέα κρούσματα, που έκαναν τους τουριστικούς προορισμούς να βράζουν, ο Γκίκας Μαγιορκίνης βγήκε χθες και ισχυρίστηκε ότι «προβλέφθηκε σωστά η πορεία του κορωνοϊού».
Προφανώς, ακολουθώντας τη στρατηγική του αυτοθαυμασμού που τηρεί με συνέπεια η κυβέρνηση ο καθηγητής ένιωσε άνετα να πει πως, επειδή δεν πιέστηκαν οι ΜΕΘ, οι προβλέψεις και ο σχεδιασμός της κυβέρνησης στη μάχη κατά του κορονοϊού λειτούργησαν στην εντέλεια.
Συνεπώς, ο κ. Μαγιορκίνης -που, απ’ όσο τουλάχιστον θυμόμαστε και… γράφει ακόμη η «ταυτότητά» του, δεν είναι πολιτικός, αλλά επιστήμονας- υποστηρίζει πως οι 1.411 θάνατοι που είχαμε από τις 11 Ιουλίου ως τις 7 Αυγούστου ήταν εντός του… προγραμματισμού της κυβέρνησης. Φυσικά, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, φαίνεται ότι ήταν στον προγραμματισμό του υπουργείου Υγείας και το να πλημμυρίσουν ξανά τα νοσοκομεία από τις εισαγωγές και να μετατραπούν σε εστίες υπερμετάδοσης.
Απίστευτα πράγματα σε μια απίστευτη χώρα από μια επίσης απίστευτη επιστημονική κοινότητα, η οποία, δυστυχώς, ακόμα και σήμερα ανέχεται να εκπροσωπείται από επιστήμονες του βεληνεκούς του Γκίκα Μαγιορκίνη. Η διαχείριση της πανδημίας απαιτεί σοβαρότητα και σχέδιο. Δυστυχώς, κυβέρνηση και επιτροπή στερούνται και τα δύο!
Ένα νέο ατόπημα προστέθηκε εντός των τελευταίων 24 ωρών όσον αφορά τους θανάτους “από” και “με” COVID-19: ότι το ποσοστό των θανάτων “από” COVID-19 είναι κάτι σταθερό (π.χ. 50% όπως υπολογίζεται από μία μελέτη).
Υπάρχουν διάφορες μορφές αυτού του ατοπήματος, η πρώτη είναι η απόπειρα να εφαρμόσουν το ποσοστό που μπορεί να προκύπτει από μία μελέτη (που έγινε σε μία χρονική στιγμή και με συγκεκριμένα στελέχη) σε όλη την χρονική διάρκεια της επιδημίας. Η άλλη είναι αυτή που αμφισβητούν θανάτους πριν από 2 χρόνια.
Η όλη σύγχυση προκύπτει καθώς δεν υπάρχει ενσυναίσθηση των μεγεθών “ευαισθησία” και “ειδικότητα”. (Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίσαμε και στην φάση όπου πολλοί έλεγαν ότι τα σελφ-τεστ είναι αναξιόπιστα, καθώς φυσικά περιμένουμε αρκετά ψευδώς θετικά σε περίοδο ή πληθυσμούς με χαμηλό επιπολασμό.)
Όταν ορίζουμε ότι ο θάνατος με COVID-19 είναι κριτήριο κατάταξης ως θάνατος “από COVID-19” αυτό έχει μία συγκεκριμένη ευαισθησία και ειδικότητα (πρόκειται για μία διαδικασία διαδικής ταξινόμησης).
Η ευαισθησία είναι η πιθανότητα να διαγνώσουμε σωστά κάποιον ότι πέθανε από COVID-19 ενώ όντως έχει πεθάνει από COVID-19. Η ειδικότητα είναι η πιθανότητα να διαγνώσουμε σωστά κάποιον ότι δεν πέθανε από COVID-19 την στιγμή που όντως δεν πέθανε από COVID-19.
Όταν λοιπόν χρησιμοποιούμε τον ορισμό “θάνατος με COVID-19″=”θάνατος από COVID-19” έχουμε ευαισθησία κοντά στο 100%, αλλά η ειδικότητα σίγουρα δεν είναι 100% (και δυστυχώς είναι δύσκολο να την υπολογίσουμε).
Σε καταστάσεις χαμηλού επιπολασμού, όπως π.χ. στα αρχικά κύματα, ο συγκεκριμένος ορισμός είχε πολύ μεγάλη θετική προγνωστική αξία, δηλαδή η πιθανότητα να έχουμε διαγνώσει κάποιον ότι πέθανε “από COVID-19” (ενώ δεν πέθανε από COVID-19) με τον ορισμό αυτό ήταν εξαιρετικά μικρή. Ωστόσο, όλοι οι επιδημιολόγοι γνωρίζουμε ότι η θετική προγνωστική αξία μίας τέτοια δυαδικής ταξινόμησης μειώνεται όταν ο επιποπλασμός (της συγκυριακής νόσου και συνεπώς ο επιπολασμός του πραγματικού θανάτου είναι χαμηλός) είναι υψηλός. Αυτό έχει ως συνέπεια το εξής:
1) η ταξινομική αξία του “θάνατος με COVID-19″=”θάνατος από COVID-19” να μειώνεται σε καταστάσεις υψηλού επιπολασμού
2) σε κύματα με χαμηλό επιπολασμό δεν υπάρχει καμία ανάγκη για αναταξινόμηση, καθώς αποτελεί σχετικά καλή προσέγγιση
3) δεν υπάρχει ένα fixed ποσοστό που μπορούμε να βάλουμε ώστε να πούμε π.χ. 50% των θανάτων ήταν “από COVID-19”. Το ποσοστό θα είναι πολύ μεγάλο σε μεγάλη διασπορά και πολύ μικρό σε συνθήκες μικρής διασποράς.
4) είναι σημαντικό να εισάγουμε πιο αυστηρά κριτήρια ώστε να αυξήσουμε την ειδικότητα της ταξινόμησης.
Το τελευταίο είναι σημαντικό όχι μόνο για την επιτήρηση (καθώς για την επιτήρηση έχουμε την πλεονάζουσα θνησιμότητα) αλλά για την αξιoλόγηση των θεραπευτικών σχημάτων και του εμβολιασμού με βάση πληθυσμιακές μελέτες. Η πρόβλεψη είναι ότι σε εξάρσεις λόγω κακής ταξινόμησης θα γίνεται σοβαρή υποεκτίμηση της αποτελεσματικότητάς τους. Μία λύση θα ήταν να περιορίζουμε αυτές τις μελέτες στο χρονικό διάστημα που δεν υπάρχει μεγάλη διασπορά, αλλά πιθανώς να μην υπάρχει ικανοποιητική ισχύς. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να είμαστε προσεκτικοί καθώς με την έλευση της Όμικρον τα διαγνωστικά ταξινομικά συστήματα είναι πιθανόν να παρουσιάσουν σημαντικά σφάλματα.