Ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον έκανε μια ομιλία στο αμερικανικό κοινό από το Οβάλ Γραφείο στις 8 Αυγούστου 1974, για να ανακοινώσει την παραίτησή του από την προεδρία λόγω του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ.
Η παραίτηση του Νίξον ήταν το αποκορύφωμα αυτού που ανέφερε στην ομιλία του ως «η μακρά και δύσκολη περίοδος του Γουότεργκεϊτ», ενός ομοσπονδιακού πολιτικού σκανδάλου της δεκαετίας του 1970 που προέκυψε από τη διάρρηξη των κεντρικών γραφείων της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών (DNC) στο κτίριο γραφείων Γουότεργκεϊτ από πέντε άνδρες κατά τις προεδρικές εκλογές του 1972 και τις επακόλουθες προσπάθειες της κυβέρνησης Νίξον να καλύψει τη συμμετοχή της στο έγκλημα. Ο Νίξον έχασε τελικά μεγάλο μέρος της λαϊκής και πολιτικής του υποστήριξης ως αποτέλεσμα του Γουότεργκεϊτ. Κατά τη στιγμή της παραίτησής του την επόμενη μέρα, ο Νίξον αντιμετώπισε σχεδόν βέβαιη παραπομπή και απομάκρυνση από το αξίωμα.
Σύμφωνα με την ομιλία του, ο Νίξον είπε ότι παραιτείται επειδή «κατέληξα στο συμπέρασμα ότι λόγω του θέματος Γουότεργκεϊτ μπορεί να μην είχα την υποστήριξη του Κογκρέσου που θα θεωρούσα απαραίτητο για να στηρίξω τις πολύ δύσκολες αποφάσεις και να εκτελέσω τα καθήκοντα αυτού του γραφείου στο όπως θα απαιτούσαν τα συμφέροντα του έθνους». Ο Νίξον εξέφρασε επίσης την ελπίδα του ότι, με την παραίτησή μου, «θα έχω επισπεύσει την έναρξη αυτής της διαδικασίας θεραπείας που είναι τόσο απαραίτητη στην Αμερική». Ο Νίξον αναγνώρισε ότι ορισμένες από τις κρίσεις του «ήταν λάθος» και εξέφρασε τη λύπη του, λέγοντας: «Λυπάμαι βαθιά για τυχόν “τραυματισμούς” που μπορεί να έχουν γίνει κατά τη διάρκεια των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση». Δεν έκανε καμία αναφορά, ωστόσο, για τα άρθρα μομφής που εκκρεμούν εναντίον του