Όταν οι πολίτες αρχίζουν να μην καταλαβαίνουν τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, κάτι πάει λάθος. Και αντί να κατηγορούμε τους πολίτες για «ποινικό λαϊκισμό», καλό είναι να σκύψουμε πάνω στο πρόβλημα για να βρούμε τι φταίει. Κυβέρνηση και Κοινοβούλιο υποκαθιστούν τη Δικαιοσύνη με φωτογραφικούς κανόνες δικαίου και με ωμές παρεμβάσεις σε ενεργές δίκες.
Από τον Μανώλη Κοττάκη
Η Δικαιοσύνη είναι βασικός πυλώνας του δημοκρατικού πολιτεύματος, την αποκατάσταση του οποίου τιμούμε σήμερα. Κάθε απόπειρα αμφισβήτησής της, λοιπόν, πρέπει να μας προβληματίζει και να μας βάζει σε σκέψεις. Ο κλασικός τρόπος που σκεπτόμασταν έως σήμερα, ότι κανείς δεν μπορεί να αξιολογεί τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης και ως εκ τούτου όποιος το επιχειρεί θα συναντά την μήνιν και την κατακραυγή των Ενώσεων Δικαστών και Εισαγγελέων και των δικηγορικών συλλόγων, δυστυχώς δεν ισχύει πια, με ευθύνη των ίδιων των συνδικαλιστικών οργάνων της Δικαιοσύνης. Από τη στιγμή που αυτά τα συνδικαλιστικά όργανα άφησαν ασχολίαστο το γεγονός ότι ένας πρώην πρωθυπουργός υπέβαλε μήνυση κατά εισαγγελέως Διαφθοράς που χειριζόταν υπόθεσή του και από τη στιγμή που δεν μίλησε κανείς όταν έγινε ριφιφί στο σπίτι και το γραφείο της ίδιας εισαγγελικής λειτουργού, ο κανόνας «έσπασε». Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Με ευθύνη των ίδιων των συνδικαλιστών της Δικαιοσύνης που σιώπησαν, επαναλαμβάνω.
Τι φταίει, λοιπόν; Σίγουρα δεν μπορεί να φταίει ο πολίτης όταν πληροφορείται ότι μένει ελεύθερος ένας καταδικασμένος για βιασμό. Σίγουρα δεν φταίει ο πολίτης όταν ακούει ότι όσοι κάθισαν στο εδώλιο για την περίφημη υπόθεση ναρκωτικών του «Noor 1» αφέθηκαν τελικώς ελεύθεροι. Σίγουρα δεν φταίει ο πολίτης όταν διαβάζει ότι η Novartis υποχρεώθηκε από την αμερικανική Δικαιοσύνη σε καταβολή προστίμου «μαμούθ» 310.000.000 δολαρίων για πράξεις διαφθοράς στην Ελλάδα, αλλά στην πατρίδα μας δεν κατέβαλε έως τώρα δεκάρα τσακιστή. Ούτε κάποιος Ελλην διεφθαρμένος αξιωματούχος φυλακίστηκε. Σίγουρα, τέλος, δεν φταίει ο πολίτης όταν διαβάζει ότι τα περισσότερα στελέχη του ΟΤΕ και της Siemens που κατηγορήθηκαν για δωροδοκίες και απιστία περί την υπηρεσία είναι σήμερα στο σπίτι τους. Ανετα και ωραία.
Τι φταίει και ποιος φταίει, λοιπόν; Είναι οι δικαστές μας ευάλωτοι; Η απάντηση είναι όχι. Η συντριπτικότατη πλειονότης είναι τιμία, αδαμάντινη, ακεραία. Ωστόσο, υπάρχουν τρεις βασικές αιτίες στις οποίες, νομίζω, οφείλεται πως ορισμένες δικαστικές αποφάσεις είναι τόσο χοντροκομμένες και, ναι, απέχουν από αυτό που ονομάζουμε κοινό περί δικαίου αίσθημα. Η πρώτη αιτία είναι ο ίδιος ο νόμος, το περιεχόμενο του νόμου, για το οποίο δεν ευθύνονται οι δικαστές που τον εφαρμόζουν, αλλά οι νομοθέτες, το Κοινοβούλιο. Αν το Κοινοβούλιο νομοθετήσει έναν ανήθικο νόμο, δυστυχώς το πολίτευμά μας δεν έχει μεγάλα περιθώρια να τον ακυρώσει. Το Κοινοβούλιο μπορεί να ελέγξει τη συνταγματικότητα νόμου που ψηφίζει συνήθως με πρόταση της αντιπολίτευσης, αλλά ο κανόνας είναι ότι αυτές οι προτάσεις απορρίπτονται. Σπανίως υιοθετούνται! Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει δικαίωμα αναπομπής νόμου, όπως στο Σύνταγμα του 1975, τα δε δικαστήρια στο πλαίσιο του διάχυτου ελέγχου συνταγματικότητας μπορούν, αν είναι τέτοια η διατύπωσή του, να ελέγξουν τη συμβατότητά του με τον καταστατικό μας χάρτη. Μέχρις εκεί.
Τι συμβαίνει στην πράξη, λοιπόν; Παστρικές δουλειές. Κυβέρνηση και Κοινοβούλιο υποκαθιστούν τη Δικαιοσύνη με φωτογραφικούς κανόνες δικαίου και με ωμές παρεμβάσεις σε ενεργές δίκες. Οταν οι πολιτικές μας δυνάμεις κάνουν το κόλπο νόμο, ο δικαστής ακινητοποιείται, αχρηστεύεται, δεσμεύεται, κάθεται στη θέση του και δικάζει ο νομοθέτης βουλευτής. Καμιά φορά και η ίδια η μαφία, όταν καταφέρνει να μετατρέπει προϊόντα υποκλοπής σε νόμιμο αποδεικτικό μέσο.
Παράδειγμα ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2019 από την πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ – Ποταμιού με τη Ν.Δ. απούσα. Προσοχή. Οχι καταψηφίσασα τις διατάξεις-σκάνδαλο, απλώς απούσα. Τάχα δεν γνώριζε για το έγκλημα. Ο νέος αυτός κώδικας εφαρμόστηκε σε πλείστες όσες εκκρεμείς δίκες που αφορούσαν κρατικούς αξιωματούχους, επιχειρηματίες, στελέχη τραπεζών, κάθε καρυδιάς καρύδι. Σε καραμπινάτες υποθέσεις διαφθοράς, όπως η Siemens. Kαι το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Ολοι ελεύθεροι! Στην υπόθεση Siemens το κακούργημα της απιστίας περί την υπηρεσία μετετράπη σε ιδιωτικό αδίκημα διαφθοράς με βάση τη διεθνή σύμβαση και όλοι οι κατηγορούμενοι που έβαλαν υπογραφή στη σύμβαση των ψηφιακών τηλεφώνων του ΟΤΕ το 1996 πήγαν σπίτια τους με δικαστική απόφαση. Ερώτημα: Φταίνε οι δικαστές γι’ αυτό; Απάντηση, όχι. Κλήθηκαν να εφαρμόσουν ως κανόνα δικαίου το ψηφισμένο διακομματικά σκάνδαλο του νέου Ποινικού Κώδικα.
Η δεύτερη αιτία ακατανόητων δικαστικών αποφάσεων και ενεργειών είναι η εξάρτηση των προαγωγών δικαστικών λειτουργών από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία. Ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος δεν παρέλαβε από το FBI τις πληροφορίες για τραπεζικό λογαριασμό πολιτικού προσώπου που φέρεται ότι είχε οκταψήφιο αριθμό κατάθεσης σε δολάρια, είχε την προσδοκία ότι θα προαχθεί σε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Δεν προήχθη, θα εξετίθετο η κυβέρνηση για συναλλαγή. Ετερος εισαγγελεύς, ο οποίος κατήγγειλε πολιτικό πρόσωπο στην υπόθεση Novartis, αλλά, όταν του ζητήθηκε να παραλάβει στο εξωτερικό στοιχεία από τα Panama Papers, δεν ταξίδεψε (γιατί του άρεσε η ντόλτσε βίτα), είχε επίσης την ίδια προσδοκία: Να προαχθεί από το υπουργικό συμβούλιο. Δεν προήχθη γιατί και εδώ θα φώναζε η συναλλαγή. Εισαγγελέας που επίσης επετέθη σε πολιτικό πρόσωπο -στην κατάθεσή της βασίζεται η πρόταση παραπομπής του στο Ειδικό Δικαστήριο- προήχθη. Παρά την αρνητική εισήγηση της Επιθεώρησης.
Οι πολίτες ούτε τα ξέρουν ούτε είναι σε θέση να τα παρακολουθήσουν όλα αυτά για να αντιληφθούν ότι δικαστικές ενέργειες σε μεγάλες υποθέσεις μείζονος σημασίας (ολίγων πλην αρκετών, για να πλήξουν την εικόνα της Δικαιοσύνης, λειτουργών) διαμορφώνονται εξαιτίας της εξάρτησης των προαγωγών της δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική.
Η τρίτη αιτία που ο κόσμος δεν καταλαβαίνει τις δικαστικές αποφάσεις, είτε αυτές τελούνται διά πράξεως είτε διά παραλείψεως, είναι η πλέον στενόχωρη. Κάτι τρέχει και στο δικαστικό σώμα. Γράφω «και» διότι όλοι οι θεσμοί έχουν πρόβλημα. Κάτι τρέχει όταν εισαγγελεύς που διαχειρίζεται καταγγελία σκανδάλου εις βάρος πολυεθνικής εταιρίας έχει καραμπινάτο κώλυμα (ο σύζυγος συνεργαζόταν με την εταιρία αυτή) και δεν το αναφέρει για να εξαιρεθεί. Ηθικό κώλυμα, εννοώ. (Στις μέρες μας πολλά πράγματα είναι νόμιμα, δεν είναι πάντοτε όμως και ηθικά). Κάτι τρέχει όταν εισαγγελέας δηλώνει ότι έχασε κρίσιμα έγγραφα υποθέσεως επειδή έπιασε υγρασία η οικία του! Κάτι τρέχει όταν ο Αρειος Πάγος κλωθογυρίζει δύο τρία χρόνια φάκελο με καταγγελία για διαφθορά εις βάρος πρώην υπουργού και δεν τον διαβιβάζει στο δικαστικό συμβούλιο διά τα περαιτέρω. Κάτι τρέχει όταν εισαγγελεύς επισκέπτεται στην οικία του και στο γραφείο του υπουργό, τέως συνάδελφό της, για να τον συμβουλευτεί σε χειρισμό υπόθεσης και μετά στα ζόρια τον καταγγέλλει για… παρέμβαση στο έργο της. Δεν είναι κανονικά όλα τα παραπάνω. Τίποτε δεν είναι κανονικό.
Και ο μέσος πολίτης, ασχέτως αν σπούδασε νομικά ή γνωρίζει το Σύνταγμα για να νομιμοποιείται να αξιολογεί τους νόμους, έχει στην εποχή της πληροφορίας το εξής προνόμιο: να αντιλαμβάνεται σε χοντρές γραμμές τι είναι δίκαιο και τι είναι άδικο. Δεν απαιτείται πτυχίο Νομικής γι’ αυτό!
Ο φορτηγατζής στις Σέρρες που δεν φορούσε μάσκα μέσα στην καμπίνα της νταλίκας που οδηγούσε τον καιρό της πανδημίας συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε και εξέτισε την ποινή του στο σύνολό της! Τρεις μήνες έμεινε μέσα επειδή η έφεσή του δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Ο υπουργός του ΠΑΣΟΚ, που καταδικάστηκε με νόθευση εγγράφου για τη «λίστα Λαγκάρντ», έμεινε έξω γιατί το δικαστήριο του χορήγησε αναστολή. Το ίδιο και ο άλλος υπουργός του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος καταδικάστηκε για μίζα 300.000 μάρκων. Αναστολή. Το ίδιο και ο σκηνοθέτης με τον βιασμό. Αναστολή. Και που έμεινε φυλακή… χάρη τούς έκανε!
Αυτές είναι, λοιπόν, οι βασικές αιτίες που οι πολίτες εξεγείρονται, οι οποίες ανεξαρτήτως αφετηρίας έχουν γνωστό τερματισμό. Τη δημοκρατία των επωνύμων. Ή καλύτερα: Το καθεστώς των προνομίων των επωνύμων. Εχω μέσα μου μια κρυφή ελπίδα ότι η νέα ηγεσία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, που σφράγισε την πορεία της στον χώρο μέσα από συγκρούσεις και όχι μέσα από συμβιβασμούς, θα σηκώσει το λάβαρο για να αποκαταστήσει την τρωθείσα στα μάτια εκατομμυρίων Ελλήνων τιμή της ελληνικής Δικαιοσύνης.