Η Άλωση της Βαστίλης φερόμενη εναλλακτικά ως Κατάληψη, ή Παράδοση, ή Πτώση της Βαστίλης ήταν επεισόδιο που συνέβη στο Παρίσι στις 14 Ιουλίου του 1789 κατά το προοίμιο της Γαλλικής Επανάστασης και που αφορούσε την ένοπλη κατάληψη των φυλακών «Βαστίλης Αγίου Αντωνίου» όπως ήταν ο επίσημος τίτλος, με στόχο τη διαρπαγή του φυλασσόμενου εκεί οπλισμού.
Το επεισόδιο αυτό καθεαυτό, εκτός των 200 περίπου θυμάτων, ήταν περιορισμένης σημασίας και καμία ουσιώδη πολιτειακή αλλαγή ή κάποιο άλλο συνταρακτικό γεγονός δεν επέφερε.
Παρά ταύτα η μετέπειτα προπαγάνδα (ενενήντα χρόνια αργότερα) το ανήγαγε σε σύμβολο της Γαλλικής Επανάστασης, καθιερώνοντας μάλιστα την ημερομηνία του γεγονότος σε εθνική επέτειο της Γαλλίας.
(Κατά τον Μεσαίωνα Βαστίλη ονομαζόταν οποιοσδήποτε πύργος ή φρούριο που χτιζόταν προς ενίσχυση ενός τείχους και συνηθέστερα παρά τις Πύλες του τείχους. Το Παρίσι είχε πολλές Βαστίλες, πλην όμως καθιερώθηκε να λέγεται η συγκεκριμένη του Αγίου Αντωνίου από το γεγονός που συνέβη το 1789 και την πολιτική προπαγάνδα που ακολούθησε επ΄ αυτού. Ετυμολογικά το όνομα Βαστίλη προέρχεται από την ίδια ρίζα του ρήματος «μπατίρ»(= οικοδομώ) ΜΕΕ τ.Στ΄, σ.816)
Γενικά
Καταρχήν η Βαστίλη ήταν ένα μεσαιωνικό οκτάπυργο παραλληλόγραμμο φρούριο, του οποίου η οικοδόμηση ολοκληρώθηκε το 1383 κατ’ εντολή του βασιλιά Καρόλου Ε΄ στο ανατολικό τείχος του Παρισιού, και συγκεκριμένα παρά την Πύλη του Αγίου Αντωνίου, εξ ου και η επίσημη ονομασία «Βαστίλη Αγίου Αντωνίου», για προστασία από επιθέσεις των Άγγλων.
Περί τον 17ο αιώνα η Βαστίλη μετατράπηκε σε κρατικές πολιτικές φυλακές, όχι από τους βασιλείς της Γαλλίας αλλά από τον Καρδινάλιο Ρισελιέ, συνεχίζοντας όμως να διατηρεί οπλοστάσιο. Λόγω του πολύ περιορισμένου αριθμού των κελιών ο μέσος ετήσιος αριθμός των φυλακισμένων σ’ αυτό ήταν περίπου 40. Συνηθέστεροι κρατούμενοι αυτής ήταν πολιτικοί ταραχοποιοί κατόπιν «βασιλικής ενσφράγιστης παραγγελίας», σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία, που επείχε θέση τελεσίδικης απόφασης χωρίς δικαίωμα προσφυγής σε ένδικα μέσα, καθώς και άτομα κατ’ απαίτηση των οικογενειών τους, είτε για ανυπακοή, είτε για να εμποδιστεί κάποιος διασυρμός.
Επί βασιλείας Λουδοβίκου ΙΔ΄ ήταν τόπος κράτησης καταδικασμένων από τη δικαιοσύνη, τελώντας υπό την εποπτεία του αρχηγού της αστυνομίας, ενώ επί Φιλίππου Β΄, δούκα της Ορλεάνης, κρατούνταν και πολιτικά πρόσωπα που είχαν καταδικαστεί από το κοινοβούλιο.
Κατά την περίοδο της λειτουργίας του φρουρίου ως φυλακής είχαν αναπτυχθεί διάφοροι σκοτεινοί θρύλοι απολυταρχισμού, όπως περί θανάτων των κρατουμένων, των μέσων και των τρόπων καταστολής ή βασανιστηρίων κ.λπ., που σχεδόν όλα αποτελούσαν αποκυήματα φαντασίας. Πηγές αυτών των θρύλων υπήρξαν δύο βιβλία που είχαν εκδοθεί λίγα χρόνια πριν τη Γαλλική Επανάσταση. Από τις ιστορικές έρευνες όμως διαπιστώθηκε ότι μόλις στο 1% των κρατουμένων είχε συμβεί θάνατος (αυτοκτονία ή πάθηση).
Το 1784 (πέντε χρόνια πριν την επανάσταση) ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ΄, μετά από πρόταση του τότε υπουργού των οικονομικών Νεκέρ, προγραμμάτισε την κατεδάφιση της Βαστίλης λόγω του τεράστιου κόστους συντήρησής της. Έτσι κατά το έτος της επανάστασης οι κρατούμενοι της φυλακής ήταν μόλις επτά, εκ των οποίων τέσσερις παραχαράκτες, δύο επίσκοποι και ένας ευγενής κρατούμενος κατά παραγγελία της οικογενείας του. Τελικά η Βαστίλη άρχισε να κατεδαφίζεται από την επομένη της άλωσης.
Γεγονότα πριν την άλωση
Παρά τη νίκη της Γαλλίας επί της Αγγλίας στον αμερικανικό πόλεμο της ανεξαρτησίας όπου και ακολούθησε η Συνθήκη των Βερσαλιών του 1786, γεγονός που είχε ευνοήσει ιδιαίτερα την προπαγάνδα – διακίνηση των φιλελεύθερων ιδεών, του λεγόμενου Διαφωτισμού, το δημόσιο έλλειμμα συνεχώς διογκωνόταν. Βασική αιτία ήταν οι συνεχείς συνάψεις δανείων που προέβαινε ο επόπτης των οικονομικών Καλόν (Calonne) (είχε αντικαταστήσει τον τραπεζίτη Ζακ Νεκέρ), από το 1783 μέχρι το 1786. Το 1786, πολύ αργά πλέον, ο Καλόν πρότεινε την φορολογική ισότητα με σειρά οικονομικών μέτρων που έπλητταν περισσότερο τις προνομιούχες τάξεις των ευγενών και των κληρικών, οι οποίες και απεφάσισαν να αντιδράσουν.
Έτσι στη διετία 1787-1788 ξέσπασε η λεγόμενη «αριστοκρατική επανάσταση» που υποχρέωσε τον βασιλέα να απολύσει τον Καλόν, τη θέση του οποίου ανέλαβε ο Μπριέν, ο οποίος με τη σειρά του αδυνατώντας να διαχειριστεί το ζήτημα αντικαταστάθηκε από τον Νεκέρ ορίζοντας τελικά σύγκληση – συνέλευση και των τριών Γενικών Τάξεων προς διευθέτηση του οικονομικού ζητήματος ώστε να αναλάβουν όλοι μερίδιο ευθύνης διά ψηφοφορίας, μέτρο που κάθε άλλο παρά απολυταρχικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Πράγματι η συνέλευση αυτή ξεκίνησε στις 5 Μαΐου του 1789 έχοντας η Τρίτη Τάξη (η αστική) διπλασιάσει τον αριθμό των αντιπροσώπων της με εκλογές που διεξήχθησαν τον Δεκέμβριο του 1788 σε γενική ατμόσφαιρα ηρεμίας, με έγκριση της κυβέρνησης, αρνούμενη όμως η τελευταία την ψήφιση «κατά κεφαλή» αντί «κατά τάξη». Σημειώνεται ότι ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ κατά τον εναρκτήριο λόγο του στη Συνέλευση δεν παρουσίασε κανένα οικονομικό πρόγραμμα προκειμένου να μη δεσμεύσει τη συνέλευση και ούτε πήρε θέση στο ζήτημα της ψήφισης «κατά κεφαλή ή κατά τάξη» αλλά ούτε και έκανε μνεία επ’ αυτών, αντίθετα ευχήθηκε την ευόδωση του έργου της. Αντίθετη θέση στο ζήτημα της ψήφισης είχαν οι άλλες δύο παραδοσιακές τάξεις, των ευγενών και των κληρικών.
Οι εργασίες της Συνέλευσης συνεχίζονταν και τον Ιούνιο, διακοπτόμενες όμως τακτικά από περιορισμένες ταραχές του λαού που διαμαρτύρονταν για την οικονομική ύφεση, την ανεργία και την πείνα που είχε προκύψει τόσο από την κρίση στη βιομηχανία και το εμπόριο που είχε παραλύσει όλα τα επαγγέλματα όσο και η συγκυρία της καταστροφής της συγκομιδής του προηγούμενου έτους. Κάτω από αυτές της συνθήκες οι αντιπρόσωποι της Τρίτης Τάξης καθοδηγούμενοι ιδεολογικά από τον Εμμανυέλ Ζοζέφ Σιεγές και πιστεύοντας ότι εκπροσωπούν την κοινή γνώμη του λαού, στις 17 Ιουνίου αυτοανακηρύσσονται Εθνοσυνέλευση και τρεις ημέρες αργότερα, στις 20 Ιουνίου, υπό την προεδρία του Ζαν Συλβαίν Μπαγύ δεσμεύτηκαν με τον λεγόμενο όρκο του σφαιριστηρίου στη σύνταξη και ψήφιση συντάγματος.
Την αιφνίδια αυτή πολιτική εκτροπή προσπάθησε ο βασιλιάς να αναστείλει στις 23 Ιουνίου, φοβούμενος μια πιθανή εμφύλια σύγκρουση των τάξεων, καλώντας την Τρίτη Τάξη να ακυρώσει τις αποφάσεις της. Η αυτοαποκαλούμενη όμως εθνοσυνέλευση, στην οποία είχαν εισχωρήσει και μέλη των άλλων τάξεων αρνήθηκε να υπακούσει. Έτσι ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄, διαβλέποντας ότι η παρουσία ορισμένων στρατιωτικών μονάδων για τη διατήρηση της τάξης είχε αβέβαιο χαρακτήρα αλλά και την αγανάκτηση του λαού για την αδράνεια λήψης κάποιων ανακουφιστικών μέτρων, αναγκάστηκε τελικά να υποχωρήσει και να αποδεχθεί την εγκυρότητα της εθνοσυνέλευσης, προκειμένου να προχωρήσουν οι εργασίες της, προσδιορίζοντας όμως κάποια όρια παραχωρήσεων αντιπροσώπων (ειδικά της Τρίτης Τάξης). Στις 9 Ιουλίου η εθνοσυνέλευση ανακηρύχθηκε πλέον επίσημα σε σώμα, λαμβάνοντας την ονομασία Εθνική Συντακτική Συνέλευση.
Στις 11 Ιουλίου ο Λουδοβίκος παύει τον «πατριώτη υπουργό» (όπως αποκαλούταν από τους οπαδούς της Τρίτης Τάξης ο Ζακ Νεκέρ) με την εντολή να εγκαταλείψει τη Γαλλία λόγω της εκ μέρους του επιδειχθείσης «ακραίας συγκατάβασης» στις απαιτήσεις των Γενικών Τάξεων υπερβαίνοντας τα όρια παραχωρήσεων, διορίζοντας στη θέση του την ίδια ημέρα τον Μπρετέιγ.
Η αντικατάσταση αυτή έμελλε τελικά να γίνει η βασική αφορμή των ταραχών που ακολούθησαν το επόμενο τριήμερο με αποκορύφωμα την άλωση της Βαστίλης.
Ταραχές 12 και 13 Ιουλίου
Η αποπομπή του Νεκέρ συνέβη ημέρα Σάββατο, μετά από εισήγηση – απόφαση του ανακτοσυμβουλίου, τα μέλη του οποίου ανήκαν βεβαίως στη τάξη των ευγενών. Αυτή έγινε ευρύτερα γνωστή στο Παρίσι το μεσημέρι της επομένης και παρότι ήταν Κυριακή η είδησή της επέφερε μεγάλη αναστάτωση στην κοινωνία της πόλης με συνέπεια ν’ αρχίσουν να διασπείρονται και να προβάλλονται ανεξέλεγκτα διάφορες εικασίες και φήμες όπως π.χ. για επικείμενο βασιλικό πραξικόπημα, δίωξη κάποιων μελών της εθνοσυνέλευσης, απαγόρευση λειτουργίας καταστημάτων και διάθεσης τροφίμων, κ.ά. που ουσιαστικά αποκάλυπταν τον υφιστάμενο φόβο της κοινωνίας για τυχόν ματαίωση των ούτως ή άλλως αναγκαίων και αναμενόμενων μεταρρυθμίσεων.
Έτσι άρχισαν να συγκροτούνται διάφορες ομάδες εξοργισμένων πολιτών της αστικής τάξης και να περιδιαβαίνουν τους δρόμους της πόλης κρατώντας αφίσες του Νεκέρ και του Δούκα της Ορλεάνης, ένθερμου υποστηρικτή των μεταρρυθμίσεων και της αστικής τάξης, προβαίνοντας σε διαμαρτυρίες κατά του Βασιλέως και της κυβέρνησης καλώντας τον λαό σε συστράτευση ενάντια των φημολογούμενων. Στις ομάδες αυτές που συνεχώς πλήθαιναν δεν άργησαν να εισέλθουν αναρχικά και κακοποιά στοιχεία έτοιμα για καταστροφές και λεηλασίες.
Περί τις απογευματινές ώρες ένας Παριζιάνος δημαγωγός – δημοσιογράφος και αποτυχημένος δικηγόρος λόγω τραυλισμού, ο Καμίλ Ντεμουλέν, έχοντας εγκατασταθεί στον ανοικτό κήπο του «Παλαί Ρουαγιάλ», οικία του Δούκα της Ορλεάνης, κρατώντας στο χέρι όπλο άρχισε να καλεί και να διεγείρει τον κόσμο για επικείμενη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου αναφωνώντας σχετικά: «Πολίτες, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, η απόλυση του Νεκέρ είναι η κωδωνοκρουσία του Αγίου Βαρθολομαίου για όλους τους πατριώτες. Απόψε το βράδυ τα ελβετικά και γερμανικά τάγματα θα βγουν από το στρατόπεδό τους για να μας αφανίσουν όλους. Μία οδός σωτηρίας απομένει, να πάρουμε τα όπλα!», προτρέποντας ακόμα όλοι οι πατριώτες συγκροτώντας εθνοφρουρά να φέρουν την τρίχρωμη κονκάρδα ώστε ν’ αναγνωρίζονται μεταξύ τους.
Παρότι η επιδειχθείσα συνεχής υποχωρητικότητα του βασιλιά δεν άφηνε περιθώρια ούτε κατά σκέψη ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, πολύ δε περισσότερο και με ξένες μισθοφορικές και πολύ περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις, εντούτοις η παραπάνω εικασία έγινε πιστευτή και απετέλεσε τη σπίθα της μεταβολής του πλήθους των μέχρι τότε διαμαρτυρομένων πολιτών σε όχλο στασιαστών που θα έκανε πλέον οτιδήποτε τουλάχιστον για να εξοπλιστεί.
Έτσι πρώτοι στόχοι που δέχθηκαν τη μανία του πλήθους και υπέστησαν προσβολή λεηλασία και καταστροφή ήταν τα καταστήματα πώλησης όπλων και τα διάφορα οπλουργεία του Παρισιού. Δεν άργησε όμως να σημειωθεί και η πρώτη σύγκρουση κάποιας ομάδας των στασιαστών με μια γερμανική ίλη ιππικού στη θέα της οποίας αναγκάστηκαν να σκορπιστούν παρά την πλατεία Λουδοβίκου ΙΕ΄ (σημερινή πλατεία Κονκόρντ), και να σημειωθούν αρκετοί τραυματισμοί και τρεις θάνατοι στασιαστών.
Κατά τις βραδυνές ώρες οι λεηλασίες άρχισαν να επεκτείνονται και σε καταστήματα τροφίμων, όπως παντοπωλεία, μανάβικα, αποθήκες κ.λπ. και να σημειώνονται οι πρώτοι εμπρησμοί δημοσίων κτιρίων όπως των τελωνείων (που λειτουργούσαν ως δημόσια ταμεία) θεωρούμενα υπεύθυνα για την άνοδο των τιμών. Οι καταστροφές αυτές συνεχίστηκαν όλη τη νύκτα αποκορύφωμα των οποίων ήταν η εισβολή του μανιασμένου όχλου στο μοναστήρι του Αγίου Λαζάρου που λειτουργούσε και ως πτωχοκομείο. νοσοκομείο και σχολείο, όπου σύμφωνα με τις διαδόσεις υπήρχε εκεί μεγάλη περιουσία της Εκκλησίας, τελικά βρέθηκαν και λεηλατήθηκαν 52 κάρα με σιτάρι, ενώ πυρπολήθηκε η σπουδαία βιβλιοθήκη του Μοναστηριού.
Το ξημέρωμα της 13ης Ιουλίου βρίσκει το Παρίσι να έχει υποστεί τη νύκτα του Αγίου Βαρθολομαίου, όχι βέβαια από στρατιωτικές μονάδες, σύμφωνα με τη φημολογία, που καμία δεν κινήθηκε να σταματήσει τα έκτροπα, αλλά από τους ίδιους τους στασιαστές που σημειωτέον στην πλειονότητα είχαν πλήξει περιουσίες της αστικής τάξης, εκτός του μοναστηριού και των τελωνείων που ουσιαστικά αυτές επιδείνωσαν την οικονομική κατάσταση της Γαλλίας.
Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη τη φρούρηση του Παρισιού και την τήρηση της τάξης ασκούσε η ανακτορική φρουρά η λεγόμενη «των Γάλλων Φρουρών» που συγκροτούνταν σε σύνταγμα 3600 ανδρών διαιρούμενο σε έξι τάγματα, δύο λόχων έκαστο, δύναμης κάθε λόχου 300 ανδρών, έχοντας έδρα τα ανάκτορα των Βερσαλιών. Οι Γάλλοι Φρουροί που στελεχωνόταν μόνο από Γάλλους και κυρίως Παριζιάνους με ιδιαίτερα κριτήρια ύψους και εμφάνισης, όλως περιέργως δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια καταστολής, ή τουλάχιστον κάποιου περιορισμού των καταστροφών.
Το πρωί της Δευτέρας 13 Ιουλίου, θορυβημένη η Εθνοσυνέλευση από τα έκτροπα που είχαν συμβεί και τους πληγέντες εξ αυτών αλλά και από το κατρακύλισμα των χρηματιστηριακών αξιών που σημειώνονταν ως φυσικό επόμενο, αποφασίστηκε κατ’ απόλυτη προτεραιότητα η συγκρότηση ένοπλης πολιτοφυλακής συγκροτημένης από 48.000 «πατριώτες» (από την αστική τάξη), δεκατετραπλάσια της ανακτορικής φρουράς για διασφάλιση της τάξης χωρίς να προσδιορίζεται εξ αρχής ούτε η νόμιμη προμήθεια ή διάθεση των όπλων, αλλά ούτε τα προσόντα ή ικανότητα των προς κατάταξη πολιτοφυλάκων.
Αντ’ αυτών τις απογευματινές ώρες ορίστηκε μόνιμη επιτροπή στο Δημαρχείο του Παρισιού η οποία θα έκανε τη στρατολόγηση και τη χρέωση του οπλισμού. Η επιτροπή αυτή την επομένη το πρωί θα δώσει το σύνθημα της αρπαγής όπλων απ’ οποιαδήποτε κρατική αποθήκη ή οπλοστάσιο, σε αντίθεση προς τον δήμαρχο του Παρισιού, που πάσχιζε για μια νόμιμη διάθεση. Έτσι εν ονόματι της τάξης θα σημειωθεί η απόλυτη αταξία.
Άλωση – 14 Ιουλίου
Το πρωί της 14ης Ιουλίου του 1789, ημέρα Τρίτη, ο μαινόμενος όχλος των στασιαστών, αφού προηγουμένως είχε ρημάξει, πυρπολήσει και λεηλατήσει περιουσίες, τα 4/5 των τελωνείων του Παρισιού και ολοκληρώσει την καταστροφή της Μονής του Αγίου Λαζάρου, σπεύδει πλέον ως θριαμβευτής της κατάστασης να ενταχθεί στις τάξεις της πολιτοφυλακής που οργανώνονται από την επαναστατική επιτροπή στο Δημαρχείο του Παρισιού.
Ο εκτελών χρέη δημάρχου του Παρισιού, κοσμήτορας των εμπόρων, Ζακ ντε Φλεσέλ, που είχε εκλεγεί από τον Απρίλιο, προσπαθεί να πείσει ότι αναμένει 12.000 τουφέκια μετά από παραγγελία αγοράς, πλην όμως δεν εισακούγεται. Οι στασιαστές ζητούν άμεση διάθεση όπλων έστω και δια της βίας. Έτσι αποφασίζεται από την επαναστατική επιτροπή η έφοδος στο Μέγαρο των Απομάχων (Hotel des Invalides), όπου υπήρχε αποθήκη οπλισμού.
Σημειώνεται ότι την προηγουμένη το απόγευμα αντιπροσωπεία της επαναστατικής επιτροπής είχε μεταβεί στο Μέγαρο των Απομάχων και είχε ζητήσει την παράδοση του αποθηκευμένου εκεί οπλισμού για τον εξοπλισμό της πολιτοφυλακής, πλην όμως ο διοικητής του Μεγάρου τους είχε αρνηθεί και η αντιπροσωπεία έφυγε άπρακτη χωρίς να δοθεί κάποια συνέχεια.
Έφοδος στο Μέγαρο των Απομάχων
Γύρω στις 9 το πρωί ένα πολύμορφο πλήθος στασιαστών με προπομπούς τυμπανιστές αρχίζει να κινείται στους κεντρικούς δρόμους του Παρισιού με κατεύθυνση το Μέγαρο των Απομάχων, αποφασισμένο άλλη μια φορά για λεηλασία ή εμπρησμό. Παρότι το Μέγαρο βρίσκεται σχετικά πολύ κοντά σε στρατόπεδα πεζικού και πυροβολικού της Ελβετικής Φρουράς, στο λεγόμενο «Πεδίο του Άρεως», όπου και η Στρατιωτική Ακαδημία του Παρισιού, ο διοικητής της φρουράς δεν προβαίνει σε καμία ενέργεια καταστολής ή προστασίας, αλλά αντίθετα μετακινεί τις δυνάμεις του προς άλλη κατεύθυνση φερόμενος να εγκαταλείπει τη θέση του και αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους στασιαστές. Οι τελευταίοι πηδώντας τις τάφρους αρχίζουν να πολιορκούν το κτίριο απειλώντας να σπάσουν τις πόρτες.
Ο διοικητής του Μεγάρου παρότι διέθετε ένοπλη φρουρά αποφάσισε να μη συγκρουστεί ένοπλα με το πλήθος όπου και ακολούθησε εισβολή στα υπόγεια του Μεγάρου στα οποία βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 30.000 – 40.000 μουσκέτα, δηλαδή οπλισμός δεκαπλάσιος από εκείνο που έφερε όλη η ανακτορική φρουρά που ασκούσε αστυνομικά καθήκοντα στο Παρίσι. Τώρα οι στασιαστές έγιναν ένοπλοι, αλλά χωρίς σφαίρες και μπαρούτι. Αυτά θα τα αναζητήσουν στη Βαστίλη.
Έφοδος στη Βαστίλη
Η έφοδος στη Βαστίλη, μετά από πολύωρη πολιορκία των στασιαστών, έγινε το απόγευμα της 14ης Ιουλίου (1789). Το γεγονός όμως ότι ακολούθησε και δεν προηγήθηκε της εφόδου του Μεγάρου των Απομάχων αποκαλύπτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά και ταυτόχρονα ανατρεπτικά στοιχεία:
– Η εκεί αποθήκευση και ύπαρξη οπλισμού και εφοδίων, π.χ. σφαιρών και πυρίτιδας δεν ήταν εξ αρχής γνωστή στους στασιαστές. Έγινε γνωστή μετά την έφοδο στο Μέγαρο των Απομάχων.
– Πρωταρχικός στόχος της εφόδου ήταν η προμήθεια σφαιρών και πυρίτιδας, που αν αυτά υπήρχαν στο Μέγαρο τωμ Απομάχων θα κατάσχονταν και αυτή η έφοδος σε φρούριο δεν θα συνέβαινε.
– Ο αριθμός των κρατουμένων ήταν άγνωστος στους στασιαστές, η δε απελευθέρωσή τους έγινε κατά την κατάληψη ως δικαιολογία της παρανομίας τους, διαφορετικά με τον συμβολισμό μάλιστα που συνόδευε τη Βαστίλη κατά τους στασιαστές, (σύμφωνα με την προπαγάνδα), η έφοδος αυτή θα έπρεπε να είχε προηγηθεί ένα ή δύο εικοσιτετράωρα.
– Η έφοδος στο φρούριο δεν είχε αποφασιστεί εξ αρχής, ακόμα και μετά την έφοδο στο Μέγαρο των Απομάχων, θεωρώντας δεδομένο ότι σε μία τέτοια σύγκρουση και μάλιστα από στασιαστές έστω ένοπλους αλλά ουσιαστικά άοπλους με φρούριο επανδρωμένο, ο αριθμός των θυμάτων εξ αυτών θα είναι ιδιαίτερα μεγάλος.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τις τρεις προσπάθειες διαπραγματεύσεων που επιχειρήθηκαν πριν την έφοδο.
Πρώτη προσπάθεια διαπραγμάτευσης:
Περίπου στις 10:30, έχοντας ολοκληρωθεί η έφοδος και η κατάσχεση όπλων από το Μέγαρο των Απομάχων, ένα πλήθος των στασιαστών βρίσκεται ήδη γύρω από τη Βαστίλη με την πληροφορία ότι εκεί βρίσκεται αποθηκευμένη πυρίτιδα και σφαίρες (μολύβδινα βόλια). Η πληροφορία πράγματι είναι αληθής που φέρεται να δόθηκε είτε από το Μέγαρο των Απομάχων, που ως νοσοκομείο δεν θα μπορούσε ποτέ εκεί να αποθηκευτεί πυρίτιδα, είτε από τον απερχόμενο διοικητή της Ελβετικής Φρουράς στο Πεδίο του Άρεως, που φέρεται και περισσότερο πιθανή. Έτσι την αυτή ώρα φθάνει στη Βαστίλη η πρώτη αντιπροσωπεία επιτροπής εκλεκτόρων του δήμου προκειμένου ν΄ ακολουθηθεί η οδός της διαπραγμάτευσης.
Η Φρουρά της Βαστίλης, αποτελούμενη, λόγω ειρηνικής περιόδου αλλά και ενόψει επικείμενης κατάργησης και κατεδάφισης, από μόλις 114 άνδρες, (82 απόμαχοι και 32 μισθοφόροι Ελβετοί) έχει στο μεταξύ τεθεί σε συναγερμό, τα παράθυρα έχουν σφραγιστεί και στις επάλξεις έχουν εγκατασταθεί όπλα και κανόνια. Διοικητής της Φρουράς είναι ο μαρκήσιος Μπερνάρντ Ρενέ ντε Λωναί, αξιωματικός προερχόμενος από την ανακτορική φρουρά, ο οποίος και δέχεται με ευγένεια την αντιπροσωπεία προσκαλώντας την μάλιστα και για μεσημβρινό γεύμα. Οι συνομιλίες που φέρονται να περιστράφηκαν είτε σε παράδοση πολεμοφοδίων είτε στην εγκατάσταση στη Βαστίλη πολιτοφυλάκων μετατρεπόμενη έτσι σε έδρα της νέας πολιτοφυλακής δεν απέδωσαν και η αντιπροσωπεία επέστρεψε άπρακτη.
Δεύτερη προσπάθεια διαπραγμάτευσης:
Μία ώρα αργότερα, περί τις 11:30 ξεκινάει μια δεύτερη αντιπροσωπία αποτελούμενη από έναν απόστρατο και έναν δικηγόρο που και αυτή παρότι έγινε δεκτή με την υπόσχεση να μην ανοιχτεί πυρ κατά των στασιαστών που πολιορκούσαν έντονα το φρούριο κατάφερε τίποτε. Κατά τη διάρκεια όμως των συνομιλιών κάποιοι από το πλήθος κατάφεραν ν’ ανέβουν στον υπέρ την τάφρο προστατευτικό προμαχώνα προσπαθώντας να βάλουν φωτιά στην κρεμαστή γέφυρα της πύλης όπου και η φρουρά αντέδρασε με τα όπλα. Από εκείνη την ώρα (13:30) άρχισε σιγά σιγά να γενικεύονται οι επιθέσεις των στασιαστών και να μετατρέπεται ο προ της Βαστίλης χώρος σε πεδίο μάχης.
Τρίτη προσπάθεια διαπραγματεύσεων:
Γύρω στις 14:00 φθάνει στο χώρο ο αβάς Κλωντ Φωσέ έχοντας υψωμένο το ξίφος του προκαλώντας τους στασιαστές για ομαδική έφοδο. Λίγα λεπτά αργότερα φθάνει η τρίτη κατά σειρά αντιπροσωπεία της επιτροπής του δήμου, ιδιαίτερα πολυμελής και με περισσότερο επίσημο τρόπο φέροντας σημαία και με προπομπό τυμπανιστή.
Και αυτή η επιτροπή έγινε δεκτή, αφού κατέβηκε η κρεμαστή γέφυρα και εισήλθε στη Βαστίλη. Ο διοικητής του φρουρίου αναμένοντας ίσως οδηγίες από τις Βερσαλίες, ή σε κάποια πιθανή βοήθεια, συνέχιζε να παραμένει αρνητικός στην ικανοποίηση των αιτημάτων της επιτροπής όταν κατά το στάδιο των συνομιλιών αυτών συνέβη κάτι που ανέτρεψε τα μέχρι τότε δεδομένα και τη θέση υπεροχής του. Αυτό ήταν η μεγάλη λιποταξία που σημειώθηκε στην ανακτορική φρουρά. Από τα έξι τάγματα τα πέντε, δύναμης 3.000 ανδρών είχαν λιποτακτήσει και κάποιοι εξ αυτών, περίπου 60, είχαν προσχωρήσει με τον οπλισμό τους στους στασιαστές μεταφέροντας μάλιστα μπροστά στη Βαστίλη και πέντε κανόνια. Η δύναμη αυτή τελούσε υπό τις διαταγές του υπολοχαγού Ζακόμπ Ελί και του υπαξιωματικού Πιέρ Υλέν.
Οι στασιαστές, ενθουσιασμένοι από την κυριολεκτικά ένοπλη αυτή παρουσία και εκλαμβάνοντας την καθυστέρηση της εμφάνισης της αντιπροσωπείας από τη διαβούλευση ότι βρίσκεται υπό ομηρεία, ξεκίνησε την γενική έφοδο με επακόλουθο την άμεση διακοπή κάθε περαιτέρω διαπραγμάτευσης.
Παράδοση της Βαστίλης
Οι τρεις ώρες που ακολούθησαν υπήρξαν οι πιο δραματικές στην ιστορία της Βαστίλης του Αγίου Αντωνίου, την τελευταία φρουρά της και κυρίως τον τελευταίο διοικητή της, ο οποίος, ευρισκόμενος απομονωμένος από την ιεραρχία του, έπρεπε ν’ αποφασίσει μόνος του στο δίλημμα του καθήκοντος της προάσπισης επί του οποίου είχε ταχθεί ή της παράδοσης των αιτουμένων πολεμοφοδίων, που εκ των πραγμάτων η πολιτοφυλακή θα χρησιμοποιούσε ουσιαστικά εναντίον πολιτών του Παρισιού, πολύ δε περισσότερο αυτού τούτου του φρουρίου. Η δύναμη που διέθετε σε άνδρες αριθμητικά ήταν ελάχιστη έναντι του μαινόμενου όχλου που υπολογίζονταν σε χίλιους μαχητές, διατηρώντας όμως τετραπλάσια δύναμη πυρός, σε αριθμό κανονιών, ικανά να ανατινάξουν τα φερόμενα υπό των στασιαστών μαζί με τις ομοχειρίες τους σκορπίζοντας τον όλεθρο.
Λαμβάνοντας υπόψη την τεχνολογία της εποχής, τόσο τα όπλα όσο και τα κανόνια ήταν ιδιαίτερα δύσχρηστα σε σχέση με τα σύγχρονα, η δε επαναληπτικότητα βολών τους ήταν εξαιρετικά βραδεία κυρίως για τα κανόνια, συνεπώς οι βολές που ακολούθησαν κατά την έφοδο θα πρέπει να θεωρούνται σποραδικές και όχι καταιγιστικές. Όσον αφορά τα κανόνια των στασιαστών λόγω της εγγύτατης απόστασης από το φρούριο δεν είχαν δυνατότητα να προσβάλλουν τις επάλξεις του φρουρίου, παρά μόνο σε σχεδόν ευθυτενή πλέον βολή τις πύλες ή την κινητή γέφυρα, που κρίνεται πολύ αμφίβολο αν η τελευταία θα προσβαλλόταν ποτέ, σε αντίθεση των δυνατοτήτων βολών που είχαν οι υπερασπιστές του φρουρίου, και μόνο εκ της υπεροχής του ύψους. Επισημαίνεται ακόμα πως όλα τα φρούρια της εποχής αλλά και κάποια μεταγενέστερα από τις επάλξεις διέθεταν ειδικούς αμυντικούς οχετούς από τους οποίους ρίπτονταν ζεματιστό νερό ή λάδι εναντίον πολιορκητών που θα επιχειρούσαν αναρρίχηση.
Εν προκειμένω η απόκρουση της εφόδου κράτησε περίπου τρεις ώρες, έχοντας σημειωθεί περίπου 100 θάνατοι και άλλοι τόσοι τραυματισμοί εκ μέρους των στασιαστών. Τον αριθμό αυτόν ίσως να μη γνώριζε εκείνες τις ώρες ο διοικητής της φρουράς ή και ενδεχομένως να υπολόγιζε σε μεγαλύτερο. Πάντως βολή κανονιών κατά των στασιαστών δεν έγινε ούτε ρίψεις ζεματιστού νερού έχουν καταγραφεί.
Τελικά περί τις 17:00 ώρα ο διοικητής Ντε Λωναί διατάζει την καθέλκυση της κινητής γέφυρας προκειμένου να ακολουθήσει η διαδικασία της παράδοσης με την εγγύηση της ζωής των αμυνομένων, φερόμενος ο ίδιος (κατά σχετικό θρύλο) να κρατεί ένα λευκό μαντήλι. Ακολουθεί η εισβολή του όχλου, η σύλληψη του διοικητή και των ανδρών της φρουράς του, η αποφυλάκιση των μόλις επτά κρατουμένων, η διαρπαγή των πολύτιμων, για τους πολιτοφύλακες, πολεμοφοδίων και τέλος η άλωση του φρουρίου και η καταστροφή των «αρχείων της Βαστίλης» που αφορούσαν ποινικά αρχεία των κατά καιρούς φυλακισμένων.
Λιντσαρίσματα
Κατά την μεταφορά – προσαγωγή του διοικητή και των ομήρων υπερασπιστών του φρουρίου στο Δημαρχείο προκειμένου εκεί να απολογηθούν, ουσιαστικά για την εκτέλεση του καθήκοντός των, και παρά τα συμφωνηθέντα κατά την παράδοση, δέχθηκαν επίθεση και λιντσάρισμα από το πλήθος όπου μετά από απανωτές μαχαιριές από ξιφολόγχες ο διοικητής Μπερνάρ ντε Λωναί και κάποιοι άλλοι πέφτουν νεκροί, ενώ ένας ταβερνιάρης με χασαπομάχαιρο, πρώην λήσταρχος, με το παρωνύμιο «Αποκεφαλιστής», αποκόπτοντας το κεφάλι του νεκρού Ντε Λωναί, το περιέφερε στη συνέχεια πάνω σε κοντάρι στους δρόμους του Παρισιού και στον κήπο του Παλαί Ρουαγιάλ, θριαμβολογώντας για το κατόρθωμά του.
Λίγο αργότερα θα σημειωθεί ίδιο σκηνικό μπροστά στο Δημαρχείο, όταν κάποιοι θα θεωρήσουν τον κοσμήτορα των εμπόρων προδότη θα τον πυροβολήσουν και στη συνέχεια θα περιφέρουν το κομμένο κεφάλι του πάνω σε κοντάρι στους δρόμους του Παρισιού.