Ο Ιωάννης Μεταξάς γεννήθηκε το 1871 στην Ιθάκη. Το 1885 εισέρχεται στη Στρατιωτική σχολή Ευελπίδων, όπου αποφοιτά με άριστες επιδόσεις, το 1889. Ακολούθως με βασιλική υποτροφία, στέλνεται για περαιτέρω σπουδές στην περίφημη Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου και μένει στη Γερμανία για τρία περίπου έτη. Το 1910 αναλαμβάνει πρώτος υπασπιστής του Ελευθερίου Βενιζέλου, μετά από επιθυμία του Κρητικού πολιτικού ηγέτη. Ο Μεταξάς, βασιλικών πολιτικών πεποιθήσεων, θα λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος μεταξύ Βενιζέλου και Βασιλιά.
Κατά την διάρκεια του Α’ Βαλκανικού πολέμου, διακρίθηκε για την πολεμική ιδιοφυΐα του στις επιχειρήσεις κατάληψης του ηρωικού Μπιζανίου στα Γιάννενα καθώς και στην παράδοση της πόλεως των Ιωαννίνων στον Ελληνικό στρατό. Διετέλεσε Διευθυντής Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού και της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας. Ακόμη και σήμερα θεωρείται από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ιδιοφυΐες της γενιάς του. Το 1922 κατέρχεται στον στίβο της πολιτικής με την ίδρυση του κόμματος των Ελευθεροφρόνων, συμμετέχει στην κυβέρνηση Ζαΐμη και αναλαμβάνει υπουργός Συγκοινωνιών. Το 1932 στην κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη αναλαμβάνει το υπουργείο των Εσωτερικών, ενώ το 1936, πριν την επιβολή της δικτατορίας του, κατείχε το υπουργείο Στρατιωτικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Δεμερτζή.
Στις 4 Αυγούστου 1936, με αφορμή τα στρατιωτικά κινήματα βενιζελικών αξιωματικών ( Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση και Δημοκρατική Άμυνα), τα έτη 1933 και 1935, ο Μεταξάς με την σύμφωνη γνώμη του βασιλέα Γεωργίου, καταλύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς, το σύνταγμα και το κοινοβούλιο και εφαρμόζουν τη δικτατορία που στηριζόταν στην προσωπικότητα του Μεταξά και του Βασιλιά. Άλλωστε, για τον Μεταξά ο κοινοβουλευτισμός είχε χρεοκοπήσει.
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν αστυνομικό και αυταρχικό, όχι όμως στρατιωτικό καθεστώς. Η θέληση του λαού εκφραζόταν με δημοψηφίσματα, πράγματι κάτι οξύμωρο για δικτατορικό καθεστώς. Επιπλέον, ο ρόλος του λαού ήταν «συμβουλευτικός», θα αντιπροσωπευόταν δηλαδή, από τρία συμβούλια αντίστοιχα με τις τρεις εξουσίες, τη νομοθετική, τη δικαστική και την εκτελεστική. Ο ίδιος ο Μεταξάς έγραψε για το καθεστώς του και τον ιδεολογικό προσανατολισμό αυτού:
«Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό. Κράτος με βάσι αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν είχε βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε ο Λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς».
Το εθνικό κράτος του Μεταξά, θεωρούσε την ύπαρξή του σαν συνέχεια του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού αλλά και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε ως προσπάθεια δημιουργίας του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού». Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Μεταξά για τους στόχους του:
«Η ανύψωσις του εθνικού φρονήματος. Η τόνωσις της αισιοδοξίας, του θάρρους και της αυτοπεποιθήσεως του ελληνικού λαού. Η εμπέδωσις της πίστεως του ελληνικού λαού στον υψηλόν εκπολιτιστικόν προορισμόν του».
«Θέλομεν να κάμωμεν πολιτισμόν Ελληνικόν. Δεν θέλομεν τους ξένους πολιτισμούς. Θέλομεν ιδικόν μας πολιτισμόν, τον οποίον να τον ωθήσωμεν και να τον κάνωμεν ανώτερον από όλους τους πολιτισμούς εις την άκρην αυτήν της Ευρώπης…».
Με την επιβολή της δικτατορίας, ο Μεταξάς διαμόρφωσε και το σύνταγμα της χώρας, όπως ήταν φυσικό. Ανέστειλε τα άρθρα που αφορούσαν το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι, μεταξύ άλλων ενώ απαγόρευσε την ελευθερία του Τύπου.
Επιβλήθηκε λογοκρισία, ενώ απαγορεύθηκε η οποιαδήποτε αρνητική κρίση για το έργο και τις αποφάσεις της κυβερνήσεως, όπως και η αναφορά σε οποιοδήποτε κόμμα. Ο Σεφέρης έγραφε χαρακτηριστικά για τη στάση του Τύπου την εποχή εκείνη:
«Οι φιλελεύθερες κάνανε τώρα λαμπρές δουλειές. Όσο για τους διευθυντές τους, γιατί να διακόψουν την έκδοσή τους αφού κέρδιζαν; Για τον λόγο αυτό κανείς δε δέχτηκε να κηρυχτεί αλληλέγγυος με το καθεστώς και να γίνει κράχτης του: θα έχανε φύλλα. Έτσι, όλοι δεχότανε με μια παθητική μεμψιμοιρία τα αλωνίσματα της λογοκρισίας…».
Το Υφυπουργείο Τύπου είχε σαν αρμοδιότητα την προπαγανδιστική προβολή του έργου της Κυβέρνησης, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Μία άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου ήταν η στάση της απέναντι στον κομμουνισμό. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος της επιβολής της, ο κίνδυνος του κομμουνισμού. Ο αναγκαστικός νόμος 117, που εφαρμόστηκε το 1936, ήταν εξοντωτικός για τον κομμουνισμό και απέβλεπε στην προστασία του καθεστώτος.
Ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, υφυπουργός Ασφαλείας του Μεταξά, κυνήγησε εξοντωτικά το ΚΚΕ. Κατόρθωσε να εξαρθρώσει όλη την ηγεσία του κόμματος και τους παράνομους μηχανισμούς του. Συνελήφθησαν χιλιάδες κομμουνιστές μεταξύ των οποίων ηγετικά στελέχη όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης και εξορίστηκαν. Μοναδική περίπτωση που αποτέλεσε εξαίρεση ήταν μια ομάδα κομμουνιστών της Θεσσαλονίκης, που ανήκε στο Μακεδονικό γραφείο του κόμματος και κατόρθωσε να κρυφτεί στην περιοχή της Δράμας. Παρόλα αυτά, ο Μανιαδάκης κατόρθωσε να προσεταιρισθεί στελέχη του κόμματος, όπως ο Μανωλέας και να ελέγχει έτσι το ΚΚΕ. Εξέδωσε και τον «Ριζοσπάστη» με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν ουσιαστικά δύο εφημερίδες με το ίδιο όνομα κάτι που προκάλεσε μεγαλύτερη κρίση στους κομμουνιστές.
Ο τρόπος δίωξης του κομμουνισμού από τον Μανιαδάκη ήταν αμείλικτος. Παράλληλα με την διείσδυση στον κομμουνιστικό μηχανισμό, ο Μανιαδάκης εφάρμοσε τις «δηλώσεις μετανοίας», τις οποίες υπέγραφαν στελέχη του Κ.Κ.Ε. για να αφεθούν ελεύθεροι και κατόπιν να γίνουν πληροφοριοδότες της Ασφάλειας. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της εποχής υπογράφτηκαν 45.000 δηλώσεις μετανοίας. Από κάποιες πηγές αυτό το ποσοστό κρίνεται υπερβολικό.
Η οργάνωση της νεολαίας αποτέλεσε προτεραιότητα για τον ίδιο τον Μεταξά. Το Νοέμβριο του 1936 ιδρύει την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ). Σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο «σκοπός της ΕΟΝ είναι η επωφελής διάθεσις του ελεύθερου από της εργασίας ή των σπουδών χρόνου των νέων, προς προαγωγήν της σωματικής και πνευματικής καταστάσεως αυτών, ανάπτυξιν του Εθνικού φρονήματος και της πίστεως προς την Θρησκείαν, δημιουργίαν πνεύματος συνεργασίας και κοινωνικής αλληλεγγύης και έγκαιρον επαγγελματικόν προσανατολισμόν εκάστου, αναλόγως προς τας φυσικάς ιδιότητας αυτού».
Γενικότερα, η ιδεολογία της οργανώσεως βασιζόταν στην διατήρηση των παραδόσεων και στη φυλετική ενότητα του Έθνους. Κάθε Τετάρτη τα μέλη της νεολαίας συγκεντρώνονταν στα κατά τόπους γραφεία της οργάνωσης, ενώ μέλη της ΕΟΝ ήταν όλοι οι νέοι και νέες από 8 έως 25 ετών. Ο όρκος της ΕΟΝ ήταν ουσιαστικά όρκος πίστης στο Θεό, στη πατρίδα, στον Βασιλιά και στον Κυβερνήτη. Σύμφωνα με την ημερησία διαταγή της οργάνωσης, τον Δεκέμβρη του 1937:
«Από την στιγμήν, που θα ορκισθήτε τον κατ’ εξοχήν Ελληνικόν αυτόν όρκον, είσθε στρατιώται και αγωνισταί της ιδέας της Ελλάδος και της ιδέας της 4ης Αυγούστου…».
Ο Ιωάννης Μεταξάς περιέγραψε τους σκοπούς της ΕΟΝ, ως εξής:
«…Ποιοί είναι οι σκοποί; Βασιλεύς! Πατρίς! Θρησκεία! Οικογένεια! Αναγέννησις της Ελλάδος, και καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Αυτό το τελευταίο, καθεστώς της 4ης Αυγούστου, σας το τονίζω, γιατί είναι η ασφάλεια, η άγρυπνη φρούρησις των άλλων που προανέφερα. Όταν δεν το χαμε αυτό, όταν δεν είχαμε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, είδαμε που είχανε πέσει και Βασιλεία και Θρησκεία και Πατρίς και Οικογένεια και τα πάντα. Το καθεστώς, λοιπόν, αυτό έχει πρώτο του και κύριο προορισμό να περιφρουρήση την ύπαρξιν και την επικράτησιν εκείνων, που σας προανέφερα. Γι’ αυτό είναι από τους κυριώτερους σκοπούς της Οργανώσεως και γι’ αυτό διαπαιδαγωγείται η νεότης με αυτό το ιδεώδες».
Στο περιοδικό-«όργανο πνευματικής, θρησκευτικής-κοινωνικής και πολιτικής αγωγής», όπως αναφερόταν, της ΕΟΝ «η Νεολαία», στο δεύτερο φύλλο, υπάρχουν λόγοι του Μεταξά που καθοδηγούν τους νέους στους σκοπούς του καθεστώτος ενώ υπάρχουν και αφιερώματα θρησκευτικά και ιστορικά για τον ίδιο σκοπό. Επιπλέον, υπάρχουν αφιερώματα κατά της ιδεολογίας του κομμουνισμού αλλά και λογοτεχνικά κείμενα του Ιουλίου Βέρν κλπ.
Η ΕΟΝ αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος της εξουσίας της 4ης Αυγούστου. Συμμετείχαν σ’ αυτήν σημαντικές προσωπικότητες της μετέπειτα Ελλάδος, όπως παραδείγματος χάρινο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μανώλης Γλέζος, που αργότερα εντάχθηκαν στην αριστερά. Μάλιστα, η ΕΠΟΝ, νεολαία του ΕΑΜ, πέρα από «κακή παρήχηση» της ΕΟΝ, όπως αναφέρει ο Γούντχαουζ, ήταν και συνέχειά της όσον αφορά την στελέχωσή της από άτομα που ανήκαν στην ΕΟΝ. Ο καθηγητής Γεωργαλάς λ.χ., από ηγετικός παράγων της ΕΟΝμετεξελίχθηκε σε καθοριστικό στέλεχος της ΕΠΟΝ.
Πέρα από την οργάνωση της νεολαίας και την προπαγάνδα που κάθε καθεστώς χρειάζεται, ο Μεταξάς ακολούθησε κοινωνική πολιτική που θα ζήλευε ο «δημοκρατικός κόσμος» ακόμη και σήμερα.
Επί 4ης Αυγούστου λοιπόν, καθιερώνεται το οκτάωρο και η πληρωμή των υπερωριών, καθιερώνεται η εργατική Πρωτομαγιά σαν επίσημη εθνική εορτή και αργία, καθιερώνεται ο κατώτατος μισθός, ιδρύεται το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η Εργατική εστία, χαρίζονται τα αγροτικά δάνεια, καθιερώνεται η μέρα της Κυριακής ως υποχρεωτική αργία, η άδεια μετ’ αποδοχών, ο προϋπολογισμός του Ελληνικού κράτους για πρώτη φορά στην Ιστορία του γίνεται πλεονασματικός!
Την διετία 1936-1938, ιδρύονται 567 εργοστάσια σε όλη τη χώρα και η ανεργία μειώνεται στο ελάχιστο, παράλληλα ξεκινούν οι πρώτες γεωτρήσεις για άντληση πετρελαίου στην Ηλεία. Επιπλέον, ενισχύεται η εθνική άμυνα μέσα από την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, τα αποτελέσματα φάνηκαν στον επιτυχή Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.
Σχετικά με την εξωτερική πολιτική του καθεστώτος, ο Μεταξάς έτρεφε συμπάθεια προς το γερμανικό μοντέλο αλλά γνώριζε ότι οι Αγγλογάλλοι αποτελούσαν συμμάχους της χώρας. Μετά τον τορπιλισμό της Έλλης, στις 15 Αυγούστου 1940, προσανατολίστηκε πλήρως προς την μεριά της Αγγλίας και διέκοψε κάθε σχέση με τον Άξονα.
Ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου ο Μεταξάς λέει το μεγαλοπρεπέστατο ΟΧΙ στον Γκράτσι και από εκείνη τη στιγμή ξεκινά ένα διπλωματικό παιχνίδι που κορυφώνεται τον Δεκέμβριο του ΄40. Οι Γερμανοί αρχίζουν να σκέφτονται το ενδεχόμενο να κάνουν σύμμαχο τους την Ελλάδα και να την «πάρουν» έτσι από την επιρροή των Βρετανών. Το γεγονός αυτό δεν είναι τόσο γνωστό σήμερα στο ευρύ κοινό, ωστόσο είναι τόσο σημαντικό που αν τελικά συνέβαινε θα άλλαζε σε μεγάλο βαθμό την ιστορία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
Στη Μαδρίτη, ο Ούγγρος πρεσβευτής Αντόρκα, κατόπιν εισήγησης του Βίλχελμ Φόν Κανάρις, πρότεινε στον Έλληνα πρεσβευτή Αργυρόπουλο ένα εμπιστευτικό σχέδιο του Χίτλερ που όριζε άμεσα διακοπή εχθροπραξιών μεταξύ Ελλάδας και Ιταλών στα βουνά της Αλβανίας και αυτόματη κατοχύρωση όσων εδαφών κατείχε εκείνη τη στιγμή η χώρα μας. Μοναδικό αντάλλαγμα που ζητούσαν οι Γερμανοί ήταν η απόλυτη ουδετερότητα της Ελλάδας και η απομάκρυνση όλων των Βρεταννικών ενόπλων σωμάτων. Μάλιστα, λίγες μέρες μετά φτάνει στην Αθήνα ο Ρίμπεντροπ και συναντά τον Μανιαδάκη όπου του αναλύει το σχέδιο. Η ελληνική πλευρά. μέσω του Μεταξά ζητά ένα μήνα για να απαντήσει και το θέμα λήγει εκεί.
Στις αρχές Ιανουαρίου ο Μεταξάς γράφει στο Ημερολόγιό του: «Από Άγγλους εγκατάλειψις, από Γερμανούς επίθεσις. Ας πέσουμε σαν άνδρες…».
Οι Άγγλοι παρότι ήταν σύμμαχοι αδυνατούσαν ή καλύτερα δεν ήθελαν να ενισχύσουν με επιπλέον δυνάμεις την άμυνα στην Ελλάδα. Όπως επίσης δεν είχαν σκοπό να αφήσουν την Ελλάδα να διεκδικήσει την Κύπρο και τη Βόρεια Ήπειρο.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Μεταξάς πεθαίνει την 29 Ιανουαρίου 1941 από φλεγμονή του φάρυγγα, δύο μέρες πριν τη λήξη της προθεσμίας, για να απαντήσει στους Γερμανούς. Η ασθένειά του σε καμία περίπτωση δεν προιδέαζε κίνδυνο για την ζωή του, πόσο μάλλον και από τη στιγμή που τον παρακολουθούσαν δώδεκα κορυφαίοι γιατροί της χώρας.
Πολλοί εικάζουν ότι ο Μεταξάς δολοφονήθηκε από τους Βρετανούς, για να μην δεχθεί την πρόταση του Χίτλερ που θα έδινε στην Ελλάδα, όχι μόνο τα Δωδεκάνησα αλλά τη Βόρεια Ήπειρο και την Κύπρο. Η παρουσία ενός Άγγλου υπίατρου που μάλιστα του έκανε ενέσεις χωρίς κανείς μέχρι σήμερα να γνωρίζει τίποτα γι’ αυτόν μπορεί να κάνει πιστευτή την υπόνοια. Όπως και να ‘χει, ο θάνατός του σηματοδοτεί την οριστική τοποθέτηση της χώρας μας στο συμμαχικό μέτωπο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και την σταδιακή παρεμβολή της Αγγλίας στα εσωτερικά θέματα της Ελλάδας.