Ώρα 8:15. Το πρωινό της 6ης Αυγούστου για την Ιαπωνική πόλη Χιροσίμα
των 300.000 κατοίκων είναι πολύ διαφορετικό από τις υπόλοιπες 365 μέρες του χρόνου.
Ένα εκτυφλωτικό φως και μια λάβα από καυτό σύννεφο καπνού που ταξίδευε
με απίστευτα μεγάλες ταχύτητες συνέτριψε και απανθράκωσε
σε κλάσματα δευτερολέπτου πάνω από 70.000 αθώες και ανυποψίαστες ψυχές προκαλώντας τον μεγαλύτερο όλεθρο στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Περίπου το 69% των οικοδομημάτων της πόλεως καταστράφηκε εντελώς
και ένα άλλο 6,6% υπέστη σοβαρές ζημιές.
Κατά τους επόμενους μήνες, περί τους 60.000 ακόμα ανθρώπους απεβίωσαν
από τραύματα ή έκθεση σε ραδιενέργεια. Επί του συνόλου των θανάτων εκτιμάται
ότι το 60% οφείλεται στην αρχική θερμοκρασία (από ακαριαία ολική εξαέρωση
ή τήξη του σώματος μέχρι εγκαύματα), το 20% από μηχανικό τραυματισμό
από το ωστικό κύμα (καθαυτό έκρηξη) και το υπόλοιπο 20% από τη ραδιενέργεια.
Από το 1945 μέχρι σήμερα, αρκετές χιλιάδες ακόμα έχουν πεθάνει από ασθένειες
που προκάλεσε η έκρηξη της βόμβας, οι περισσότεροι από λευχαιμία,
λέμφωμα, καρκίνο των πνευμόνων και άλλα είδη καρκίνου.
Για όσους βρίσκονταν εκεί και επέζησαν κάνουν λόγο μόνο για το πρώτο δευτερόλεπτο,
τότε που είδαν ένα καθαρό φως, εκτυφλωτικό, έντονο φως.
Μπορεί να υπήρξε και ήχος, αλλά κανείς δεν τον άκουσε μιας και το φως τρέχει
πιο γρήγορα από τον ήχο.
Η αρχική λάμψη εξαπέλυσε μία σειρά από δεινά.
Πρώτη ήρθε η θερμότητα.
Κράτησε για μια στιγμή, ήταν όμως τόσο έντονη.
Έλιωσε τα κεραμίδια στις στέγες και τους κρυστάλλους του χαλαζίτη
μέσα στους γρανιτόλιθους.
Kαρβούνιασε σε έκταση δύο σχεδόν μιλίων
τους τηλεφωνικούς στύλους.
Κι έκανε στάχτη τα ανθρώπινα πλάσματα,
που βρίσκονταν εκεί κοντά, σε τέτοιο βαθμό ώστε τίποτα δεν έμεινε σαν κατάλοιπο,
παρά μόνο οι σκιές τους καμένες πάνω στην άσφαλτο ή πάνω στους πέτρινους τοίχους.
Σε μία ακτίνα τεσσάρων χιλιομέτρων κάηκε το γυμνό δέρμα όλων των ανθρώπων.